Σελίδες

4/12/13

"Άγαλμα της θεάς Δήμητρας στο μουσείο της Κω"





Μετά από βαθύ ύπνο αιώνων  μες τη γη ξύπνησε και βρέθηκε σ’ έναν εφιάλτη.

Άγνωστη ήταν η τύχη της, καθώς την είχαν κλείσει στην αποθήκη πίσω από σάπια χαρτόκουτα και σκισμένες κουβέρτες. Όταν ξεκλείδωναν την πόρτα κι έμπαιναν, εκείνη ζάρωνε αλαφιασμένη στη γωνιά. Κυρίως ένιωθε φρίκη με τα χέρια τους, βάναυσα χέρια, ξεδιάντροπα - αυτή ήταν μαθημένη αλλιώς. Την έπιαναν και την πασπάτευαν, τη στριφογύριζαν απ’ όλες τις μεριές. Πολλές φορές φιλονικούσαν μεταξύ τους με φωνές τραχιές.

Όταν η αποθήκη άδειαζε, στεκόταν μουδιασμένη, με μια άγρια ανησυχία.

Το μέλλον αόρατο.

Τις νύχτες άκουγε τη γη να τρίζει και πονούσε ανεξήγητα.

Έκλαψε μερικές φορές, αν και δεν ήξερε ακριβώς γιατί.

Ύστερα ξαφνικά ένα πρωί άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες και κάποιοι άλλοι μπήκαν μέσα με μεγάλη ταραχή. Την πήραν και την έφεραν στην πόλη.

Από την αποθήκη καλύτερα είναι πάλι εδώ.
Μόνο που έχει φασαρία και κίνηση. Ο κόσμος μπαίνει, βγαίνει και χειρονομεί, τη δείχνουν, την κοιτάζουν, πολλοί απλώνουν και το χέρι.

Δεν της αρέσει αυτό.

Κυρίως η φασαρία την ενοχλεί και η αέναη βουή, πρόσωπα εναλλασσόμενα και πάντα ξένα, μάτια εξεταστικά και παγερά, λαίμαργα μάτια μερικές φορές.

Ωστόσο, όταν έρχονται οι γερόντισσες, την πιάνει μια αλλιώτικη συγκίνηση. Αυτές σταυροκοπιούνται, όταν έρχονται, και μουρμουρίζουν προσευχές και την προσβλέπουν με μια ανείπωτη λατρεία.

Την πιάνει τότε μια αλλιώτικη συγκίνηση, κάτι πάει να θυμηθεί, παλιές εικόνες και λησμονημένες που όλο ξεγλιστρούν από τη μνήμη της και όλο της ξεφεύγουν.

Αναρτήθηκε στη:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου