Σελίδες

1/6/15

"Ξενοδοχεία μικρά και ήσυχα..."






Ξενοδοχεία μικρά και ήσυχα
σε αφανείς γωνιές των δρόμων,
ο κύριος στη ρεσεψιόν
πάντα διακριτικός,
ποτέ ίσα στα μάτια δεν κοιτάζει,
γλιστρά η ταυτότητα απαλά στα χέρια του,
σας δίνει το κλειδί
και σκύβει στα βιβλία του
αδιάφορος,
ίσως βαριεστημένος
με τόσες καθημερινές
κρυφές επαναλήψεις.

Εσείς ωστόσο
έχετε μια ταραχή,
είναι που ξέρετε
ότι ελαφρά παρανομείτε
κι ακόμα και κυρίως ξέρετε
ότι σε λίγο
θα χαθείτε
μέσα σε κύματα παραφοράς.

Γι’ αυτό
με βήμα διακριτικό
να μην ακούγεται
τις σκάλες ανεβαίνετε
και σπάει τη μύτη σας
η μυρωδιά του απολυμαντικού,
μια μυρωδιά βαριά,
μάλλον δυσάρεστη
που όσο περνά ο καιρός,
σας γίνεται οικεία,
σχεδόν σας διεγείρει πια,
σας προετοιμάζει
για εκείνο που θα ζήσετε.

Ανοίγετε την πόρτα,
όλα είναι μισοσκότεινα και ήσυχα
και το μωσαϊκό βρεγμένο ακόμα,
άσπρες πετσέτες κρέμονται στο μπάνιο,
ένα μικρό τραπέζι,
δυο καρέκλες,
στο κομοδίνο ένα τασάκι,
στρωμένο το κρεβάτι
με λευκά σεντόνια
και οι γρίλιες στο παράθυρο γειρτές.

Βγάζετε το μπουκάλι από την τσέπη σας,
πίνετε
κι αγκαλιάζεστε,
ανακατεύονται το αλκοόλ κι οι ενδορφίνες
-αυτό εσείς το λέτε έρωτα,
αλλά δεν έχει σημασία,
όπως κι αν λέγεται είναι όμορφο,
είναι ακατανόητα υπέροχο,
ζωή που σπαρταρά μες τη ζωή-
να είστε, άνθρωποί μου, ευγνώμονες
που τέτοια ευτυχία σάς έχει χαριστεί.

Αργότερα
που κατεβαίνετε τις σκάλες
απόλυτη ερημιά στους διαδρόμους,
ο κύριος στη ρεσεψιόν
στέκεται πάντα απαθής,
βγαίνετε έξω
και σκοντάφτετε στον ήλιο,
όλα αναποδογυρίζουν,
αλλά εσείς είστε ακόμα
για λίγη έστω ώρα ευτυχισμένοι,
κανένα φως
όσο σκληρό κι αν είναι
δεν μπορεί
να σας ματώσει,
"αντίο", λέτε βιαστικά
και χάνεστε
μες τα στενά δρομάκια.

Ύστερα περπατώντας
ανάμεσα σε αγνώστους,
μέσα σε δρόμους θορυβώδεις
και πολύχρωμους
σιωπηρά προσεύχεστε.
"Σε ευχαριστώ, θεέ μου",
λέτε ταπεινά από μέσα σας
"που μες την άπειρη ευσπλαχνία σου
μας δίνεις ευκαιρίες
να εφοδιάσουμε το μέλλον μας
με κάποιες λίγες αναμνήσεις
αλλά τόσο δυνατές".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου