Εφτά
ερωτικά ποιήματα Ελλήνων ποιητών των ελληνιστικών και ελληνορωμαϊκών χρόνων.
Ένας
νεαρός φλερτάρει μια νοστιμούλα στον
δρόμο:
Ψιτ,
ομορφούλα,
στάσου
λίγο.
Ποιο
είναι το γλυκό σου όνομα;
Πού
συχνάζεις να σε βρω;
Θα
σου δώσω
ό,τι
θέλεις.
Γιατί
δεν μου μιλάς;
Πού
μένεις; Πες μου,
να
στείλω να σε φέρουν.
Έχεις
κανένα φίλο;
Γεια
σου, σοβαρή μου εσύ.
Μα
ούτε γεια δεν λες;
Αμ,
θα σε τριγυρίζω εγώ συνέχεια.
Ξέρω
να μαλακώνω και σκληρότερες καρδιές.
Και
τώρα
γεια
σου, κοπελιά μου.
Ἡ κομψή͵ μεῖνόν με. τί σοι καλὸν οὔνομα; ποῦ σε
ἔστιν ἰδεῖν; ὃ θέλεις͵ δώσομεν. οὐδὲ λαλεῖς;
ποῦ γίνῃ; πέμψω μετὰ σοῦ τινα. μή τις ἔχει σε;
ὦ σοβαρή͵ ὑγίαιν΄. οὐδ΄ Ὑγίαινε λέγεις;
καὶ πάλι καὶ πάλι σοι προσελεύσομαι·
οἶδα μαλάσσειν καὶ σοῦ σκληροτέρας. νῦν δ΄ ὑγίαινε͵ γύναι.
(Φιλόδημος, 140 – 40 ή 35 πΧ)
Ένας
άλλος νεαρός, μόλις είκοσι δύο χρονών, υποφέρει από έναν μάλλον ανεκπλήρωτο
έρωτα:
Δεν
είμαι ούτε εικοσιδυό χρονών
κι
έγινε βάρος η ζωή μου.
Αχ,
έρωτες, τι συμφορά με βρήκε;
Γιατί
μου ανάψατε φωτιές;
Κι
αν πάθω κάτι εγώ,
τι
κάνετε;
Ναι,
Έρωτες, εσείς
όπως
και πριν
θα
παίζετε τα ζάρια σας
αδιάφοροι.
οὐκ εἴμ᾽ οὐδ᾽ ἐτέων δύο κεἴκοσι καὶ κοπιῶ ζῶν·
ὤρωτες, τί κακὸν τοῦτο; τί με φλέγετε;
ἢν γὰρ ἐγώ τι πάθω τί ποιήσετε; δῆλον, Ἔρωτες,
ὡς τὸ πάρος παίξεσθ᾽ ἄφρονες ἀστραγάλοις.
(Ασκληπιάδης, γύρω στο 300 πΧ)
Η
Νοσσίδα πάλι μας λέει πως η γλύκα του έρωτα δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη γλύκα:
Τίποτε
πιο γλυκό από τον έρωτα.
Και
όλες τις χαρές μετά απ’ αυτόν τις βάζω.
Ακόμα
και το μέλι έφτυσα απ' το στόμα μου.
Αυτό
σας λέω εγώ, η Νοσσίδα.
Κι
όποιον δεν καταδέχτηκε η Αφροδίτη,
αυτός
να ξεχωρίσει δεν μπορεί
ανάμεσα
σε όλα τα λουλούδια.
τα
ρόδα της ποια είναι.
ἅδιον οὐδὲν ἔρωτος· ἃ δ᾽ ὄλβια, δεύτερα πάντα
ἐστίν· ἀπὸ στόματος δ᾽ ἔπτυσα καὶ τὸ μέλι.
τοῦτο λέγει Νοσσίς· τίνα δ᾽ ἁ Κύπρις οὐκ ἐφίλασεν,
οὐκ οἶδεν κήνας τἄνθεα ποῖα ῥόδα.
(Νοσσίς, αρχές 3ου αι. πΧ)
Η
Μελισσιάς αρνείται πως είναι ερωτευμένη, όμως τα σημάδια του έρωτα είναι
ολοφάνερα πάνω της:
Λέει
πως δεν είναι ερωτευμένη η Μελισσιάς.
Αλλά
το σώμα της βοά
πως
δέχτηκε ολόκληρη φαρέτρα από βέλη.
Ούτε
μια φράση να αρθρώσει δεν μπορεί
και
η ανάσα της λαχανιασμένη βγαίνει
και
κύκλους μαύρους έχει γύρω από τα μάτια.
Ω,
Πόθοι εσείς, στο όνομα της καλλιστέφανης
μητέρας
Αφροδίτης,
βάλτε
φωτιά στην ανυπόταχτη,
μέχρι
να ουρλιάξει: «Φλέγομαι!»
ἀρνεῖται τὸν ἔρωτα Μελισσιάς, ἀλλὰ τὸ σῶμα
κέκραγεν ὡς βελέων δεξάμενον φαρέτρην,
καὶ φάσις ἀστατέουσα καὶ ἄστατος ἄσθματος ὁρμή
καὶ κοῖλαι βλεφάρων ἰοτυπεῖς βάσιες.
ἀλλά, Πόθοι, πρὸς μητρὸς ἐυστεφάνου Κυθερείης,
φλέξατε τὴν ἀπιθῆ, μέχρις ἐρεῖ· «Φλέγομαι».
(Ρουφίνος, γύρω στο 100 μΧ)
Εδώ
κάποιος άνδρας είναι ερωτευμένος με τον Λυσανία:
Εχθρεύομαι
τα επικά ποιήματα
κι
οι δρόμοι οι πολυσύχναστοι
που
πλήθη πάνε κι έρχονται
καθόλου
δεν μ’ αρέσουν.
Κι
εκείνον που σε στέκια τριγυρίζει
και
που τον ερωτεύονται πολλοί
τον
απεχθάνομαι.
Όχι,
δεν πίνω εγώ
από
δημόσια κρήνη.
Και
σιχασιά μου προκαλούν
όλες
αυτές οι κοινοκτημοσύνες.
Ναι,
Λυσανία, ναι,
είσαι
πολύ ωραίος εσύ.
Μα
πριν καλά-καλά το ξεστομίσω,
ένας
αντίλαλος μού λέει:
«Άλλος
τον έχει».
ἐχθαίρω τὸ ποίημα τὸ κυκλικόν, οὐδὲ κελεύθῳ
χαίρω, τίς πολλοὺς ὧδε καὶ ὧδε φέρει·
μισέω καὶ περίφοιτον ἐρώμενον, οὐδ᾽ ἀπὸ κρήνης
πίνω· σικχαίνω πάντα τὰ δημόσια.
5 Λυσανίη, σὺ δὲ ναίχι καλὸς καλός· ἀλλὰ πρὶν εἰπεῖν
τοῦτο σαφῶς, ἠχώ φησί τις "ἄλλος ἔχει".
(Καλλίμαχος, ακμή: 285 πΧ)
Μια
γυναίκα περασμένης ηλικίας προσπαθεί με φτιασίδια και μπογιές να δείξει πιο νέα. Μάταια όμως:
Τα
μαλλιά σου βάφεις,
αλλά
τα γηρατειά σου
ποτέ
δεν θα τα βάψεις,
ούτε
και θα τεντώσεις
τις
ρυτίδες του προσώπου σου.
Λοιπόν,
μη χρωματίζεις με τις πούδρες
ολόκληρο
το μούτρο σου,
γιατί
έτσι ένα προσωπείο έχεις,
πρόσωπο
δεν έχεις.
Άδικα
προσπαθείς.
Έχασες
το μυαλό σου;
Ποτέ
τα κοκκινάδια και οι πούδρες
δεν
πρόκειται να φτιάξουν
την ωραία Ελένη
από
μια γριά.
τὴν κεφαλὴν βάπτεις, τὸ δὲ γῆρας οὔποτε βάψεις,
οὐδὲ παρειάων ἐκτανύσεις ῥυτίδας.
μὴ τοίνυν τὸ πρόσωπον ἅπαν ψιμύθῳ κατάπλαττε,
ὥστε προσωπεῖον κοὐχὶ πρόσωπον ἔχειν.
5 οὐδὲν γὰρ πλέον ἔστι. τί μαίνεαι; οὔποτε φῦκος
καὶ ψίμυθος τεύξει τὴν Ἑκάβην Ἑλένην.
(Λουκίλλιος, 59-139 μΧ )
Όμως
η Χαριτώ, παρά τα εξήντα χρόνια της, παραμένει ελκυστική:
Χρόνια
εξήντα έχει η Χαριτώ
κι
ακόμα μαύρα είναι τα μακριά μαλλιά της,
στητά
και τα στηθάκια της σαν μάρμαρο λευκά
και
λεύτερα
χωρίς
ανάγκη για υποστηρίγματα
κι
έχει το πρόσωπο αρυτίδωτο, γεμάτο γλύκα και σαγήνη,
γεμάτο
χάρες αναρίθμητες.
Όσοι
λοιπόν από τον πόθο είστε ξαναμμένοι εραστές,
μη
φεύγετε, ελάτε εδώ,
και
λησμονήστε τα δεκάδες χρόνια της.
ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτὼ λυκαβαντίδας ὥρας,
ἀλλ᾽ ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων,
κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τὰ λύγδινα κώνια μαστῶν
ἕστηκεν, μίτρης γυμνὰ περιδρομάδος,
5 καὶ χρὼς ἀρρυτίδωτος ἔτ᾽ ἀμβροσίην, ἔτι πειθώ
πᾶσαν, ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων.
ἀλλὰ πόθους ὀργῶντας ὅσοι μὴ φεύγετ᾽, ἐρασταί,
δεῦρ᾽ ἴτε, τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος.
(Φιλόδημος, 140 – 40 ή 35 πΧ)
(Η
μετάφραση δική μου).
1000 ευχαριστώ για την μετάφραση! Όλη αυτή η αγάπη σας για την Ελλάδα του πολιτισμού και των άπειρων αξιών δεν πάει χαμένη! Ευχαριστώ και πάλι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφή