Σελίδες

25/5/18

«Με λένε Αρτέμη»: δυο τύποι Νεοελλήνων του 1982 που σήμερα έχουν γίνει καθεστώς







Ποτέ δεν συμβάδισα με τις πολιτικές απόψεις του Χάρρυ Κλυνν  και οι σχετικές δημόσιες δηλώσεις του τα τελευταία χρόνια μού είχαν προκαλέσει απογοήτευση και θυμό. Αυτό όμως δεν αναιρεί το μεγάλο του ταλέντο και την αξία του ως σατιρικού καλλιτέχνη.

Ανάμεσα στους τύπους του Νεοέλληνα που σατίρισε θεωρώ ότι κατέχει μοναδική θέση ο Αρτέμης, ο καλοζωισμένος αριστερός διανοούμενος που ούτε αριστερός είναι ούτε διανοούμενος.

Ο τύπος του Αρτέμη παρουσιάζεται στην ταινία «Αλαλούμ» (1982), σε μια εποχή που το φρούτο αυτό έχει μόλις κάνει την εμφάνισή του στην ελληνική κοινωνία. Θα έλεγα ότι η σάτιρα εδώ έχει προφητική αξία, εφόσον τριάντα πέντε χρόνια αργότερα ο Αρτέμης ζει και βασιλεύει ανάμεσά μας έχοντας πολλαπλασιαστεί σε μερικές δεκάδες χιλιάδες Αρτέμηδες.

Υποτίθεται ότι παρακολουθούμε μια κουλτουριάρικη ταινία, στην οποία ο Αρτέμης εκθέτει στο κοινό τις υπαρξιακές του ανησυχίες, το εσωτερικό του δράμα της μοναξιάς και της αλλοτρίωσης, τις προσωπικές του ευαισθησίες ζώντας σε ένα κόσμο που αδιαφορεί για την ανθρώπινη δυστυχία και την κοινωνική αδικία.

Το έργο ξεκινά με μια σκηνή νυχτερινής καταιγίδας. Ο Αρτέμης, ακριβά ντυμένος αλλά πολύ θλιμμένος και με βήμα βαρύ, φτάνει στο σπίτι του. Ο ψυχικός του πόνος καθρεφτίζεται στο αλλοιωμένο του πρόσωπο, καθώς με κουρασμένες κινήσεις ψάχνει να βρει το κλειδί της εξώπορτας ανάμεσα σε άλλα πολλά κλειδιά που κρέμονται από το μπρελόκ του. Το βρίσκει τελικά, ανοίγει και μπαίνει μέσα σε ένα μέγαρο πολυτελώς επιπλωμένο. Πίνακες στους τοίχους, βιβλιοθήκες, διακοσμητικά φυτά εσωτερικού χώρου, ένα άγαλμα στη μέση του ευρύχωρου καθιστικού.

Προχωρεί με αργά βήματα, πάντα βαριά θλιμμένος, και κοιτάζει το χώρο εκπέμποντας τη δυστυχία του γύρω. Κλαίει βουβά. Συνεχίζει να προχωρεί με το κουρασμένο του βήμα, μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα και στέκεται μπροστά στη ντουλάπα. Την κοιτάζει και κλαίει σπαραχτικά. Την ανοίγει. Μέσα βλέπουμε πολλά ακριβά ρούχα. Ο Αρτέμης βγάζει το αδιάβροχό του και το κρεμά με παραμορφωμένο από τον πόνο πρόσωπο. Η σκηνή μάς δίνεται σε slow motion για να νιώσουμε σε βάθος την τραγικότητά της.

Απαγγέλλει:
Ο χωρισμός της απουσίας, στιγμή πρώτη. Με λένε Αρτέμη!

Ξεσπούν άγριες βροντές.
Συνεχίζει:
Σε λίγο βροχή, ο αέρας, η νύχτα. Με λένε Αρτέμη!

Κλαίει με πόνο.
Κατευθύνεται σε ένα μπομπινόφωνο και βάζει να ακούσει την «Άνοιξη» του Βιβάλντι. Μια έκφραση αγαλλίασης απλώνεται στο πονεμένο του πρόσωπο, καθώς εμβαπτίζεται στα νάματα της υψηλής μουσικής τέχνης. Παίρνει από τη βιβλιοθήκη ένα χοντρό τόμο της Ουνέσκο, τον ανοίγει και απαγγέλλει:

Βρε μελαχρινάκι, με πότισες φαρμάκι,
με πότισες φαρμάκι, βρε μελαχρινάκι.
Τα ολόμαυρά σου μάτια μ’ έκαναν χίλια κομμάτια.
Μ’ έκαναν χίλια κομμάτια τα ολόμαυρά σου μάτια.

Κλαίγοντας αρθρώνει με δυσκολία:
Τίμπι τίμπι τίμπι ντάι
τίμπι ντάι τίμπι ντάι.


Ξεσπά σε λυγμούς τρέμοντας από τη συγκίνηση:
Με λένε Αρτέμη. Αέρας, φόβος, φωνές, υγρασία. Με λένε Αρτέμη. Όχλος, θάνατος, τύφος. Με λένε Αρτέμη. Ποια είσαι;

Κλαίει, ενώ η μουσική συνοδεία έχει τώρα αλλάξει και είναι μοντέρνα και ζωηρή. Κυλιέται κάτω:
Λείπεις, αλλά υπάρχεις.

Συνεχίζει να κυλιέται απελπισμένος:
Εδώ, παντού, διαχέεσαι στο αστρινό φως και εισχωρείς (αρπάζεται από μια καρέκλα) απ’ τις χαραμάδες (σηκώνεται από κάτω και παίρνει ένα αναμμένο καντηλέρι) στο άδειο δωμάτιο, απλώνεσαι σα θάνατος, έρπεις και μετασχηματίζεσαι σε λύχνο και καντήλα (προχωρεί κρατώντας το καντηλέρι) υποψία ελπίδας (χαμογελά) στ’ αδειανό του πεινασμένου τραπέζι.

Φτάνει μπροστά σε ένα τραπέζι φορτωμένο φαγητά και κάθεται μπροστά σε ένα ολόκληρο ψητό γουρουνόπουλο:

Με λένε Αρτέμη, λείπεις, αλλά υπάρχεις, εδώ, παντού, (χαμηλότονα) στο κλάμα, στον αγώνα.

Κλαίγοντας απλώνει την πετσέτα στα πόδια του και κόβει ένα κομμάτι γουρουνόπουλο και κλαίγοντας το δαγκώνει:

Λείπεις, αλλά υπάρχεις, τώρα που η ανέχεια μάς καλεί, η ανέχεια, η ανεργία, τώρα που η πάλη μάς καλεί ενάντια σ’ αυτούς που κρατούν τα νήματα στο χέρι και βάζουν μπροστά τους μηχανισμούς του κεφαλαίου για να δυναστεύουν το φτωχό, τον πεινασμένο και το διψασμένο (κλαίει με λυγμούς) λαό μου.

Ρίχνει μπίρα σ’ ένα ποτήρι, ενώ συνεχίζει να κλαίει με λυγμούς, και πίνει. Αφήνει έναν αυθόρμητο αναστεναγμό απόλαυσης και ρεύεται:

Με λένε Αρτέμη και ζητώ τη συμπαράστασή σου (με φωνή τώρα αποφασιστική) την αγωνιστική, την άδολη, τη συντροφική. Ως πότε! Ως πότε πια η πείνα θα θερίζει τους πένητες αυτής της γης! Κι ως πότε το γάλα των παιδιών (αρπάζει από το τραπέζι και κραδαίνει έναν αστακό, ενώ η φωνή του πάλλεται από οργή) της Αφρικής θα το πίνουν μικρά, κομψά, χαδιάρικα γατιά φιλεύσπλαχνων ανθρώπων! (Γλυκά) Με λένε Αρτέμη. (Συνοδεία κιθάρας) Δεν είμαι εδώ, υπάρχεις, δεν υπάρχω. (Παίρνει μια μάχαιρα που βρίσκεται στο τραπέζι). Είμαι και δεν είμαι. Με λέγανε Αρτέμη, τώρα με λένε (παύση, απειλητικά) απουσία! (Σηκώνει ψηλά τη μάχαιρα, μετά την κατεβάζει και κόβει μια τούρτα, ενώ μουσική πιάνου συνοδεύει τη σκηνή. Σκουπίζει τη μάχαιρα κατόπιν, σηκώνεται, προχωρεί βαρύς, βλέπει μια κρεμάλα):

Ζω και δε ζω, υπάρχω και δεν υπάρχω, είμαι και δεν είμαι, (μελοδραματικά) πού είσαι λοιπόν αυτή την ύστατη στιγμή (πλησιάζει την κρεμάλα) που ψάχνω για τη χαμένη μου ταυτότητα, τώρα που ζητώ κι από σένα την ανάγκη της επιβεβαίωσης!

Κλαίγοντας απομακρύνεται, πλησιάζει το άγαλμα και του λέει με αγανάκτηση:
Θέλω να ξέρω ποιος είμαι!

Κλαίει:
Θέλω να ξέρω πού πάω!

Ακούγονται χτυπήματα στην εξώπορτα. Κατευθύνεται προς τα εκεί:
Θέλω να ξέρω πώς με λένε.

Ο Αρτέμης ανοίγει την πόρτα και χάνεται σε μια νεφελώδη ατμόσφαιρα, ενώ μέσα μπαίνει ο Αβραάμ κρατώντας τον γιο του Ισαάκ και περιφέρεται στην πολυτελή έπαυλη μουρμουρίζοντας;

Τον λένε Αρτέμη, ο ιμπεριαλισμός τρώει του κοσμάκη του ψωμί, οι γάτες πίνουν το γάλα των παιδιών της Αφρικής, ζει και δε ζει, ψάχνει για τη χαμένη του ταυτότητα κι εγώ ο μ… σφάζω το παιδί μου.

Μπαμπά, θα με σφάξεις; Ρωτά ο μικρός.

Όχι, παιδί μου, θα σε θυσιάσω… Δεν πηδιόμαστε λέω γω!

Η τελευταία σκηνή της κουλτουριάρικης ταινίας μάς δείχνει τον Αρτέμη στην τουαλέτα να αφοδεύει με δυσκολία φωνάζοντας «Με λένε Αρτέμη!» και τελικά να ανακουφίζεται.

Αν ο Αρτέμης είναι η παρωδία του ψευτοδιανοούμενου ψευτοαριστερού που ζει μέσα στη χλιδή και παπαγαλίζει τσιτάτα και ποιητικές ασυναρτησίες, ο τύπος που παρακολουθεί υποτίθεται την ταινία και παθιάζεται με το βαθύ της νόημα είναι επίσης η παρωδία του μέσου Έλληνα ψευτόμαγκα που όλα τα ξέρει και για όλα έχει άποψη. Και αυτό το φρούτο επίσης έχει πολλαπλασιαστεί στις μέρες μας και κάνει αισθητότατη την παρουσία του στα κοινωνικά δίκτυα.


 Με άλλα λόγια, η ταινία «Με λένε Αρτέμη» («Μελλόπραμα») που εκτυλίσσεται μέσα στην ταινία «Αλαλούμ» του 1982 είναι μοναδική στο είδος της. Προφητεύει με τη σάτιρά της δυο τύπους της ελληνικής κοινωνίας που εν έτει 2018 καταδυναστεύουν και καταταλαιπωρούν τους υπόλοιπους Έλληνες.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου