Σελίδες

10/1/18

Καταχραστές, τζογαδόροι, έκφυλοι, κίναιδοι και άλλοι τύποι της Αθήνας την εποχή του Αριστοφάνη






Στην Αθήνα της εποχής του Αριστοφάνη (445-386 πΧ), εκτός από τους φιλόσοφους, τους σοφιστές, τους γνωστούς ρήτορες και πολιτικούς, τους εμπνευσμένους καλλιτέχνες, ποιητές, ζωγράφους, γλύπτες, μουσικούς, υπήρχαν, όπως είναι αυτονόητο,  και οι άλλοι, οι καθημερινοί άνθρωποι, οι νοικοκυραίοι, οι βιοπαλαιστές, οι αστοί, οι αγρότες, οι τεχνίτες.

Και εκτός από τους καθημερινούς ανθρώπους, κυκλοφορούσαν στην πόλη και διάφοροι τύποι που ο κόσμος τούς ήξερε από τα κουσούρια τους, τις απατεωνιές τους ή από τον προκλητικό τρόπο ζωής τους. Αλλά ήταν και κάποιοι καλλιτέχνες που ταλαιπωρούσαν τους συντοπίτες τους με την έλλειψη ταλέντου ή με τις παραξενιές τους.

Μικρή πόλη σχετικά η Αθήνα, ο ένας ήξερε τον άλλον, και τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν. Ο Αριστοφάνης δεν θα άφηνε να πάει χαμένο ένα τέτοιο υλικό που θα προκαλούσε στους θεατές το γέλιο, μια και στις κωμωδίες σατιρίζονταν ελεύθερα όχι μόνο οι εξέχοντες πολίτες της Αθήνας αλλά και οι καθημερινοί άνθρωποι που έδιναν  αφορμές στην κοινή γνώμη.

Έτσι σήμερα έχουμε την ευκαιρία να δούμε στις κωμωδίες του κάποιους τέτοιους περίεργους τύπους που ζούσαν στην Αθήνα της εποχής του και που οι σύγχρονοί τους δεν τους είχαν σε υπόληψη. 

Ήταν απατεώνες, έκφυλοι, λωποδύτες, συκοφάντες, πόρνες, άσεμνοι, χυδαίοι, μέθυσοι, γυναικωτοί, τζογαδόροι, κίναιδοι, αερολόγοι, δημαγωγοί, καταχραστές του δημοσίου χρήματος, τύποι του περιθωρίου αλλά και φτωχοί που έκαναν τον καραγκιόζη για να ζήσουν και λοξοί ή ατάλαντοι καλλιτέχνες και κάθε καρυδιάς καρύδι που κυκλοφορούσε τότε στην Αθήνα.

Σε τέσσερις κωμωδίες του Αριστοφάνη, Ιππής, Πλούτος, Αχαρνής, Σφήκες, ξεχώρισα μερικούς τέτοιους Αθηναίους και τους παραθέτω εδώ.


ΙΠΠΗΣ

Κρατίνος: ήταν κωμικός ποιητής που έπινε πολύ και μετά «έβρεχε» το κρεβάτι του.

στιχ. 400
 Αν δεν σε μισώ, να γίνω η προβιά που στρώνει ο Κρατίνος στο κρεβάτι του.
«Ει σε μη μισώ, γενοίμην εν Κρατίνου κώδιον».



Λυσικλής: προβατοπώλης.
Κύννα και Σαλαβακχώ: εταίρες.
Άτομα του περιθωρίου. Εδώ ο Αριστοφάνης τούς ειρωνεύεται:

στιχ. 764-65
…αν για το λαό των Αθηναίων υπήρξα άριστος άνδρας μετά το Λυσικλή και την Κύννα και τη Σαλαβακχώ…
 «… ει μεν περί τον δήμον των Αθηναίων γεγένημαι
βέλτιστος ανήρ μετά Λυσικλέα και Κύνναν και Σαλαβακχώ…»


Σμίκυθος: γυναικωτός τύπος.
Οι θηλυπρεπείς Αθηναίοι ήταν πάντα αντικείμενο ειρωνικών σχολίων και ο Αριστοφάνης δεν τους χαριζόταν. Εδώ τον Σμίκυθο τον λέει ειρωνικά «Σμικύθη» και τον σύντροφό του «κύριό» της. Έτσι γράφονταν στα δικαστήρια οι γυναίκες που δεν ήταν ελεύθερες. Πχ Ασπασία και κύριος (δηλαδή: Ασπασία και ο κύριός της, ο Περικλής).

στιχ. 969
Τη Σμικύθη και τον κύριό της.
«Σμικύθην και κύριον».


Θεοφάνης: κόλακας και απατεώνας που για λόγους συμφέροντος ήταν συνεχώς δίπλα στο δημαγωγό Κλέωνα.

στιχ.1103
εξαπατήθηκα κι από σένα κι από το Θεοφάνη.
 «εξηπατήθην υπό τε σου και Θουφάνους»


Φιλόστρατος: ιδιοκτήτης οίκου ανοχής.

στιχ. 1069
Ο Φιλόστρατος, η σκυλοαλεπού
 «Φιλόστρατος η κυναλώπηξ»


Κλεισθένης και Στράτων: αγένειοι και γυναικωτοί, αχώριστα φιλαράκια.

στιχ. 1374 
Δήμος: Ούτε κανείς αγένειος θα χαζεύει στην αγορά.
Αλλαντοπώλης: Και πού θα χαζεύει ο Κλεισθένης και ο Στράτων;

«Δήμος: Ουδ’ αγοράσει γ’ αγένειος ουδείς εν αγορά.
Αλλαντοπώλης: Πού δήτα Κλεισθένης αγοράσει και Στράτων;»



ΠΛΟΥΤΟΣ

Πατροκλής: πλούσιος αλλά φιλάργυρος που από τσιγγουνιά θαύμαζε τη λιτή ζωή των Λακεδαιμονίων. Δεν πλενόταν, δεν κουρευόταν, δεν αλειφόταν.

στιχ.83-85
Μα από πού, πες μου, έρχεσαι τόσο βρωμιάρης;
Έρχομαι από του Πατροκλή που δεν πλύθηκε από τότε που γεννήθηκε.

«Πόθεν ουν, φράσον,
αυχμών βαδίζεις; Εκ Πατροκλέους έρχομαι,
ος ουκ ελούσατ’ εξ ότουπερ εγένετο».


Πάμφιλος: Δημαγωγός. Κατηγορήθηκε για κλοπή δημοσίου χρήματος και δημεύτηκε η περιουσία του..
Βελονοπώλης (Αριστόξενος): Παράσιτο, συνεργός του Παμφίλου στην κλοπή.
Αγύρριος: 1) Πλούσιος Αθηναίος που έτρωγε πολύ και είχε το ελάττωμα να πέρδεται 2) Πιο πιθανό: φτωχός που για να κερδίσει λίγα χρήματα έκανε χοντρά και χυδαία αστεία, «εκορδάκιζέ τε και έπερδε και έτερα αισχρά εποίει».
Φιλέψιος: φτωχός που ζούσε διηγούμενος δικούς του μύθους.
Φιλωνίδης: πλούσιος, απαίδευτος, ηλίθιος, μεγαλόσωμος και πολύ άσχημος.
Λαΐς ή Ναΐς: εταίρα, ερωμένη του Φιλωνίδη.
Τιμόθεος: στρατηγός των Αθηναίων που πλούτισε από εξαιρετική τύχη. Είχε κατασκευάσει πολυτελέστατο πύργο στην Αθήνα. Μετά ατύχησε και φτώχυνε.

στιχ. 174-80. Εδώ ο Χρεμύλος και ο δούλος του Καρίων αναφέρουν αυτούς τους τύπους που από φιλοχρηματία έκαναν διάφορα παράνομα ή ανάρμοστα πράγματα.

Καρίων: Και μη γι’ αυτόν (δηλαδή για τον πλούτο) δεν θα τον πάρει ο διάολος τον Πάμφιλο;
Χρεμύλος: Αμ, όχι και το Βελονοπώλη μαζί με τον Πάμφιλο;
Καρίων: Και μη για το χατίρι του δεν αφήνει πορδές ο Αγύρριος;
Χρεμύλος: (Στρέφεται στον Πλούτο)Αμ, ο Φιλέψιος εξαιτίας σου δε λέει τα παραμύθια του; (…) Και για χάρη σου δεν αγαπά η Λαΐδα το Φιλωνίδη;
Καρίων: Κι ο πύργος του Τιμόθεου…
Χρεμύλος: Που να πέσει και να σε πλακώσει.

«Καρίων: Ο Πάμφιλος δ’ ουχί διά τούτον κλαύσεται;
Χρεμύλος: Ο Βελονοπώλης δ’ ουχί μετά του Παμφίλου;
Καρίων: Αγύρριος δ’ ουχί διά τούτον πέρδεται;
Χρεμύλος: (Στρέφεται στον Πλούτο) Φιλέψιος δ’ ουχ ένεκα σου μύθους λέγει;
(…) Ερά δε Λαΐς ου διά σε Φιλωνίδου;
Καρίων: Ο Τιμοθέου δε πύργος…
Χρεμύλος: …εμπέσοι γέ σοι».


Αρίστυλλος: Με τη γλώσσα και το στόμα του υπηρετούσε τις ερωτικές επιθυμίες των άλλων ( Homo erat αισχροποιός lingua et ore aliorum subserviens libidini). «Δια την αισχρουργίαν αυτού αεί εκεχήνει (έχασκε)».  

στιχ. 314
Κι εσύ σαν τον Αρίστυλλο χάσκοντας.
«…συ δ’ Αρίστυλλος υποχάσκων»


Νεοκλείδης: Έκλεψε δημόσιο χρήμα.

στιχ. 665-6
Και κάποιος Νεοκλείδης που είναι μεν τυφλός,
μα στην κλεψιά ξεπέρασε αυτούς που βλέπουν.

«Εις μεν γε Νεοκλείδης, ος έστι μεν τυφλός,
κλέπτων δε τους βλέποντας υπερηκόντικεν»


Εύδαμος: φαρμακοπώλης. Πουλούσε φάρμακα κατά της βασκανίας και δαχτυλίδια που γιάτρευαν υποτίθεται από δαγκώματα φιδιών.

στιχ. 883-885
Δικαιόπολις (στο Συκοφάντη): Δεν σε φοβάμαι. Γιατί αγόρασα με μια δραχμή από τον Εύδαμο αυτό το δαχτυλίδι.
Καρίων: Μα δεν κάνει για δάγκωμα συκοφάντη!

«Δικαιόπολις (στο Συκοφάντη): Ουδέν προτιμώ σου. Φορώ γαρ πριάμενος
τον δακτύλιον τονδί παρ’ Ευδάμου δραχμής.
Καρίων: Αλλ’ ουκ ένεστι συκοφάντου δήγματος».




ΑΧΑΡΝΗΣ

Ιερώνυμος: ποιητής «ανώμαλος και ανοικονόμητος», έγραφε υπερβολικά εμπαθή έργα και χρησιμοποιούσε τρομακτικά προσωπεία. Τον κορόιδευαν για τα μακριά μαλλιά του.

στιχ. 386
Πάρε με αφορμή δική μου από τον Ιερώνυμο
σκοτοδασυπυκνότριχα του Άδη φορεσιά.

«Λαβέ δ’ εμού γ’ ένεκα παρ’ Ιερωνύμου
σκοτοδασυπυκνότριχα τιν’ Άιδος κυνήν»


Γιος της Κοισύρας (Μεγακλής): η Κοισύρα ήταν πλούσια αριστοκράτισσα και μητέρα του Μεγακλή. Ο Μεγακλής κατασπατάλησε την περιουσία που κληρονόμησε, φτώχυνε και μετά έγινε ξανά πλούσιος κλέβοντας το δημόσιο.

στιχ 614
Μα κι ο γιος της Κοισύρας κι ο Λάμαχος
ποτέ δεν πλήρωναν τα χρέη και τα ρεφενέ τους.

«Αλλ’ ο Κοισύρας και Λάμαχος,
οις υπ’ εράνων τε και χρεών πρώην ποτέ»


Μαρψίας: κακός και φλύαρος ρήτορας, εριστικός και άδικος.

στιχ. 701
Σ’ αυτά ποιος Μαρψίας μπορεί να φέρει αντιρρήσεις;

«προς τάδε τις αντερεί Μαρψίας;»


Κτησίας: συκοφάντης.
Πρέπις: κίναιδος.
Κλεώνυμος: αδηφάγος και δειλός.
Υπέρβολος: φιλόνικος, κατήγγελλε συνεχώς τους Αθηναίους.
Κρατίνος: όχι ο ποιητής. Αλαζόνας, θρασύς, μέθυσος. Διακωμωδείται για πράξεις μοιχείας. Κουρευόταν με τρόπο που εθεωρείτο άσεμνος, «κουρά απρεπής, κιναιδώδης».
Αρτέμων: ανόητος και κακότεχνος μουσικός που ανέδιδε μπόχα.
Παύσων: φτωχός ζωγράφος που παραμόρφωνε τις μορφές.
Λυσίστρατος: άνεργος και φτωχός, ζούσε παίζοντας ζάρια.

Όλοι αυτοί οι τύποι της Αθήνας παρουσιάζονται μαζί στους στίχους 839-59

Κι αν σε πλησιάσει κανείς Κτησίας
ή άλλος συκοφάντης
πικρά θα μετανιώσει.
Ούτε άλλος άνθρωπος
θα σε κοροϊδέψει στα ψώνια
ούτε ο κίναιδος ο Πρέπις
θα βάλει χέρι πάνω σου
ούτε στο στριμωξίδι θα πέσεις πάνω στον Κλεώνυμο,
αλλά με ρούχα καθαρά θα σουλατσάρεις
και δεν θα συναντήσεις τον Υπέρβολο
να σε γεμίσει με μηνύσεις
κι ούτε στην αγορά θα βρεις στο δρόμο σου
να έρχεται κοντά σου ο Κρατίνος
που πάντα είναι κουρεμένος πρόστυχα με το ξυράφι
ή ο πονηρός Αρτέμων,
γελοίος μουσικάντης
όπου βρωμάνε οι μασχάλες του
λες κι ο πατέρας του ήταν τράγος.
Και ούτε θα σε κοροϊδέψει πια
ο Παύσων ο παμπόνηρος
και ο Λυσίστρατος στην αγορά,
των Χολαργέων το όνειδος,
ο βουτηγμένος στην κακία
που κρυώνει και πεινά συνέχεια
πιο πολλές από τριάντα μέρες
κάθε μήνα.

«Καν εισίη τις Κτησίας
ή συκοφάντης άλλος
οιμώζων καθεδείται.
Ουδ’ άλλος ανθρώπων
υποψωνών σε πημονεί τι,
ουδ’ εξομόρξεται Πρέπις
την ευρυπρωκτίαν σοι,
ουδ’ ωστιεί Κλεωνύμω.
Χλαίναν δ’ έχων φανήν δίει
κ’ου ξυντυχών σ’ Υπέρβολος
δικών αναπλήσει,
ουδ’ εντυχών εν τ’αγορά
πρόσεισί σοι βαδίζων
Κρατίνος αεί κεκαρμένος
μοιχόν μια μαχαίρα,
ο περιπόνηρος Αρτέμων,
ο ταχύς άγαν την μουσικήν,
όζων κακόν των μασχαλών
πατρός Τραγασαίου.
Ουδ’ αύθις αυ σε σκώψεται
Παύσων ο παμπόνηρος
Λυσίστρατός τ’ εν αγορά,
Χολαργέων όνειδος,
ο περιαλουργός τοις κακοίς,
ριγών τε και πεινών αεί
πλειν ή τριάκονθ’ ημέρας
του μηνός εκάστου».


Νίκαρχος: συκοφάντης.

στιχ. 908
 Δικαιόπολις: Και να, πάνω στην ώρα έρχεται ο Νίκαρχος για να κάνει καταγγελίες.
Θηβαίος: Μα αυτός είναι μικρός στο μπόι.
Δικαιόπολις: Αλλά είναι ολόκληρος κακία.

«Δικαιόπολις: Και μην οδί Νίκαρχος έρχεται φανών.
Θηβαίος: Μικκός γα μάκος ούτος.
Δικαιόπολις: Αλλά παν κακόν»


Ορέστης: Λωποδύτης. Υποκρινόταν τον τρελό και έγδυνε όποιον τον πλησίαζε.

στιχ. 1166
ύστερα να του δώσει μια στο κεφάλι μεθυσμένος ο Ορέστης.

«είτα πατάξειέ τις αυτού μεθύων την κεφαλήν
Ορέστης»



ΣΦΗΚΕΣ

Αμυνίας: κόλακας, αλαζόνας, συκοφάντης, τζογαδόρος.

στιχ. 74-5
Να, ο Αμυνίας, ο γιος του Προνάπη, λένε πως
του αρέσουν τα ζάρια.

«Αμυνίας μεν ο Προνάπους φήσ’ ουτοσί
είναι φιλόκυβον αυτόν»


Φιλόξενος: κίναιδος.

στιχ 83-4
Μα το σκύλο, Νικόστρατε, δεν είναι φιλόξενος
ο Φιλόξενος, γιατί είναι αδερφάρα.

«Μα τον κύν’, ω Νικόστρατ’, ου φιλόξενος,
επεί καταπύγων εστίν ο γε Φιλόξενος»


Προξενίδης: αερολόγος και αλαζόνας.
Ο Σέλλου (ο γιος του Σέλλου, Αισχίνης): καυχηματίας και περιαυτολόγος. αερολόγος.

στιχ. 323-5
Αλλά, Δία μεγαλοβρόντη,
ή κάνε με καπνό στα ξαφνικά
ή κάνε με Προξενίδη ή γιο του Σέλλου,
αυτόν το σαπουνόφουσκα.

«Αλλ’, ω Ζευ μεγαβρόντα,
ή με πόησον καπνόν εξαίφνης
ή Προξενίδην ή τον Σέλλου
τούτον τον ψευδομάμαξυν»


Φιλοκλής: ποιητής. Τα τραγούδια του ήταν πολύ άγρια.

στιχ. 461-2
 Μα το Δία, δεν θα τους ξέφευγες τόσο εύκολα,
αν είχαν φάει του Φιλοκλή τα άσματα.

«Αλλά, μα Δί’, ου ραδίως ούτως αν αυτούς διέφυγες,
είπερ έτυχον των μελών των Φιλοκλέους βεβρωκότες»


Κόννος: ασήμαντος κιθαριστής, ανάξιος λόγου.

στιχ. 675
εσένα σε λογαριάζουν όσο και την ψήφο του Κόννου.

«σε μεν ηγούνται Κόννου ψήφον»


Χαιρέου υιός: γυναικωτός νεαρός. Δεν ήταν Αθηναίος.

στιχ. 687-8
όταν έρθει σπίτι σου ο ξεφωνημένος νεαρός, του Χαιρέα ο γιος,
έτσι περπατώντας σεινάμενος κουνάμενος και όλο νάζια.

«όταν εισελθόν μειράκιον κατάπυγον, Χαιρέου υιός,
ωδί διαβάς, διακινηθείς τω σώματι και τρυφερανθείς»


Θεογένης: τον κορόιδευαν «επί τω μεγάλα αποπατείν».

στιχ.1183-4
Ε, αγροίκε και αμόρφωτε, είπε ο Θεογένης
στον κοπροσυλλέκτη, και μάλιστα για να τον βρίσει.

«Ω, σκαιέ κ’απαίδευτε, Θεογένης έφη
τω κοπρολόγω και ταύτα λοιδορούμενος»


Φιλοκτήμων: άσωτος. Παρέθετε συχνά συμπόσια.

στιχ. 1250
Να πάμε στο δείπνο του Φιλοκτήμονα.

«Όπως δ’ επί δείπνον εις Φιλοκτήμονος ίμεν»


Αριφράδης: θαμώνας χαμαιτυπείων.

στιχ. 1280-3
Τέλος τον Αριφράδη, τον πιο βαθυστόχαστο από όλους,
που κάποτε (ο πατέρας του) ορκίστηκε ότι από κανένα δεν το έμαθε,
αλλά από τη φύση τη σοφή αυτόματα διδάχτηκε
να παίζει με τη γλώσσα του, όποτε πάει στα πορνεία.

«Είτ’ Αριφράδη πολύ τι θυμοσοφικώτατον,
όντινά ποτ’ ώμοσε μαθόντα παρά μηδενός,
αλλ’ από σοφής φύσεος αυτόματον εκμαθείν
γλωττοποιείν εις τα πορνεί’, εισιόνθ’ εκάστοτε»


Σθένελος: μετριότατος τραγικός ποιητής, ονομαστός για τις χυδαιότητές του και για τις αηδίες που έγραψε.

στιχ. 1312-3
Κι αυτός βάζοντας τις φωνές τον παρομοίασε…
με το Σθένελο που έμεινε ολοτσίτσιδος.

«Ο δ’ ανακραγών αντήκασ’ αυτόν…
Σθενέλω τε τα σκευάρια διακεκαρμένω»


(Η μεταφορά στα νέα ελληνικά είναι δική μου.).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου