Σελίδες

4/3/14

«Νυχτώνει αργά». Κριτική του Κώστα Τσιαχρή






 «Η  τέχνη    ερμηνεύεται  μόνο  με  τέχνη»  Δημήτρης  Μυταράς

    Θα  ξεκινήσω  την  περιήγησή  μου   σε  τούτη  τη συλλογή  ανάποδα , απ' το  μικρό  στο  μεγάλο , απ' τη συγκίνηση  που άναψε  μέσα  μου ένα  συγκεκριμένο  κομμάτι αυτού  του  ποιητικού   κόσμου , για να  φτάσω  μετά  στη  συνολική  αισθητική  αποτίμησή  του . Γράφει  η  ποιήτρια  στο  ποίημα  «Τώρα»  : «Τώρα / εδώ στο  ενδιάμεσο  / όπου το  σώμα  ακόμα/ ανυποψίαστο / όπου  ακόμα  αθώο   / κι  απονήρευτο  /επιθυμεί /  εδώ , στο ενδιάμεσο  /που  η συνείδηση  γνωρίζει / τι  είναι  αυτό  που έρχεται /πόσο  μοιραίο είναι / και τρομαχτικό / στο ενδιάμεσο  αυτό  εδώ /  λέω στο  σώμα  μου : / Ετοιμάσου./Ο πόνος  και η ανημπόρια  σου / βρίσκονται  καθ' οδόν / Προσευχήσου / να είναι εύκολο  / το Τέλος». Ασφαλώς   δε  μεταγράφει  ποιητικά  κάτι  ανείπωτο   κι  η έκφρασή  της   δεν ακουμπά  τα  όρια  του  τολμηρού  , είναι  όμως  ανατριχιαστικά  αληθινή ,κι  εκείνες  τις σπάνιες  φορές  που  κατορθώνεται  να  συρρικνωθεί  σε τέχνη  η  αλήθεια  -μ' όσες  υφολογικές  ατέλειες -  γίνεται  αυθωρεί   η  πολιτογράφησή  της  στην  κατηγορία  της     αυθεντικής  δημιουργίας . 


Κι  εδώ , σ' αυτό  το  ποίημα ,  η εξομολόγηση  διαθέτει  την αιφνιδιαστική δύναμη του  γυμνού : όπως όταν  βλέπεις  ξάφνου να πέφτει το  σεντόνι  και ν' αποκαλύπτεται  η  γεωμετρία  του  ξένου  σώματος  ,που είναι  στην πραγματικότητα  τόσο ίδιο  με το δικό  σου . Για  να  προετοιμάσει  το σώμα  να  δεχτεί  ανώδυνα  το Τέλος , η  ποιήτρια    ξεδιαλέγει από  το σωρό  αναμενόμενες  λέξεις  ,αλλά τις  στοιχίζει   με  τρόπο  που  να  μεταφέρουν  σταδιακά  την ένταση . Όλα  λειτουργούν  πάνω  σε έναν  άξονα   κάθετο ,που τον  ορίζει   το  οδυνηρό   βίωμα  , και  εξίσου  οριζόντιο  , στον  οποίο  καταγράφονται  εν  είδει  στιγμιότυπων   , ψίθυροι  , απότομες  αποστροφές  προς  το εσύ και το εγώ , φευγαλέες   διαθέσεις  και στίχοι - μηνύματα. 

    Το  Τέλος  , με  την  αριστοτελική  και  με  την  υπαρξιακή  του διάσταση , στεριώνει  όλα  τα  ποιήματα  αυτής  της  συλλογής της  Καίτης  Βασιλάκου . Ακόμη  και  στην πρώτη  ενότητα , που   τιτλοφορείται  «Του  παιδιού» ,  όλα  μοιάζουν  σκηνοθετημένα   με  τρόπο  που  η  παιδική   αθωότητα  να  λοξοκοιτάζει  πάντα  το Τέλος   και  να  συνειδητοποιεί  το  βάρος ,προτού καν γευτεί  την ελαφρότητα [Αυτός  ο κόσμος  είναι  έτσι /έχει  φόβο , και  πόνο /έχει  δάκρυα /Το  παιδί  συμφωνεί / μαθαίνει /χτίζεται  σιγά-σιγά ].Σε  άλλο  σημείο  πάλι   η ποιήτρια απομυθοποιεί  το  αχανές  της  έκτασης  του  μέλλοντος  ,περιορίζοντάς  το  σε ένα  μικρό  πλαίσιο   που  περικλείει  τη λέξη  «θάνατος» [ Το  μέλλον  είναι  κάτι / απροσδιόριστα  τεράστιο  /που  ύπουλα  σιγά -σιγά μικραίνει/ μέχρι  που γίνεται   /πλαίσιο σκοτεινό / κι έχει  τη λέξη  «θάνατος»  εντός  του] . Τον  φόβο  του  θανάτου  δεν τον  αποποιείται  κι  ούτε στήνει  το  ίνδαλμα  εκείνο  της  προσωπικότητας  που  καμώνεται  ότι  καταπνίγει  αυτόν  τον φόβο  με τα  γιατρικά  της τέχνης . Κοιτάζει τη φθορά  κατάματα   κι  ανατριχιάζει  με το  τίποτα   που  κουβαλά  , όπως   εκείνο  το  κορίτσι   ,στην  «Έβδομη  σφραγίδα»  του  Μπέργκμαν ,που  υποφέρει  απ' την πανούκλα  κι ετοιμάζεται  να καεί στην πυρά . Όταν ο ιππότης την πλησιάζει  και τη ρωτά  τι βλέπει  τώρα που ετοιμάζεται  να  πεθάνει  , διαβάζει  στο  βλέμμα της  το  κενό.

       Αυτή  τη  δεύτερη  ποιητική της  διαθήκη ,η  Καίτη  Βασιλάκου  τη  δομεί   σε  πέντε  μέρη ,  σε   πέντε  φαινομενικά  διαφορετικές  θεματικές  προσεγγίσεις  της  ανθρώπινης   αδυναμίας  , που όμως  στο τέλος  συναντιούνται  στο  κοινό  , και γνώριμο για  τη γραφή  της  ποιήτριας , έδαφος  του  βιώματος .Ο  άνθρωπος  της  μικρής  ,και της ώριμης ηλικίας  , ο έρωτας , η μοναξιά  ,  ο χρόνος . Ένα  εσωτερικό  δράμα  ,ένας  εσωτερικός  περίπατος  σε πέντε  πράξεις  , με  εισόδια   και  εξόδια  κίνηση   σα  μικρά  χορικά  που τ' απαγγέλλει  και  τα εκτελεί  ένα  μόνο πρόσωπο που  εναλλάσσεται  σε  πολλούς  ρόλους  ,ένα  πρόσωπο  που ορχείται  και  πάλλεται  και  υπόσχεται  κάθαρση  που  τελικά  αναβάλλεται . Μια  συνεχόμενη  κορύφωση  από  το πιο  αθώο και  ανώδυνο    στο  πιο  σύνθετο  και  αλγεινό . Όπως  ακριβώς  το υπονοεί   και  ο  τίτλος  της  συλλογής : Νυχτώνει  αργά  : το  αλγεινό  είναι  αναπόδραστο , αλλά η πορεία  προς  αυτό  θα είναι  βασανιστική .

      Μέσα  σ' αυτό  το  ταξίδι   ,οι  ποιητικές  μορφές  που συνθέτει  η  ποιήτρια  , μοιάζουν  αδύναμες  να  φτάσουν  στην αυτολοκλήρωση , ζητούν πάντα  επιβεβαίωση  από τους  άλλους  , κινούνται  εύθραυστες  και  ατελείς  , τραγικά   υποτακτικές  .  Συναινούν    χωρίς  αντιρρήσεις  , χωρίς  καμιά  διάθεση  απόκλισης  από το πρότυπο  που  τους  ετοιμάζουν  οι  άλλοι  , υποκύπτουν   εύκολα  στην  υπερβολή ενός συναισθηματικού εκβιασμού . Πάντοτε  ο Άλλος , πάντοτε  το  Εσύ , πάντοτε  το  Γύρω   κι   Απέξω  και  Ξένο . [Ήρθες   Εσύ / κι απέναντί μου στάθηκες/ Πως  με θέλεις  ; ρώτησες / Σε θέλω  Αρχάγγελο  με τη  ρομφαία / με  βλέμμα  ανερμήνευτο / και  ν'αντηχεί   η φωνή σου / ως τους  εφτά  ουρανούς /Πως με  θέλεις ; /ξαναρώτησες ] . Και  πάντοτε  οι   μορφές   νομίζεις  πως   βρίσκονται  κάπου  έγκλειστες  .Άλλωστε  οι  κλειστοί χώροι  είναι  μια χαρακτηριστική  εμμονή  στην ποίηση  της  Βασιλάκου   , είτε  πρόκειται  για  ένα  δωμάτιο  είτε  για  μια  διάθεση  που   ξετυλίγεται  μέσα   σε  συγκεκριμένα  όρια  είτε  για  μια  στοιχειωμένη  ζωή  που  κλέβει  τροφή  από  τα  φαντάσματά  της . Στην  πραγματικότητα   επεκτείνει  το  καβαφικό  μοτίβο   του  έγκλειστου  όντος  που  απορροφημένο  από  την  εσωτερική  κίνηση   αδυνατεί  να   ακούσει    και  να  αντιληφθεί   την  εξωτερική  κίνηση  [Έτσι   δεν άκουσα / ήταν  αδύνατο ν' ακούσω/ τη βουή / τον πάταγο του  χρόνου / που τα σάρωνε όλα ] .

     Το  παιδί  στην πρώτη  ενότητα  , σύμβολο    του πρωτοφανέρωτου ,  φτιάχνει  μια  δική του  ζωή,  που  την ορίζει  η  συνεχής  κίνηση  ανάμεσα  στα  μάτια  του  και  στο  ταβάνι  του  δωματίου ,εκεί  που ο  ασβέστης  μετατρέπεται   σ' ένα  ιδιόμορφο  θέατρο  σκιών   και  παριστάνει   με  αδρά  σχήματα  την  παρακαταθήκη   των  μεγάλων  :  τη  μοναξιά , την  αδιαφορία , την  παράνοια  του  καθημερινού . Η  όραση   μέσα  σ' αυτό  το πλαίσιο  έχει  έναν  αποκαλυπτικό   ρόλο   κι  η δύναμή  της  φαίνεται  να  ωριμάζει  σταδιακά , για  να  γίνει  στο  τέλος  κατευθυντήριος  μοχλός  της  ενηλικίωσης , του  ξεκλειδώματος  του  κόσμου   των μεγάλων  και  της  ηδονής   .Το  παιδί   ξετυλίγει  πιο  γρήγορα  τις  κορδέλες  της  ηλικίας  κι ανακαλύπτει  μέσα  στο  κουτί  τις   ψηφίδες  που  μετατρέπουν  τη φαντασίωση  σε πράξη .[Σας  βλέπω /Σπάνε  τη μύτη μου /οι οσμές   απ' τα υγρά  σας / δυο-δυο /δυο-δυο/ αναστενάζετε /δυο-δυο/ δυο-δυο/γραπώνετε  την ηδονή /μη σας  ξεφύγει / δυο-δυο/ δυο-δυο/περνάτε  στον παράδεισο /για  λίγα  δευτερόλεπτα]

      Οι  μεγάλοι  προβάλλονται   συναισθηματικά  ανοχύρωτοι , απαιτούν  διαρκώς  από  τα  παιδιά  τους  να  κλείνουν   εκείνα  τις  ρωγμές  τους , να συμπάσχουν  και να  συντάσσονται  με  τον  τρόμο  τους  απέναντι   στο  επερχόμενο  τέλος .[Όχι  δεν σας αφήνω /να μου φύγετε /Μαζί μου  εδώ θα μείνετε /μέχρι το θάνατό μου]  Αιωρούνται  ανάμεσα  στο   εξωανθρώπινο  και  στο  ενδοανθρώπινο , στο  αντικείμενο και στο   υποκείμενο, στην  απόσταση  και  στο  πλησίασμα .Και  πάντα  το  δεύτερο  προσπαθεί  να  εξευμενίσει  το  πρώτο .[Ηχεί  παράξενα  η  φωνή μου /μέσα στο  άδειο σπίτι /όταν  μιλώ με τις σκιές μου/Εκείνες   δε μιλούν /Κάθονται  στις  γωνίες /ακούν /σκέφτονται αλλόκοτα/ Προσπαθώ  να  είμαι   καλή  μαζί τους /κομμάτια  γίνομαι /να τις  ευχαριστήσω ] . Έπειτα  απωθούν  τα  φαντάσματά  τους  για  λίγο ,μέχρι  να  ξυπνήσει  και  πάλι  η  εσωτερική  ένταση. Τότε  φαντάσματα  και  εγώ   μπερδεύονται  αξεδιάλυτα  σ' έναν  διπλό   ρόλο :   του  παρατηρητή και  του  πρωταγωνιστή .  [Και  τώρα  είναι  ώρα / να  φεύγετε  σιγά-σιγά /να πάτε  πίσω /στα αραχνιασμένα  σας  υπόγεια /να γίνετε  ξανά  ασώματες  σκιές /να  κοιμηθείτε / Πάλι  όταν το αίμα  μου  / θα φορτωθεί  καινούργιο  δηλητήριο / εσείς  θα  ανοίξετε  τα  μάτια  /αθόρυβα θα  ανέβετε  τις  σκάλες ].

   Ο  έρωτας  μοιάζει  με  διάλογο  ανάμεσα  σε  μία  επίμονη    ερώτηση  και  μιαν  εγωκεντρική  αναπαράσταση  του  ιδεατού  ποθητού   όντος  . Πώς με θέλεις ;  Πως με θέλεις; Σε  θέλω ....σε  θέλω ....Ο διάλογος   είναι  ωστόσο  από την αρχή  ,από  το  ύφος και το  είδος  της ερώτησης , υπονομευμένος .  Φαντάζει  περισσότερο  ως  αγωνιώδης  μονόλογος   με τον  οποίο  το  εγώ   συστήνεται . Σε  μια  δεύτερη  εκδοχή   ο έρωτας  ανοίγει  την  αγκαλιά  του  στον  πόνο  και  πορεύονται   σα  ζευγάρι  μέχρι  την  αιωνιότητα [Η  ευτυχία  μου έχει  μια ποιότητα πόνου / Ταξιδεύω στην κόψη του  ξυραφιού  / και  φτάνω κομματιασμένη  στον  παράδεισο ] .Η  μοναξιά  πάλι  μετατρέπεται  σε  δραματική  μορφή  ,  σε ζώσα  κίνηση  που  συμπληρώνει  ή μήπως  αναιρεί [;] τη  βασιλεία  του   εγώ [Η  μοναξιά  είναι  απαλή  /σαν χάδι  αγαπημένου /είναι  ευγενική διακριτική / Σε κάθε  κάμαρη   σε υποδέχεται  σεμνά / έτοιμη πάντα / να υπηρετήσει τις  επιθυμίες  σου] .Γίνεται  αφορμή  για  εσωτερική δράση , για  επικοινωνία  με ένα  ακριβοθώρητο  είδος  ομορφιάς  [κι  εγώ  ολομόναχη στον κόσμο / να ακουμπώ   στο τζάμι / να βλέπω /πώς η μέρα ξεψυχά  χωρίς  παράπονο /πόσο  όμορφα  κατεβαίνουν  τα σκοτάδια  /να  υποδέχομαι  τη νύχτα  /ανάβοντας  ένα  παλιό  λυχνάρι ].Παίρνει  την όψη  των κρύων τοίχων τους  οποίους  χαϊδεύει  το εγώ  και  στους οποίους  λέει  ωραία  λογάκια.

   Στην  τελευταία  ενότητα  το  σώμα  παλεύει  με το  χρόνο .Το  ανεκπλήρωτο  παρακολουθεί  αυτό  που  εκπληρώθηκε  χωρίς  εκείνο .Το  σώμα   διεκδικεί   :  η κάτι που να δίνει  νόημα  ή τέλος [Δε  θέλω /μου λέει  το σώμα  μου /βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια / Αν άλλο τίποτα  δεν έχεις  να μου δώσεις /μη με ταλαιπωρείς /άσε με να  σαπίσω ].Οι  σκιές  σα  μοίρες  παρακολουθούν κάθε άστοχη  κίνηση , εκμεταλλεύονται  κάθε  αδυναμία , για  να καταστήσουν   οριστική την  πορεία  προς  το  τέλος [Απλώθηκαν οι σκιές /πιάσανε  τις  γωνίες  /στέκονται  τώρα  ύπουλα /Λίγο  το βλέμμα  σου /να αποτραβήξεις /εκείνες  έχουν κάνει  /ένα  ακόμα  βήμα / Σου λένε   : /Στένεψε  ο καιρός /δεν προλαβαίνεις πια /να διορθώσεις  τίποτα / Σου λένε : / Σε λίγο  /θα  σ' αγγίξουμε /  ετοιμάσου ].Και  κάπου  προς  την  έξοδο , μια  απλή  αριθμητική  πράξη   μετατρέπεται  σε  κλειδί   διαφορετικής   ερμηνείας  του  κόσμου  και της  ανθρώπινης  ύπαρξης  στα  διαφορετικά   στάδια  της  ζωής  της :  από το  απόλυτο  [δύο και  δύο ίσον τέσσερα ]  , στο  σχετικό  [το  δύο  συν   δύο  μας δίνει  τρία ή πέντε ]  κι έπειτα  στο  καθολικό  [δύο  συν δύο  ίσον  άπειρο  ]  και τελικά στο τίποτα [δύο συν  δύο ίσον  τίποτα ]  .

    Γράφει  κάπου  ο  Δημήτρης  Μυταράς  : «Η  τέχνη   δεν  προοδεύει  ποτέ , μην τη συγχέουμε  με  την   επιστήμη , απλώς αλλάζει  πρόσωπα  και  τρόπους , για  να πει  κάθε  φορά  τα ίδια  πράγματα»  και  κάπου  αλλού στο ίδιο πνεύμα  ο  Σωτήρης  Σόρογκας  «Διότι  οι  ποιητές  ποτέ  δεν παύουν  να  ανανεώνονται  , ακόμη  και όταν  χρησιμοποιούν  ξανά  το μέτρο  , την ομοιοκαταληξία ή τα  παραδοσιακά  επινοήματα» .Κι  είναι  πράγματι  έτσι . Η  νέα  τέχνη  γεννιέται   μέσα  απ' τις  σάρκες  της .Είναι  πάντοτε  ο ίδιος  σπόρος  αλλά  καθώς  κυλάει  από  λιπαρό   σ' εξίσου  λιπαρό  χωράφι   ,βγαίνει  στο  φως   ως καρπός  με αλλιώτικη  γεύση . Ένας  τέτοιος   καρπός  είναι  κι   η ποίηση  της  Καίτης   Βασιλάκου.

                                           Κώστας  Τσιαχρής


2 σχόλια:

  1. Πραγματικά σπουδαία η συλλογή σας ,κυρία Βασιλάκου .Τη διάβασα από την αρχή μέχρι το τέλος με την ίδια δίψα που διαβάζει κανείς ένα μυθιστόρημα .Μεστή από ουσία ,τραγικά γυμνή και στοχεύουσα στην αχίλλειο πτέρνα της ανθρώπινης ύπαρξης : στο φόβο της αυτογνωσίας

    ΑπάντησηΔιαγραφή