Σελίδες

2/11/16

Πατέρας-Κρόνος





(Η ιστορία που ακολουθεί στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα).


Η αστυνομία με βρήκε στον τάφο σου, είχα κόψει τις φλέβες μου και πυροβολούσα στον αέρα.

Μου είπαν μετά πως παραμιλούσα, πως έλεγα ασυναρτησίες και πυροβολούσα.

Με έπιασαν εύκολα, εξάλλου δεν ήξερα τι μου γινόταν, γυρόφερνα στον τάφο σου και ήθελα να πεθάνω.

Όχι, δεν πυροβόλησα τους αστυνομικούς, έριχνα σφαίρες στον αέρα ελπίζοντας να με πυροβολήσουν αυτοί.

Γιατί δεν έβαλα το όπλο στον κρόταφο να πυροβολήσω το κεφάλι μου;

Νομίζω πως ξέρω τώρα.  

Ακολούθησε ο δημόσιος εξευτελισμός μου, τα ΜΜΕ διέσπειραν την είδηση του φόνου της Νάταλι σε όλη τη χώρα. Ο κόσμος είδε το πρόσωπό της, το πρόσωπό μου και κυρίως είδε το δικό σου πρόσωπο. Κανείς δεν σκέφτηκε να σε αναφέρει ως ηθικό αυτουργό. Αλλά όμως έγινε μια κανονική διαπόμπευση του ονόματός μας. Έπρεπε να γίνει αυτό, όπως θα καταλάβεις παρακάτω, ήταν απόλυτη ανάγκη να γίνει αυτό.

Όσο για μένα, σταθεροποιήθηκα τελικά, απέχτησα το πρόσωπο που μου ταιριάζει.

Βλέπεις, όλα αυτά τα χρόνια που ήσουν στη ζωή είχα μάθει να υπάρχω με δυο πρόσωπα: αυτό που ο κόσμος θαύμαζε κι αυτό που εσύ εξευτέλιζες. Μαζί σου έμαθα τι είναι η ταπείνωση και η εκμηδένιση, δύσκολες καταστάσεις, πρέπει να είναι κανείς πολύ γενναίος για να τις αντέξει.

Απορριπτικοί γονείς
Η απορριπτική στάση των γονέων απέναντι στο παιδί τους μπορεί να περιλαμβάνει συναισθηματική ή ψυχολογική βία, περιθωριοποίηση ή υποτίμηση του παιδιού, ελλιπή υποστήριξή του, εχθρική ή επιθετική συμπεριφορά, θυμό, βιαιοπραγία, αυστηρή αξιολόγηση και υψηλές  προσδοκίες.
Το παιδί με απορριπτικούς γονείς προσπαθεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους, ελπίζοντας πως έτσι θα κερδίσει την αγάπη τους. Φυσικά δεν το καταφέρνει, γιατί οι απορριπτικοί γονείς συνεχώς απαιτούν περισσότερα από μέρους του.
Ως ενήλικας θα δυσκολεύεται να χαλαρώσει. Θα φοβάται συνεχώς, μήπως οι άλλοι τον απορρίψουν και θα αναζητά διαρκώς την επιβεβαίωση. Μεταξύ άλλων μπορεί να εμφανίσει αυτοκαταστροφικές τάσεις.

Το στοίχημα που είχα βάλει με τον εαυτό μου ήταν να αποχτήσω ένα μόνο πρόσωπο. Ήθελα να με θαυμάζεις κι εσύ. Προσπάθησα πολύ. Μάταια βέβαια. Ακόμα τότε δεν ήξερα πως κάτι τέτοιο ήταν ακατόρθωτο. Νόμιζα πως θα έσπαγε κάποια στιγμή ο απέραντος εγωισμός σου και θα με αποδεχόσουν.

Λάθος μου.

Τι έπρεπε να κάνω; Ήταν απλό: να ομολογήσω ενώπιόν σου την αποτυχία μου, την ανεπάρκειά μου, να αποδεχτώ τους εξευτελισμούς σου. Έτσι ήθελες να είναι η σχέση μας, έτσι την οριοθέτησες από την αρχή. Το λάθος μου ήταν ότι αρνήθηκα να αναγνωρίσω αυτή τη σχέση, ότι έθεσα τους δικούς μου όρους. Ότι απαίτησα να με αναγνωρίσεις ως ίσο σου. Ή και ως καλύτερό σου.

Από πότε όμως τα παιδιά καθορίζουν τη μορφή της σχέσης τους με τους γονείς τους; Αυτό που έκανα ήταν μια πράξη ανταρσίας. Δήλωνε απειθαρχία και ανυπακοή. Ασέβεια. Απιστία. Προδοσία τελικά. Είχες δίκιο που ήσουν εξαγριωμένος μαζί μου. Το καταλαβαίνω. Εγώ ήμουν ο άδικος.

Όχι μόνο άδικος.

Ήμουν και βέβηλος, ιερόσυλος. Ήμουν αμαρτωλός. Γιατί ευχόμουν να πεθάνεις. Το ευχόμουν αυτό μέρα και νύχτα για χρόνια. Κάθε φορά που επέστρεφες από τα ταξίδια σου, επέστρεφε στο σπίτι και η δυστυχία. Γιατί δεν σκοτωνόσουν σε ένα τροχαίο; αναρωτιόμουν, κάθε φορά που γύριζες ακμαίος και θαλερός. Τόσοι άνθρωποι χάνουν κάθε μέρα τη ζωή τους. Δεν μπορούσες να το πάθεις κι εσύ μια φορά;

Όχι, δεν μπορούσες να το πάθεις. Επέστρεφες στο σπίτι ακμαίος και αλαζόνας και  με ποδοπατούσες.

Μερικές φορές, θυμάμαι, με έπιανε ένας παράλογος φόβος, φοβόμουν πως θα πέθαινα πρώτος εγώ. Θα ήταν πολύ άδικο κάτι τέτοιο όμως, δεν θα ήταν; Οι γονείς είναι αυτοί που πεθαίνουν πρώτοι, όχι τα παιδιά. Οι γονείς πεθαίνουν και τα παιδιά τούς θάβουν, έτσι είναι το σωστό. Υπάρχει και κάποια δικαιοσύνη σ’ αυτή τη σειρά των πραγμάτων. Ιδίως για τα κακοποιημένα παιδιά.

Πέθανες τελικά, όταν ήταν πια αργά, όταν είχα σταματήσει να το περιμένω. Σχεδόν είχα συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα γερνούσαμε μαζί.

Πέθανες τελικά.

Πίστευα πως αυτό θα με ελευθέρωνε, ήμουν πενήντα τριών χρονών, είχα ακόμα κάποια χρόνια μπροστά μου που μπορούσα να τα ζήσω καλά.

Έτσι νόμιζα δηλαδή.

Η μητέρα είχε ήδη πεθάνει. Ήμουν κοντά της όλο τον καιρό που την έλιωνε η αρρώστια. Τη φρόντισα όσο καλύτερα μπορούσα. Για σένα αποφεύγαμε να μιλάμε. Εσύ ήσουν ένας απών. Μοιχός βέβαια, αυτό το ξέραμε στην οικογένεια. Κατά συρροήν μοιχός. Η μητέρα βαρέθηκε στο τέλος τα καμώματά σου, ζήτησε διαζύγιο. Πέθανε στα χέρια μου. Εσύ απών.

Αλλά ο κόσμος δεν τα ήξερε αυτά. Σε θαύμαζε, ήσουν σπουδαίος έξω από το σπίτι, σημαντικός. Ήσουν ένα σεβαστό πρόσωπο, ο Κυβερνήτης της Πολιτείας. 

Στο σπίτι βασίλευε η δυστυχία. Ή μήπως ήμουν μόνο εγώ δυστυχισμένος;

Ο Κρόνος έτρωγε τα παιδιά του, έτσι ήταν ήσυχος, όλη η εξουσία δική του. Μετά ένας γιος του τον έστειλε στα Τάρταρα κι έγινε αυτός ο αρχηγός. Εσύ έμεινες Κρόνος ως το τέλος. Κάθε μέρα με κατασπάραζες, μέχρι που ήρθε ο θάνατος και σε πήρε και ησύχασα.

Έτσι νόμιζα δηλαδή.

Κατασπαραγμένος βγήκα στην πολιτική και - δεν το περίμενες ε; - τα κατάφερα. Είχα την έξωθεν καλή μαρτυρία. Με αγαπούσαν οι πολίτες. Φρόντιζα γι’ αυτούς.

Εσύ πάλι ό,τι έκανα το κατέκρινες. Είχες πάρει το τσεκούρι και έδινες άγριες τσεκουριές στο δέντρο που είχε φυτρώσει πλάι σου. Κι εγώ, αντί να σε σκοτώσω, αγωνιζόμουν να σου αποδείξω την αξία μου. Ήμουν καλός πολιτικός, όλοι στην Πολιτεία το αναγνώριζαν –εκτός από σένα φυσικά. Γιατί νομίζεις ήμουν τόσο καλός; Για σένα το έκανα, μόνο για σένα. Είχα τόσο μεγάλη ανάγκη τον έπαινό σου, την επιδοκιμασία σου. Αλλά αντί γι’ αυτά, έπεφταν οι τσεκουριές.

Έπρεπε να σε σκοτώσω, όταν ακόμα ήταν καιρός.

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, τι έφταιγε η Νάταλι, μια άσχετη ήταν, δεν είχε καμιά δουλειά ανάμεσά μας αυτή. Αλλά, όταν τη σκότωσα, εσύ είχες πεθάνει και πώς θα γινόταν, δεν μπορούσα να σου πάρω τη ζωή για δεύτερη φορά. Εξάλλου, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, βρίσκω πως αυτή η εκδίκησή μου είναι η καλύτερη δυνατή. Θα συμφωνούσες κι εσύ, αν ζούσες, είμαι βέβαιος.

Σε θάψαμε δίπλα στη μητέρα.

Ύστερα έκανα το λάθος και μετακόμισα στο σπίτι σου, στο σπίτι μας. Εκεί που μεγάλωσα με σένα από πάνω μου πολυόμματο δράκο. Είχε κακή ενέργεια αυτό το πατρικό σπίτι, με δηλητηρίασε.

Δεν το κατάλαβα αμέσως.

Τον πρώτο καιρό ένιωθα, πως να το πω, κάπως σαν νικητής. Εσύ νεκρός, κάτω απ’ το χώμα κι εγώ ζωντανός, αφέντης του σπιτιού. Η ζωή απλωνόταν μπροστά μου χωρίς εμπόδια πια. Ελεύθερος, ήμουν ελεύθερος! Μπορούσα να κάνω τα πάντα. Ήμουν γερός, είχα γνώσεις, είχα ικανότητες, μια όμορφη γυναίκα που με λάτρευε κι ένα κόσμο που με θαύμαζε και με εμπιστευόταν. Η ζωή με περίμενε. Κι εγώ θα μεγαλουργούσα τώρα που εσύ ήσουν μέσα στη γη.

Ελεύθερος! Τι παράξενη, πρωτόγνωρη αίσθηση...

Δοκίμασα κι εγώ να γίνω Κυβερνήτης κάποτε, ακόμα ζούσες εσύ. Δεν τα κατάφερα, ήρθα τρίτος. Έτσι εσύ παρέμενες ο μέγας Κρόνος κι εγώ ένα κομματιασμένο βρέφος που χωνευόταν στην κοιλιά σου.

Αλλά τώρα, χωρίς εσένα, όλα θα ήταν διαφορετικά.

Ήμουν καλός, πολύ καλός στο πόστο μου. Με αγαπούσαν οι πολίτες. Φρόντισα να προωθήσω νόμους που προστάτευαν τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας. Καταλαβαίνεις βέβαια γιατί το έκανα. Όλα αυτά τα παιδιά που υποφέρουν στα χέρια βάναυσων γονέων. Είχα καθήκον να τα προστατέψω αυτά τα παιδιά.

Αλλά Κυβερνήτης δεν έγινα. Δεν μπόρεσα να σε εκτοπίσω. Κι εσύ θριαμβολογούσες και με ταπείνωνες. Με διέλυσε αυτό.

Άντεχα ωστόσο.

Θυμάσαι εκείνο το γράμμα που μου έστειλες κάποτε; Τότε δεν άντεξα, έβαλα τα κλάματα σαν μικρό παιδί. Έκλαιγα για μέρες.
Με παρηγορούσε η γυναίκα μου, μου έλεγε πως μ’ αγαπάς, αλλά δεν ξέρεις πώς να μου το πεις.

Η αγάπη έχει πολλές μορφές, ναι, το καταλαβαίνω. Ειδικά τώρα που είμαι ισοβίτης για το φόνο της Νάταλι. Έχω όλον τον καιρό να τα σκεφτώ αυτά τα πράγματα.

Η αγάπη μεταξύ μας ήταν ένα πολύ άγριο πράγμα. Τη φοβήθηκα.

Ξέρω πως, αν πέθαινα, ενώ εσύ ακόμα ζούσες, θα πονούσες πολύ. Με αγαπούσες χωρίς καμιά αμφιβολία. Με αγαπούσες με το δικό σου τρόπο, με μια αγάπη αποκρουστική.

Αλλά δεν πέθανα εγώ, πέθανες εσύ.

Κι έτσι μετακόμισα στο πατρικό μας σπίτι κι ένιωθα μια παράξενη συγκίνηση, μια θλιμμένη ευφορία. Από τη μια εσύ είχες πάψει να υπάρχεις, από την άλλη εγώ έπαιρνα τώρα τη θέση σου, συνέχιζα το έργο σου.

Ακόμα τότε στην Πολιτεία με σέβονταν οι πολίτες. Ήμουν ο άξιος συνεχιστής σου.

Ίσως, αν καταλάβαινα νωρίτερα τι συνέβαινε, αν έφευγα από το σπίτι με τα πρώτα κακά σημάδια... αλλά πάλι δεν είμαι σίγουρος.

Μπορεί να μην έφταιγε το σπίτι, μπορεί να έφταιγε που πέθανες, δεν ξέρω.

Όμως κάποια στιγμή άρχισα να το νιώθω αυτό, αυτή την κακή ενέργεια που με διαπότιζε αργά και ύπουλα.

Κάτι μέσα μου άνοιξε και βγήκαν αποκεί περίεργες τάσεις και ορμές.

 Άτομα εθισμένα στο σεξ και το αλκοόλ
Άτομα με εξάρτηση από το σεξ (sex addicted) έχουν μια αίσθηση ευφορίας πέρα από τα όρια που αναφέρουν οι φυσιολογικοί άνθρωποι. Οι εξαρτημένοι από το σεξ χρησιμοποιούν τη σεξουαλική δραστηριότητα αναζητώντας την ευχαρίστηση, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν δυσάρεστα συναισθήματα ή αντιδρώντας σε εξωτερικούς στρεσογόνους παράγοντες, όπως είναι πχ οι δυσκολίες στη δουλειά ή διαπροσωπικά προβλήματα. Συνήθως προέρχονται από δυσλειτουργικές οικογένειες.
Άτομα εθισμένα στο αλκοόλ καταφεύγουν σ’ αυτό με στόχο τη μείωση του στρες, την ανακούφιση από την πλήξη, την ευχάριστη αίσθηση, την αντιμετώπιση αρνητικών συναισθημάτων ή καταστάσεων. Πολλές ψυχολογικές διαταραχές, όπως πχ κατάθλιψη και άγχος, συνυπάρχουν με τον εθισμό. Με το αλκοόλ ανακουφίζουν προσωρινά τα δυσάρεστα συμπτώματα αυτών των διαταραχών.
Και στις δύο περιπτώσεις η ευχαρίστηση δίνει σύντομα τη θέση της  στην ενοχή και τις τύψεις και το άτομο δίνει υποσχέσεις για αλλαγή.


Πόρνες.
Ξέρεις εσύ από αυτά.

Και πιοτό.

Μαζί και τα δύο με διέλυσαν.

Η γυναίκα μου έκανε υπομονή στην αρχή, μετά δεν άντεξε. Χωρίσαμε.

Καθόμουν μόνος στο σπίτι κι έπινα, μέχρι να πέσω κάτω αναίσθητος. Την άλλη μέρα συνέχιζα.

Είχα χάσει τελείως το πρόσωπό μου εκείνη την εποχή. Νόμιζα πως ήμουν εσύ. Είχα γίνει εσύ. Ήθελα να με φωνάζουν με το όνομά σου.

Οι πόρνες έκαναν παρέλαση στο σπίτι. Τις έπαιρνα δυο-δυο, καμιά φορά και περισσότερες. Πίναμε και τις έβαζα να κάνουν πράγματα μεταξύ τους, μετά τις έβαζα να μου κάνουν εμένα.
Ξέρεις πού τις πηδούσα; Στο κρεβάτι σου. Είχε μια παράξενη ηδονή αυτό. Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς, γιατί με ερέθιζε τόσο να πηδάω τις πόρνες στο κρεβάτι σου. Είχα μια αίσθηση νικητή εκείνες τις στιγμές. Γλυκόπικρη αίσθηση αλλά βαθιά διεγερτική. Πολλές φορές, καθώς εισχωρούσα βίαια στη γονατισμένη γυναίκα, ερχόσουν στο μυαλό μου εσύ, με κοίταζες με το απορριπτικό σου βλέμμα και κάτι μαύρο και άγριο ένιωθα να με περιλούζει. Γινόμουν τότε ασυγκράτητος, η γυναίκα φώναζε, παραπονιόταν ότι την πονούσα. Κι εγώ βυθιζόμουν σε μια απίστευτη ηδονή.

Εκείνες τις στιγμές δεν ήμουν εγώ, ήσουν εσύ που πηδούσες τις πόρνες στο κρεβάτι σου.

Θα σου φανεί ίσως παράξενο, αλλά τότε ένιωθα  ευτυχισμένος. Όχι, δεν είναι σωστή αυτή η λέξη. Ένιωθα όμορφα, ένιωθα καλά. Ένιωθα πολύ καλά.

Την άλλη μέρα ξεμέθυστος τριγυρνούσα στο σπίτι, έμπαινα σε όλα τα δωμάτια, έρχονταν εικόνες από το παρελθόν, τα λόγια σου, το απορριπτικό σου βλέμμα, η περιφρόνησή σου. Ήθελα τόσο πολύ να σε μισήσω, αλλά δεν μπορούσα.

Έχει πολλές μορφές η αγάπη. Η δική μου έχει τη μορφή του πόνου.

Προσπάθησα να διατηρήσω αυτή την αίσθηση του νικητή, όμως κάθε μέρα και λιγότερο το ένιωθα αυτό. Το πιοτό με βοηθούσε. Όποτε έπινα, ένιωθα καλά, ένιωθα νικητής.

Κάθε μέρα η δόση αύξαινε. Σε αλκοόλ και σε πόρνες. Και κάθε μέρα η αίσθηση του νικητή λιγόστευε. Κατάντησα να είμαι μεθυσμένος όλη μέρα.

Οι πολίτες μού γύρισαν την πλάτη, ήμουν πια ένας αποτυχημένος, όπως ακριβώς με ήθελες. Έγινα, αυτό που τόσο πολύ επιθυμούσες. Μακάρι να ζούσες και να το έβλεπες.

Τη Νάταλι τη γνώρισα τυχαία, καλή κοπέλα και με φιλοδοξίες. Για λίγο καιρό κάτι έπαιξε ανάμεσά μας, πήγα να ορθοποδήσω, να ξαναγίνω αυτό που ήμουν. Έπινα λιγότερο και σταμάτησα να πηδάω πόρνες.

Έκανα σχέδια τότε. Θα παντρευόμουν τη Νάταλι και όλα θα έμπαιναν πάλι σε σειρά. Θα ξαναγύριζα στην πολιτική, είχα πράγματα να κάνω, είχα πρόγραμμα, είχα ακόμα την έξωθεν καλή μαρτυρία. Είχα και το όνομα. Ναι, κυρίως αυτό. Το όνομα της οικογένειας. Οι πολίτες δεν το είχαν ξεχάσει, περίμεναν από μένα.

Μετά μια μέρα τσακώθηκα με τη Νάταλι, είχα πιει λίγο παραπάνω, αυτή ήθελε να μείνω εκείνο το βράδυ στο σπίτι της, εγώ ήθελα να φύγω, είχα κανονίσει να πάω σ’ ένα μπαρ και δεν μπορούσε αυτή να μου λέει τι να κάνω και τι όχι, τσακωθήκαμε άσχημα και τη χτύπησα.

Έβγαλε ασφαλιστικά μέτρα εναντίον μου.

Το φαντάζεσαι; Εγώ που προώθησα το νόμο κατά της ενδοοικογενειακής βίας, εγώ ο ίδιος τον παραβίασα. Το δικό μου νόμο.


Ψύχωση- παραληρητικές ιδέες
Η παραληρητική ιδέα είναι ένα βασικό σύμπτωμα έντονης ψυχωσικής κατάστασης.
Το άτομο αναπτύσσει μια προσωπική φαντασίωση που  τη θεωρεί αληθινή, ενώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Φαντάζεται ότι κάποιοι το επικρίνουν άδικα ή το απειλούν ή θέλουν το κακό του και νιώθει ότι κινδυνεύει. Έχει έντονη καχυποψία και αίσθημα ανασφάλειας.
Στην παραληρητική διαταραχή υπάρχει συνήθως ιστορικό συναισθηματικής ή σωματικής κακοποίησης. Το άτομο πιστεύει ότι το περιβάλλον είναι εχθρικό και επικίνδυνο, επειδή έχει λάβει μια ανατροφή υπερβολικά απαιτητική ή τελειοθηρική, κατά την οποία δεν μπορεί να αναπτυχθεί η βασική εμπιστοσύνη.


Συμβαίνουν αυτές οι μετατοπίσεις.

Αλλά, πώς αλλιώς θα γινόταν, αφού σε αγαπούσα; Δεν μπορούσα να σου κάνω κακό έτσι κι αλλιώς, εσύ ήσουν απών.

Η Νάταλι σήκωσε λοιπόν όλο το βάρος. Πήρε τη θέση σου και όλη μου η οργή, όλη η οργή που φύλαγα χρόνια για σένα, ξέσπασε πάνω της. Ένιωσα απίστευτο θυμό εναντίον της.

Οι ψηφοφόροι μου απογοητεύτηκαν. Δεν είχα πια καμιά ελπίδα για πολιτική καριέρα. Πώς ήταν δυνατό εγώ που είχα φροντίσει να ψηφιστούν νόμοι κατά της ενδοοικογενειακής βίας, να δέρνω τη μέλλουσα γυναίκα μου;

Αλήθεια, πώς ήταν δυνατό;

Έφταιγε βέβαια το πιοτό, εντάξει. Αλλά να ήταν μόνο αυτό; Γιατί χτύπησα εκείνο το βράδυ τη Νάταλι; Γιατί τυφλώθηκα τόσο από το θυμό μου για μια ασήμαντη αιτία; Τι ήταν αυτό που βγήκε από μέσα μου ασυγκράτητο και παρέλυσε τη λογική μου;

Η Νάταλι σήκωσε τελικά όλο το βάρος. Σ’ αυτήν τα έριξα όλα. Αυτή ήταν η αιτία της κατάπτωσής μου, η αιτία του εξευτελισμού μου. Αυτή ήταν η αιτία της καταστροφής μου, της αποτυχίας μου. Αυτή διέλυσε την πολιτική μου σταδιοδρομία. Αυτή σπίλωσε το οικογενειακό μας όνομα με τα ασφαλιστικά μέτρα που έβγαλε εναντίον μου. Αυτή έφταιγε για όλα.

Εννοείται ότι δεν με εμπόδισαν τα ασφαλιστικά μέτρα. Την παρακολουθούσα από μακριά, ήξερα πού πήγαινε, τι έκανε, ήξερα το καθημερινό της πρόγραμμα καταλεπτώς. Ένιωθα το φόβο της, κάθε φορά που με έβλεπε.

Τη μισούσα.


Φρόιντ, «φόνος του πατέρα»
Ο Φρόιντ  ονομάζει την ηλικία των 3-6 χρόνων του αγοριού «φαλλικό στάδιο». Το αγόρι αναπτύσσει ερωτικά συναισθήματα για τη μητέρα του και θεωρεί τον πατέρα του ανταγωνιστή, προς τον οποίο αισθάνεται φθόνο και επιθετικότητα («φόνος του πατέρα»).
Σε μια οικογένεια που λειτουργεί ομαλά το στάδιο αυτό θα ξεπεραστεί αργότερα, αν και ίχνη του θα παραμείνουν στον υποσυνείδητο του αγοριού. Το αγόρι θα ταυτιστεί στη συνέχεια με τον πατέρα και θα στρέψει το ενδιαφέρον του στα κορίτσια της ηλικίας του.
Αν όμως η οικογένεια είναι δυσλειτουργική, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα θα υποστεί διαστρέβλωση και θα εμφανιστούν ποικίλες αποκλίσεις και νευρώσεις.

Τη σκότωσα ένα πρωί που πήγαινε στη δουλειά της. Την πυροβόλησα και τη σκότωσα. Ύστερα μπήκα στο αυτοκίνητό μου κι έφυγα.

Ταξίδεψα δυο ώρες. Πρέπει να έκλαιγα, όμως δεν είμαι σίγουρος. Παραμιλούσα, αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς τι έλεγα. Μιλούσα σε σένα και στη μητέρα. Νομίζω πως σας έλεγα πόσο σας αγαπώ και ζητούσα να με συχωρέσετε, είχα ντροπιάσει το όνομά μας. Κυρίως τη δική σου υπόληψη, πατέρα.

Αποδείχτηκα άχρηστος γιος, όπως ακριβώς έλεγες. Πόσο δίκιο είχες...

Όταν έφτασα στο κοιμητήριο, είχα βγάλει την απόφασή μου. Θα πέθαινα μπροστά στους τάφους σας, θα έκοβα τις φλέβες μου και θα ράντιζα με το αίμα μου τις μαρμάρινες πλάκες των τάφων σας. Κάτι σαν θυσία δηλαδή στο θεό Κρόνο.

Θα ήταν ένα ωραίο τέλος για το γιο σας. Μια ιερή ένωση με ιερέα το Θάνατο.

Έβγαλα το μαχαίρι από την τσέπη μου, γονάτισα μπροστά στους τάφους σας και έκοψα τις φλέβες μου.

Ευτυχία.

Ναι, εδώ ταιριάζει αυτή η λέξη.

Το αίμα μου έσταξε στα μάρμαρα, τι όμορφο αλήθεια...

Πόσο σας αγαπούσα εκείνη τη στιγμή...

Έκλαιγα και παραμιλούσα, αλλά δεν έχει σημασία, ήμουν απελπισμένος κι ευτυχισμένος.

Απόσπασμα από το γράμμα του πατέρα:
Μακάρι να σε λυπηθεί ο Θεός...
Δεν έχεις οικογένεια...
Θα ξυπνήσεις ένα πρωί και θα είσαι ολομόναχος...
Δεν υπάρχεις...

Εδώ στη φυλακή έχω το χρόνο να σκεφτώ πολλά. Θα σκέφτομαι, μέχρι να πεθάνω. Δεν έχω εξάλλου και τίποτε άλλο να κάνω.

Η Νάταλι... είναι ένα βάρος στη συνείδησή μου, αλλά δεν τη σκέφτομαι πολύ συχνά.

Τη μητέρα... αυτήν τη σκέφτομαι πολλές φορές.

Μα πιο πολύ σκέφτομαι εσένα, πατέρα.

Ντρέπομαι πολύ που εξευτέλισα τόσο το όνομά σου.

Το εξευτέλισα, πατέρα, το έκανα σκουπίδι, το κουρέλιασα.

Σου άξιζε μια τέτοια τιμωρία.

Σ’ αγαπώ.











































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου