Σελίδες

5/9/16

Το πανηγύρι της ζωής και οι ηλικιωμένοι






Οι γέροι βαριούνται τα πολλά-πολλά, δεν τους αρέσουν τα σουλάτσα και οι συναναστροφές, η φασαρία και το πήγαιν’ έλα, οι φωνές, τα τραγούδια και οι διασκεδάσεις και οι γιορτές και οι κάθε είδους κοινωνικές εκδηλώσεις.

Οι νεότεροι το εξηγούν αυτό πολύ εύκολα: γέροι είναι, έχουν χάσει τα κουράγια και τη δύναμή τους, αυτοί τώρα χρειάζονται ανάπαυση και ησυχία και να παίρνουν τα φάρμακά τους τακτικά.

Σωστή εξήγηση αυτή, αν πρόκειται για γέροντες που δεν μπορούν να σύρουν τα πόδια τους, αν και νομίζω ότι ακόμα κι αν μπορούσαν να τα σύρουν, πάλι αδιάφοροι θα ήταν για όλη αυτή τη χαρούμενη φασαρία των νέων.

Το ίδιο αδιάφοροι πάντως είναι και οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας που είναι μια χαρά στην υγεία τους. Συνήθως προτιμούν την ησυχία του σπιτιού τους και την καθημερινότητά τους και αποφεύγουν τα πολλά νταβαντούρια. Λίγους, ελάχιστους θα δει κανείς να τρέχουν σε συναυλίες ή να χοροπηδούν στις πίστες των νυχτερινών κέντρων ή να τα πίνουν σε κανένα μπαρ με την παρέα τους. Λίγοι σουλατσάρουν πάνω κάτω στους δρόμους, μπαινοβγαίνουν στα εμπορικά μαγαζιά και ψωνίζουν, πίνουν τον καφέ τους στις καφετέριες, ξενυχτάνε στα ξενυχτάδικα.

Η συντριπτική πλειοψηφία που κυκλοφορεί έξω στους δρόμους και στα μαγαζιά είναι οι νεότεροι, οι νέοι, οι πολύ νέοι, οι λίγο μεγαλύτεροι ή, για να το πω αλλιώς, αυτοί που ανήκουν στην αναπαραγωγική ηλικία και αυτό δεν είναι καθόλου συμπτωματικό.

Δεν είναι βέβαια άφαντοι και οι ηλικιωμένοι. Παρόντες είναι και αυτοί αλλά σε μικρό ή σε ελάχιστο ποσοστό.

Καθώς έχω περάσει πλέον στις τάξεις των τελευταίων, παρατηρώ ότι κι εγώ κάνω το ίδιο: αποφεύγω τα πολλά-πολλά, βρίσκω ότι μου είναι αδιάφορα ή πληκτικά και χωρίς νόημα, συχνά κουραστικά, με την έννοια ότι δεν περνά η ώρα να σηκωθούμε να φύγουμε επιτέλους να πάμε στα σπίτια μας και στη βολή μας.

Το πράγμα διευρύνεται, όταν πρόκειται για καλλιτεχνική δημιουργία. Τα περισσότερα από τα καλλιτεχνικά έργα, είτε έρχονται απέξω είτε είναι ελληνικά,  μού φέρνουν πλήξη, ενώ παρατηρώ ότι ενθουσιάζουν τους νεότερους. Εκεί που εγώ βλέπω μια επίμονη επανάληψη παλαιότερων μοτίβων, οι νέοι βλέπουν πρωτοτυπία. Μασημένα θέματα, ιδέες χιλιοειπωμένες τούς προκαλούν τον θαυμασμό, ενώ εμένα μού φέρνουν χασμουρητά. Εφετζίδικα καλλιτεχνικά δρώμενα με κρότους, φωνές, κραυγές και τούμπες αφήνουν τους νεότερους έκθαμβους, εμένα απλώς με εκνευρίζουν.

Λογικό είναι.

Οι νεότεροι έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με τις ιδέες και την τέχνη, επόμενο είναι να ενθουσιάζονται εύκολα. Γι’ αυτούς όλα τούτα είναι πρωτόφαντα πράγματα. Από τα παραμύθια και τα κόμικ περνούν ξαφνικά στον κόσμο των μεγάλων και στην τέχνη τους. Θαμπώνονται, χαίρονται, ενθουσιάζονται, απολαμβάνουν.

Αυτός ο νέος κόσμος της τέχνης που ανοίγεται μπροστά τους τούς φαντάζει χωρίς όρια, απέραντος. Πρέπει να τον ανακαλύψουν και να τον χαρούν. Πείρα δεν έχουν ούτε ώριμο αισθητήριο. Βασίζονται στους μεγαλύτερους και στην κρίση τους. Ό,τι πουν εκείνοι, αυτό είναι το σωστό. Άποψη προσωπική δεν έχουν. Δεν μπορούν να έχουν. Είναι ακόμα νωρίς.

Μεγαλώνοντας αποχτούν σιγά-σιγά το προσωπικό τους γούστο, αλλά είναι πάντα ανοιχτοί στο καινούργιο, το εντυπωσιακό, το φανταχτερό. Η επίσημη κριτική είναι ο οδηγός τους. Δεν θα διανοηθούν ποτέ να αμφισβητήσουν ένα καλλιτεχνικό έργο που έχει δεχτεί διθυράμβους. Δεν μπορούν να το κάνουν. Νιώθουν ακόμα πολύ ανώριμοι για κάτι τέτοιο. Και έχουν δίκιο.

Όταν θα είναι έτοιμοι να ασκήσουν τη δική τους προσωπική κριτική, χωρίς να επηρεάζονται από τους διθυράμβους, όταν το καλλιτεχνικό έργο, με το οποίο έρχονται σε επαφή, τούς προκαλεί γνήσια προσωπικά συναισθήματα και όχι υπαγορευμένα από άλλους, τότε πια δεν είναι νέοι.
Καταλαγιασμένοι, έμπειροι, με γνώση πλέον και κρίση μπορούν να έχουν τη δική τους προσωπική άποψη, να απορρίψουν ή να λατρέψουν ένα καλλιτεχνικό έργο.

Τότε όμως είναι που έχουν αρχίσει να βαριούνται τα πολλά-πολλά. Κατά ένα διαβολικό τρόπο, φτάνοντας στην πνευματική ωριμότητα έχουν φτάσει συγχρόνως και στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας.

Θυμάμαι πόσο τυφλά ακολουθούσα την άποψη των μεγαλύτερων στα θέματα αυτά, όταν ήμουν νέα. Καμιά αντίρρηση, καμιά ένσταση. Αφού έτσι έλεγαν οι μεγάλοι, έτσι ήταν. Κι αν το καλλιτεχνικό έργο δεν μου προκαλούσε αισθητική απόλαυση, το πρόβλημα ήταν δικό μου. Ήμουν ακόμα ακατέργαστη κι έπρεπε να προσπαθήσω κι άλλο, έπρεπε να ωριμάσω. Και έκανα πολύ καλά.

Μια από τις πρώτες μου ενστάσεις ήταν, όταν πήγα να δω στον κινηματογράφο μια ελληνική ταινία που πια όλοι τη δόξαζαν με μεγαλειώδεις κριτικές. Την παρακολούθησα υπομονετικά μέσα σε βαθιά βαρεμάρα και, όταν τέλειωσε, σηκώθηκα από τη θέση μου απογοητευμένη. Είχα δει μια σαχλή ταινία και ήμουν βέβαιη γι’ αυτό. Στην έξοδο κάποιες νεαρές κυρίες έλεγαν σιγανά μεταξύ τους πόσο εκπληκτική ήταν η ταινία. Είχαν μείνει έκθαμβες.

Τότε πήρα το πρώτο μου μάθημα: η επίσημη κριτική κάνει συχνά μπαγαποντιές και ο κόσμος παρασύρεται, γιατί δεν έχει εμπιστοσύνη στο κριτήριό του.

Μεγαλώνοντας κι άλλο έμαθα να στηρίζομαι στη δική μου προσωπική κρίση και επίσης έμαθα να έχω τις επιφυλάξεις μου απέναντι στη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή. Αντίθετα μπορούσα ανεπιφύλαχτα να χαρώ την κλασική τέχνη σε όλες της τις μορφές. Αυτή είχε περάσει από κόσκινα αιώνων, ήταν αυθεντική.

Μεγαλώνοντας κι άλλο είδα ότι είχα γίνει πολύ επιλεκτική, αλλά το ίδιο επιλεκτικοί είχαν γίνει και οι συνομήλικοι φίλοι μου. Δεν ήταν τυχαίο. Είχαμε δει πολλά, είχαμε διαβάσει πολλά, δεν μπορούσε πια να μας ενθουσιάσει το κοινότοπο, το μέτριο, το χιλιοειπωμένο.

Τώρα, ως μέλη της μεγάλης πληθυσμιακής ομάδας των ατόμων της τρίτης ηλικίας, είμαστε απόλυτα ψύχραιμοι και συχνά απαθείς. Δεν εκστασιαζόμαστε εύκολα όπως παλιότερα και όπως κάνουν σήμερα οι νεότεροι. Τα ξέρουμε, τα έχουμε ζήσει, τα έχουμε συζητήσει, τα έχουμε αναλύσει, τα έχουμε κάνει φύλλο και φτερό. Πάμε παρακάτω. Υπάρχει τίποτε ενδιαφέρον, τίποτε καινούργιο; Αν όχι, αφήστε μας ήσυχους. Δεν θα κλωθογυρίζουμε γύρω-γύρω στα ίδια και τα ίδια. Και όχι, στην παγίδα του εφετζίδικου δεν πέφτουμε τώρα πια. Θα ήμασταν κατάπτυστοι, αν κάναμε κάτι τέτοιο.

Αυτό που συμβαίνει με την καλλιτεχνική παραγωγή συμβαίνει επίσης και σε όλους τους τομείς της ζωής, σε όλες της τις εκδηλώσεις.

Φτάνοντας κανείς στην τρίτη ηλικία τα έχει όλα ζήσει και μάλιστα πολλές φορές. Έχει βολτάρει, έχει ταξιδέψει, έχει ξενυχτήσει, έχει χορέψει, έχει μεθύσει, έχει ερωτευτεί πολλές φορές. Αν είναι γυναίκα, έχει φορέσει αμέτρητα φουστάνια. Έχει ψωνίσει αμέτρητα περιττά, φανταχτερά προϊόντα, κοσμήματα, φουλάρια, αρώματα, καλλυντικά. Έχει χαρεί τον εαυτό της αμέτρητες φορές στους καθρέφτες και στο βλέμμα των άλλων. Έχει φλερτάρει αμέτρητες φορές και έχει ανταλλάξει αμέτρητες σαχλαμάρες με τους άντρες που της άρεσαν.

Ένας μέσος άνθρωπος της τρίτης ηλικίας τα έχει ζήσει όλα αυτά, τα έχει χαρεί, τα έχει χορτάσει. Και τα έχει βαρεθεί. Καθώς μάλιστα οι αναπαραγωγικές ορμόνες του έχουν ελαττωθεί, δεν έχει και κανένα εσωτερικό κίνητρο για να συνεχίσει να χοροπηδά ενθουσιασμένος σε πίστες και σε συναυλίες.

Η φράση «βράζει το αίμα των νέων» είναι χαρακτηριστική: δεν βράζει βέβαια το αίμα τους, βράζουν οι αναπαραγωγικές τους ορμόνες που τους υποχρεώνουν να συμμετέχουν σ’ αυτό το καθημερινό πανηγύρι του πήγαιν’ έλα, των συναναστροφών, των ζωηρών και ατέρμονων συζητήσεων περί πάντων – καθώς τα πάντα χρήζουν ακόμα διερεύνησης στο νεανικό και άγραφο μυαλό τους- του καλλωπισμού για να κινήσουν το ενδιαφέρον του άλλου φύλου, της ματαιοδοξίας, της αίσθησης ότι είναι το κέντρο του κόσμου.

Οι νέοι επίσης είναι αυτοί που παράγουν έργο, όχι μόνο γιατί είναι νέοι και με ακμαίες σωματικές δυνάμεις, αλλά επειδή δεν μπορούν να καθίσουν με σταυρωμένα χέρια και να γίνουν απλώς παρατηρητές. Η ίδια η φύση τούς σηκώνει από την καρέκλα και τους σπρώχνει έξω από το σπίτι. Οι νέοι πρέπει να δράσουν, επειδή η δράση είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ηλικίας τους. Συγχρόνως, μέσω της δράσης μαθαίνουν συνέχεια καινούργια πράγματα.

Όσοι είναι εκτός αναπαραγωγικής ηλικίας, ακόμα και αν έχουν ακμαίες δυνάμεις, δεν τις σπαταλούν σε άσκοπες δραστηριότητες. Δεν πετάγονται ξαφνικά στις έντεκα τη νύχτα από τον καναπέ για να βγουν έξω να συναντήσουν τους φίλους τους και να πιουν ένα ποτό μαζί τους. Δεν χαραμίζουν το απόγευμά τους μπαινοβγαίνοντας σε μαγαζιά και αγοράζοντας πραγματάκια που θεωρούν περιττά. Δεν σουλατσάρουν στους δρόμους με πειράγματα και γελάκια. Αν θέλουν να διασκεδάσουν, επιλέγουν προσεκτικά πού θα πάνε, γιατί απαιτούν να περάσουν καλά, δεν είναι χύμα, όπως οι νέοι.

Κυρίως όμως, μετά από δεκαετίες στο πανηγύρι της ζωής, ξέρουν αυτό που οι νέοι δεν ξέρουν ακόμα: ότι όλα τούτα είναι μια καλοστημένη μπλόφα για να συνεχιστεί αυτό το πανηγύρι και ότι πίσω από το φανταχτερό σκηνικό δεν υπάρχει τίποτα.

Με αυτή τη σοφία εφοδιασμένοι και με τον κορεσμό που αναπόφευκτα έρχεται κάποια στιγμή, οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας προτιμούν να απολαμβάνουν την ησυχία τους. Κατανοούν την τρελή επιθυμία των νέων να ζήσουν έντονα την κάθε στιγμή της ζωής τους, αλλά δεν θέλουν να συμμετέχουν σ’ αυτό. Το έχουν βαρεθεί.

Η γνωστή φράση «να’ ταν τα νιάτα δυο φορές» έχει νόημα, αν τη συμπληρώσουμε: « και το μυαλό μας φρέσκο», δηλαδή χωρίς τον κορεσμό που αποχτήσαμε εν τω μεταξύ.

Σημειολογικά θα ήθελα ακόμα να προσθέσω τα εξής:

Πρώτον, πόσο λίγο η τέχνη ασχολείται με την τρίτη και την τέταρτη ηλικία. Πλην πολύ λίγων εξαιρέσεων, η τέχνη σε όλες τις μορφές της έχει ως αντικείμενο τη νεότητα, αυτή είναι η πρωταγωνίστρια και γύρω από αυτήν ως περίπου κομπάρσοι ή σε δευτερεύοντες και τριτεύοντες ρόλους περιφέρονται και οι ηλικιωμένοι που κατά κανόνα δεν έχουν καμιά προσωπική γοητεία, είναι συχνά ανήμποροι, άρρωστοι και αρκετές φορές πεθαίνουν – όχι για να συγκινηθεί το κοινό, αλλά για να δούμε τον αντίχτυπο του θανάτου τους στον νεαρό πρωταγωνιστή.

Αυτή η άνιση μεταχείριση οφείλεται α) στο γεγονός ότι ο δημιουργός είναι κι αυτός νέος και τον απασχολούν τα προβλήματα των νέων και όχι των γερόντων και β) το κοινό, στο οποίο απευθύνεται το καλλιτεχνικό έργο είναι κατά κανόνα νεανικό, εφόσον οι περισσότεροι ηλικιωμένοι απέχουν από βαρεμάρα, άρα πρέπει το συγκεκριμένο έργο να ασχοληθεί με όσα ενδιαφέρουν τους νέους.


Δεύτερον, παρατηρώ με πόση ευκολία οι δημοσιογράφοι χαρακτηρίζουν στις ειδήσεις ως ηλικιωμένα κάποια άτομα που είναι πχ εξήντα χρονών ή και λιγότερο, άτομα που στην καθημερινή ζωή είναι δραστήρια, εργάζονται ακόμα, παράγουν, συμμετέχουν σε πολλά, μερικά παντρεύονται μάλιστα και αποχτούν και παιδιά. Προφανώς δεν είναι ηλικιωμένα άτομα με την έννοια που έχει χαραχτεί στο μυαλό το δικό μας, είναι όμως ηλικιωμένα στο μυαλό των δημοσιογράφων που είναι τριαντάρηδες και έχουν άλλο μέτρο σύγκρισης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου