Σελίδες

25/2/17

Παιδόφιλοι και άλλες σεξουαλικές παιδικές ιστορίες




                                    Χανιά, Ταμπακαριά


Ο κύριος Θανάσης δουλεύει εργάτης στο ταμπάκικο του αδελφού του , του κ. Νίκου,  και πότε-πότε κάνουμε παρέα όλοι μαζί. Έχει και μια κόρη, την Κωνσταντίνα, λίγο μικρότερή μου, και κατεβαίνουμε στον κήπο και παίζουμε. Αλλά τη βαριέμαι λιγάκι, επειδή δεν παίζει καλά.

Ένα απόγευμα που κατεβήκαμε να παίξουμε, της λέω, «Κοίτα, Κωνσταντίνα, τώρα θα παίξουμε τους πειρατές, θα σκάψουμε στο χώμα και θα βρούμε ένα θησαυρό». Και αρχίσαμε να σκάβουμε το χώμα. Η Κωνσταντίνα βαριόταν, αλλά εμένα μου άρεσε πολύ που σκάβαμε για να βρούμε το θησαυρό και κάποια στιγμή έβαλα τις φωνές «Να τος, να τος ο θησαυρός!» και έβγαλα από το χώμα μια πέτρα και φώναζα όλο χαρά. Αλλά αυτή καθόταν και με κοίταζε αδιάφορη κι εγώ παραξενεύτηκα. 
«Δεν χαίρεσαι που βρήκαμε το θησαυρό;» της λέω. "Όχι", μου λέει, "γιατί να χαίρομαι που βρήκαμε ένα περιοδικό;". Τόσο χαζή είναι η Κωνσταντίνα που νόμιζε πως σκάβαμε για να βρούμε το Θησαυρό, το περιοδικό. Απογοητεύτηκα πολύ μαζί της.

Τέλος πάντων, η μαμά μου με είχε στείλει ένα απόγευμα να πάω να της πάρω κλωστές από το ψιλικατζίδικο που είναι λίγο πιο πάνω και στο δρόμο συνάντησα τον μπαμπά της, τον κύριο Θανάση, που σχόλαγε από το ταμπάκικο. Μου έκανε παρέα μέχρι το ψιλικατζίδικο και μετά εγώ του είπα αντίο κι έφυγα. Μετά που βγήκα από το μαγαζί ο κύριος Θανάσης με περίμενε. 
«Δεν φύγατε;» του είπα, «Όχι, σε περίμενα», μου είπε αυτός και πήραμε πάλι το δρόμο πίσω. Έπιασε το χέρι μου και το κράτησε στο δικό του και εκεί που πηγαίναμε, εγώ κατάλαβα ότι δεν κρατούσα το χέρι του αλλά κάτι άλλο που ήταν πιο μαλακό. Τον κοίταξα ξαφνιασμένη κι αυτός χαμογελούσε και μου είπε «κράτησέ τον λίγο», αλλά τότε φάνηκε κάποιος να έρχεται από απέναντι και ο κύριος Θανάσης έκανε στροφή και εξαφανίστηκε.

Πήγα στο σπίτι και τα είπα όλα της μαμάς μου. Αυτή με άκουσε αμίλητη, τίποτα δεν είπε ούτε τότε ούτε καμιά άλλη φορά. Μετά εγώ έπλενα τα χέρια μου στο νεροχύτη μέχρι το βράδυ και ήμουν πολύ αηδιασμένη. Αλλά από τότε δεν ξανακάναμε παρέα τον κύριο Θανάση, μόνο η Κωνσταντίνα και η μαμά της έρχονται δίπλα στο σπίτι του κ. Νίκου κι εγώ παίζω καμιά φορά μαζί της. Και μια μέρα δεν άντεξα και της είπα τι μου έκανε ο μπαμπάς της. Η Κωνσταντίνα με άκουσε βουβή, ήταν πολύ σοβαρή, όσο της το έλεγα, και μετά μου είπε «και μένα μου κάνει το ίδιο ο μπαμπάς, όταν είμαστε μόνοι στο σπίτι». 
Καλά, φαίνεται πως δεν είναι και τίποτα σπουδαίο, πολλή σημασία  έδωσα σ’ αυτή την ιστορία.
(…)
Τα απογεύματα μαζευόμαστε όλα τα παιδιά στο χωράφι που είναι πίσω από το σπίτι των Παπαδάκηδων και παίζουμε. Έρχεται ο Φώτης, ο Σαράντος, ο Μάκης και άλλα παιδιά της γειτονιάς και παίζουμε με τα χώματα, φτιάχνουμε διάφορα παιχνίδια από κονσερβοκούτια και ξύλα, φτιάχνουμε καλύβες με πέτρες και παλιόπανα που βρίσκουμε πεταμένα, παίζουμε ξύλο, παίζουμε κλέφτες κι αστυνόμους, καουμπόηδες και ινδιάνους, παίζουμε μέχρι να βραδιάσει.

Τα κορίτσια δεν έρχονται. Ούτε η Μάρθα η αγέλαστη έρχεται, δεν την αφήνει η μαμά της, ούτε η Ρορώ. Η Ρορώ μένει δίπλα στους Αντωνακάκηδες και είναι μη μου άπτου, δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι, γιατί η μαμά της δεν την αφήνει να κάνει παρέα με κανέναν. Το μπαμπά της δεν τον έχω δει ποτέ, λένε πως ταξιδεύει στα καράβια.

Έτσι είμαι εγώ το μόνο κορίτσι της παρέας και παίζω αγορίστικα παιχνίδια. Ένα καιρό μάλιστα προσπάθησα να μάθω να κατουράω όρθια, όπως τα αγόρια, αλλά δεν τα κατάφερα, βρέχονταν τα πόδια μου και σταμάτησα να το κάνω.

Όταν παίζω με τα παιδιά της γειτονιάς, περνώ πολύ όμορφα. Μετά, άμα κοντεύει να νυχτώσει, βγαίνει η μαμά έξω και με φωνάζει. Γυρίζω πίσω κι αυτή με μαλώνει, γιατί είμαι βρόμικη και πρέπει να διαβάσω και τα μαθήματά μου.
(…)
Μια μέρα ήρθε στο χωράφι η Μάρθα μαζί με τον Αλέκο, ένα παιδί από τη γειτονιά που οι γονείς του είναι πρόσφυγγες. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι οι πρόσφυγγες, πάντως καταλαβαίνω ότι είναι κάπως σαν παρακατιανοί, όχι όπως οι κομμουνιστές, κάτι άλλο είναι αυτοί, μάλλον ξένοι πρέπει να είναι, αλλά πάλι δεν έχω καταλάβει ακριβώς.

Ο Αλέκος κουβαλούσε μαζί του και την αδελφή του που είναι μωρό, του το είχαν φορτώσει οι γονείς του. Ευτυχώς ήταν ήσυχο και δεν έκλαιγε. Ήταν και ο Μάκης μαζί μας. Άλλα παιδιά δεν ήταν στο χωράφι εκείνη την ημέρα. Κρυφτήκαμε μέσα στα βρομόδεντρα, έτσι τα λέμε αυτά, επειδή άμα τα πιάσεις, βρομάνε τα χέρια σου. Τα βρομόδεντρα είναι σε μια γωνιά του χωραφιού και είναι καλή κρυψώνα, όποιος κρυφτεί εκεί μέσα δεν φαίνεται απέξω. Βγάλαμε όλα μας τα ρούχα κι αρχίσαμε να χορεύουμε. Το μωρό μάς κοίταζε, αλλά δεν μας ένοιαζε που μας έβλεπε, γιατί δεν μιλούσε ακόμα και δεν μπορούσε να μας μαρτυρήσει.

Χορεύαμε και κοιταζόμασταν μεταξύ μας, η Μάρθα κι εγώ κοιτάζαμε το πουλί των αγοριών κι αυτά κοίταζαν το δικό μας. Μετά ο Αλέκος είπε στη Μάρθα να ακουμπήσει το πουλί του στο δικό της κι αυτή είπε ναι, και ο Αλέκος το ακούμπησε. Εγώ όμως δεν ήθελα, φοβόμουν ότι μπορεί και να αρρώσταινα και είπα όχι.

Με το Μάκη όμως παίζουμε καμιά φορά το γιατρό και αυτό το παιχνίδι μ’ αρέσει. Έχουμε βρει ένα γκρεμισμένο, άδειο ταμπάκικο και πάμε εκεί σε μια γωνιά και ο Μάκης μού κάνει ένεση με μια πρόκα. Αλλά μια φορά μας έπιασε ένας εργάτης και μας έβαλε τις φωνές, κατατρομάξαμε, μας είπε ότι είμαστε παλιόπαιδα και μας ρωτούσε τι ακριβώς κάναμε και είπε πως θα το έλεγε στους γονείς μας. Φοβήθηκα πολύ τότε, αλλά ευτυχώς δεν το μαρτύρησε.

 (Αποσπάσματα από ανέκδοτο έργο. Δεκαετία του ’50)

2 σχόλια: