Σελίδες

26/8/13

Οι πόρτες (διήγημα)

Ό,τι θυμάται είναι πως άνοιγε πόρτες.

Μια ακατάσχετη περιέργεια που  την αποδεχόταν ως ιδιαίτερο γνώρισμα του χαρακτήρα του, τον έσπρωχνε να ανοίγει τις πόρτες, τη μια μετά την άλλη, και να περνά κάθε φορά σε ένα νέο χώρο, όπου περιπλανιόταν με ευχαρίστηση μελετώντας τα σχήματα και τα μεγέθη που περιέχονταν σ’ αυτόν, συγκρίνοντάς τα μεταξύ τους και κάνοντας διάφορους συσχετισμούς, αφαιρέσεις, γενικεύσεις, βγάζοντας συμπεράσματα και μετά αποφθέγματα, δόγματα, αξιώματα.

Ό,τι θυμάται είναι αυτό.

Μια διασκεδαστική περιπλάνηση μέσα στον νέο χώρο των σχημάτων και των μεγεθών κι έπειτα η επόμενη πόρτα που έπρεπε να ανοιχτεί και ο καινούργιος χώρος που έπρεπε να εξετασθεί με την ίδια πάντα ατμόσφαιρα της σιωπής να αιωρείται ανάμεσα στα σχήματα και τα μεγέθη που περιείχε.


Του άρεσε πολύ στην αρχή. Εξ άλλου δεν θυμάται να έκανε και τίποτ’ άλλο στη ζωή του. Βέβαια κάποτε, σε μια πολύ μακρινή εποχή, θα πρέπει να έκανε κάτι διαφορετικό, αλλά τώρα αυτό ήταν χαμένο στη δαιδαλώδη μνήμη του και ήταν αδύνατο να το ανασύρει αποκεί.

Ό,τι θυμάται λοιπόν είναι οι αλλεπάλληλες κλειστές πόρτες που αυτός τις άνοιγε κι έμπαινε κάθε φορά σ’ ένα καινούργιο χώρο που τον μελετούσε εμπεριστατωμένα και τον αφομοίωνε κάνοντας δικά του τα νέα σχήματα και τα νέα μεγέθη και μετά προχωρούσε στον επόμενο χώρο ανοίγοντας την καινούργια πόρτα που στεκόταν  μπροστά του.

Αυτή ήταν η τεράστια ανάμνησή του.

Ώσπου από ένα σημείο και μετά κατάλαβε ότι δεν υπήρχε τίποτα αληθινά καινούργιο μέσα σ’ αυτούς τους χώρους που επαναλαμβάνονταν μονότονα, πως τα σχήματα και τα μεγέθη που είχε αγαπήσει και οικειοποιηθεί, είχαν εξαντλήσει όλες τις δυνατές παραλλαγές και πως ό,τι καινούργιο ανακάλυπτε ήταν στην πραγματικότητα απίστευτα παλιό και μόνο οι συσχετισμοί άλλαζαν για να δώσουν ένα αποτέλεσμα εκ των προτέρων γνωστό, δηλαδή  χωρίς πια το στοιχείο της έκπληξης.

Έτσι άρχισε σιγά σιγά να κουράζεται.

Τώρα δεν καθυστερούσε καθόλου, αλλά ανοίγοντας τη μια πόρτα κατευθυνόταν αμέσως προς την επόμενη, χωρίς να προσέχει τίποτα γύρω του. Είχε βεβαιωθεί πια ότι πίσω από κάθε πόρτα στεκόταν ασάλευτος και σιωπηλός  ένας πανομοιότυπος με τους προηγούμενους χώρος και η υπόνοια πως ήταν μπλεγμένος μέσα σ’ ένα ακαθόριστο και αγνώστου μεγέθους οικοδόμημα, του προκάλεσε τελικά τρόμο.

Μια άγρια διάθεση φυγής τον κυρίεψε ξαφνικά. Άρχισε να ανοίγει βιαστικά τις πόρτες και να διασχίζει τρέχοντας την απόσταση ανάμεσά τους ελπίζοντας πως κάπου, κάποια στιγμή θα έβρισκε μια έξοδο κινδύνου και οπωσδήποτε μην τολμώντας να γυρίσει προς τα πίσω, μια και δεν είχε ιδέα πώς, πότε και από πού είχε ξεκινήσει.

Και όσο προχωρούσε, τόσο καταλάβαινε πως λιγόστευε ο ίδιος. Τα σωθικά του είχαν κιόλας αδειάσει και η καρδιά του είχε συρρικνωθεί και είχε γίνει μικρή σαν κουκούτσι. Φοβήθηκε πως θα την έχανε σε λίγο και τότε θ’ απόμενε ένα φουσκωμένο τομάρι που θα κουτρουβαλούσε με γδούπο από πόρτα σε πόρτα.

Του πέρασε ακόμα από το μυαλό η φοβερή υποψία ότι ίσως ξαναγύριζε στους ίδιους χώρους επαναλαμβάνοντας έναν αέναο κύκλο σαν παγιδευμένο ζώο που πασχίζει μάταια να βγει από το δίχτυ που του ρίξανε.

Κι ενώ ένιωθε την εκμηδένιση να του παραλύει σιγά σιγά τα μέλη, βγήκαν αυθόρμητα από τα χείλη του αυτοσχέδιες προσευχές, ένα χαμηλόφωνο παραλήρημα ανακατεμένο με αρχαίες, ακατάληπτες φράσεις που σταδιακά δυνάμωσαν κι έγιναν ουρλιαχτά και ικεσίες προς άγνωστες κατευθύνσεις.

Αλλά η σιωπή βασίλευε απόλυτη γύρω του  και σαν πηχτό σώμα εξουδετέρωνε τις κραυγές του και τον απορροφούσε.

Και οι πόρτες ήταν όλες εκεί.
Και έπρεπε να ανοιχτούν.

Αυτό είναι όλο κι όλο που θυμάται από την περασμένη του ζωή: μια άχρηστη σοφία χώρων και μεγεθών, ποικίλων σχημάτων και μέτρων μαζί με την αίσθηση του πνιγμού μέσα στα αδιέξοδα.
Πιο πίσω δεν μπορεί να πάει ο νους του. Ούτε και πιο μπροστά μπορεί να βρεθεί.

Μέχρι που βρήκε τη μικρή, σχεδόν αόρατη πορτούλα μιας καταπακτής και απελπισμένος τρύπωσε μέσα.

Και τώρα εδώ δεν έχει πόρτες, ούτε και χώρους ανάμεσα σ’ αυτές.

Εξ άλλου, αν και έχει χάσει τις αισθήσεις του μαζί με ολόκληρο το σώμα του, του έχει μείνει η τερατώδης μνήμη. Γι αυτό δεν νιώθει να' χει χάσει και σπουδαία πράγματα.

Στενοχωριέται όμως μερικές φορές. Ιδίως όταν σκέφτεται, πόσο άσκοπη στάθηκε η περιπλάνησή του. Αναρωτιέται μήπως είχε υπάρξει κάποια δυνατότητα να γίνουν όλα διαφορετικά. Αν και δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα διαφορετικό από αυτά που έζησε. Αλλά τώρα αυτά δεν έχουν πια σημασία. Και που στενοχωριέται, ούτε κι αυτό έχει καμιά σημασία.

Ας είναι.

Εδώ μπορεί να αναπαυθεί όσο θέλει και να παίξει μέσα στο μυαλό του τα παιχνίδια των συσχετισμών που είχε μάθει στις περιπλανήσεις του.             

Αν και δεν έχει όρεξη για τίποτα.
Αλλά ούτε κι αυτό έχει σημασία.

Γιατί να υπάρχει ο ίδιος, σκέφτεται.
Αλλά δεν έχει σημασία.

Στο κάτω κάτω κι η αίσθηση της ύπαρξης ένα διάφανο, αμελητέο  πράγμα είναι.
Κι αυτό επίσης δεν έχει σημασία.

Τίποτα δεν έχει.

Ούτε κι αυτό:

Που τίποτα δεν έχει σημασία.


Από τη συλλογή διηγημάτων μου "Οι Πόρτες", εκδόσεις Ιωλκός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου