Μια άποψη που προέκυψε στον καιρό μας σχετικά με
την καλλιτεχνική δημιουργία υποστηρίζει ότι ο αποδέκτης του καλλιτεχνικού έργου
δεν είναι υποχρεωμένος να ξετρυπώσει το μήνυμα που κρύβεται μέσα στο έργο.
Είναι αρκετό να το χαρεί με το δικό του
προσωπικό τρόπο και να βγάλει όποιο μήνυμα θέλει, αν τέλος πάντων επιμένει να
ψάχνει για μηνύματα.
Αυτή η άποψη ήταν αναπόφευκτο να προκύψει από τη
στιγμή που η καλλιτεχνική δημιουργία έπαψε να είναι σαφής. Παλαιότερα δεν
υφίστατο τέτοιο θέμα, εφόσον το καλλιτεχνικό έργο ήταν σαφές και δημιουργός και
αποδέκτης εύκολα μπορούσαν να επικοινωνήσουν και να καταλάβει ο ένας τον άλλον.
Παραδείγματος χάριν πώς είναι δυνατόν να μπερδευτεί
κάποιος διαβάζοντας τους «Μοιραίους» του Βάρναλη:
Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,
μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,
(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)
ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,
ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,
νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.
μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,
(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)
ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,
ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,
νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.
Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο
καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,
ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!
Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται
ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!
καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,
ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!
Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται
ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!
(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα
καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,
ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)
καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,
ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)
Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ἴδιο στοιχειὸ
τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα
στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,
στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη
κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.
παράλυτος - ἴδιο στοιχειὸ
τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα
στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,
στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη
κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.
-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό
μας!
-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα
δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.
-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα
δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.
Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα
ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:
δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!
προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα
ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:
δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!
προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!
Μόνος ένας ηλίθιος, νομίζω, θα έπεφτε έξω και θα
έψαχνε να βρει άλλο νόημα από αυτό που σαφέστατα θέλει να μας περάσει ο
ποιητής.
Δεν ισχύει το ίδιο με τη σημερινή τέχνη – γενικά
και όχι μόνο της ποίησης, αλλά εδώ μας εξυπηρετεί να πάρουμε τα παραδείγματα
από την ποίηση. Παίρνω λοιπόν το επόμενο παράδειγμα από την ποίηση του Ανδρέα
Εμπειρίκου, καταξιωμένου ποιητή:
ΓΑΛΟΥΧΗΣΙΣ ΦΟΡΒΆΔΩΝ
Κυκλικώς ξεκινώντας φθάσανε στα θρύψαλα του
τηλεβόλου ενωρίτερα και από τον γδούπο του φωτός. Μια δεσποινίς σηκώθηκε μέσα
στο σκότος και αντικατεστάθη αμέσως από άλλη δεσποινίδα η οποία παρέθεσε
γαμήλιο προπόνημα σε συσχετισμένες αναλαμπές εικοσακισχιλίων αιώνων. Αλλά η
απαίτησις των κρίνων δεν εξεπληρώθη γιατί το ράπισμα του κηπουρού διετράνωσε
την λευκότατη επιδερμίδα της νέας ημέρας και ζωήρεψε το φέγγος του άσπιλου
στήθους της λέξη προς λέξη και σχεδόν διαγωνίως. («Υψικάμινος»).
Διάλεξα βεβαίως ένα ακραίο παράδειγμα
υπερρεαλιστικής ποίησης, αλλά και η σημερινή ποιητική παραγωγή λίγο πολύ σε ένα
τέτοιο ομιχλώδες περιβάλλον κινείται.
Εδώ λοιπόν οι αποδέκτες-αναγνώστες μπορούν να
σκεφτούν και να φανταστούν ό,τι τους αρέσει, να χαρούν τη ροή των εικόνων, τη
γλώσσα, την ονειρική ατμόσφαιρα, το παράλογο, να έχουν αυτό που λέμε «αισθητική
απόλαυση». (Μπορεί βέβαια και να μην έχουν καθόλου αισθητική απόλαυση, αλλά
αυτή την εκδοχή την παραλείπουμε, διότι δεν μας ενδιαφέρει εδώ). Αν ωστόσο κάνουμε στους αναγνώστες τη μοιραία
ερώτηση: «Και τι θέλει άραγε να μας πει εδώ ο ποιητής με τη Γαλούχηση Φορβάδων;»,
απάντηση μάλλον δεν θα λάβουμε. Ή μπορεί να λάβουμε πλείστες όσες απαντήσεις
που καμιά δεν θα είναι ίδια με την άλλη.
Καθώς λοιπόν η σύγχρονη τέχνη βαδίζει σε νέους
δρόμους, ασαφείς και σκοτεινούς, αναπόφευκτα προέκυψε και η νέα άποψη, ότι
μπορεί ο καλλιτέχνης να δημιουργεί για τους δικούς του ανομολόγητους λόγους, οι
αποδέκτες ωστόσο δεν είναι υποχρεωμένοι να ψάξουν να τους βρουν, ας καταλάβει ο
καθένας ό,τι θέλει.
Προσωπικά διαφωνώ κάθετα με αυτή την άποψη.
Ο καλλιτέχνης πρέπει να επικοινωνεί με το κοινό του
και όχι να είμαστε όλοι ένα σκορποχώρι, όπου ο καθένας ό,τι θέλει καταλαβαίνει
και όλοι μαζί δεν έχουμε καταλάβει τίποτα. Η λεγόμενη «αισθητική απόλαυση» δεν
είναι μια απλώς επιδερμική ευχαρίστηση λέξεων ή χρωμάτων, είναι κάτι πολύ πιο
στέρεο και πιο βαθύ που συνδέει καλλιτέχνη και κοινό με γερούς δεσμούς.
Αν βγαίνοντας από μια θεατρική παράσταση οι θεατές
αρχίσουν να διαπληκτίζονται μεταξύ τους, διότι ο καθένας άλλα κατάλαβε από το
έργο που είδαν, τότε δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: ή οι θεατές για
διάφορους λόγους δεν κατάφεραν να επικοινωνήσουν με το συγγραφέα ή ο συγγραφέας
δεν κατέστησε σαφές στο κοινό του αυτό που ήθελε να πει. Και στις δύο
περιπτώσεις έχουμε μια αποτυχία, το έργο δεν επιτέλεσε την αποστολή του.
Ας επιστρέψουμε στους «Μοιραίους» του Βάρναλη και
ας υποθέσουμε ότι μερικοί βλέπουν στο ποίημα άλλα πράγματα από αυτά που ο
ποιητής πολύ ξεκάθαρα μας λέει. Βλέπουν παραδείγματος χάριν μια υπολανθάνουσα
γοητεία σ’ αυτή την εικόνα της εξαθλίωσης ή πιστεύουν ότι ο ποιητής καταγγέλλει
τον αλκοολισμό ή ακόμα πιο πέρα βλέπουν μια καταφρόνια του ποιητή για όλους
αυτούς τους άχρηστους τεμπέληδες που κάθονται στην ταβέρνα και μπεκροπίνουν,
αντί να είναι στη δουλειά τους, εργατικοί, συνεπείς και προκομμένοι άνθρωποι.
Υποθετικά πάντα μιλώντας, αν κάποιοι είχαν πει στον
ποιητή μια τέτοια προσωπική άποψη, τι νομίζετε ότι θα τους απαντούσε; Ότι, αν
έτσι νομίζετε, έχει καλώς, ο καθένας μπορεί να αποκομίσει από το ποίημα ό,τι
του αρέσει; Δεν θα απογοητευόταν; Δεν θα αναρωτιόταν μήπως απέτυχε να μεταδώσει
το μήνυμά του στους αναγνώστες; Δεν θα εκνευριζόταν που οι αναγνώστες του
κατάλαβαν άλλα αντ’ άλλων;
Και οι σύγχρονοι καλλιτέχνες άραγε, όταν
δημιουργούν, δεν έχουν κάτι κατά νου πέρα από τη μυστική εσωτερική τους ορμή
που τους ωθεί να δημιουργήσουν κάτι; Υπακούουν άραγε τυφλά σ’ αυτή τη μυστική
ορμή και φτιάχνουν πράγματα που ούτε και οι ίδιοι κατανοούν; Αν η Τέχνη έχει
φτάσει σε αυτό το σημείο, τότε καλώς, ο καθένας μπορεί να καταλαβαίνει ό,τι
θέλει και η διάσπαση μεταξύ δημιουργού και κοινού είναι δεδομένη όπως δεδομένη
είναι και η διάσπαση του κοινού σε μεμονωμένα άτομα. Αυτός ο δυνατός, βαθύς
δεσμός που δένει καλλιτέχνες και κοινό έχει καταστραφεί και όλοι μας γυρνάμε
εδώ κι εκεί μονολογώντας ζαλισμένοι ο καθένας στο δικό του σκοπό.
Σ’
αυτή την περίπτωση πρέπει να ξεχάσουμε την καθαρτική, απολυτρωτική σημασία της
Τέχνης που ενώνει το κοινό, που το κάνει να παραληρεί, να κλαίει, να
ενθουσιάζεται, να οραματίζεται προς μια συγκεκριμένη πάντα κατεύθυνση, προς
αυτή που έκανε τον καλλιτέχνη να δονηθεί και να δώσει το συγκεκριμένο του έργο.
Άλλοι θα κλαίνε και άλλοι θα γελάνε και ο καλλιτέχνης θα είναι πολύ
ευχαριστημένος, αρκεί που οι αποδέκτες βρήκαν κάποια στοιχεία στο έργο του και
ταυτίστηκαν με αυτά, άσχετα αν τα στοιχεία αυτά είναι σατιρικά και προκαλούν
άκαιρη συγκίνηση ή τραγικά και προκαλούν άκαιρη ευθυμία.
Αλλά αυτά ισχύουν όλα, όταν η Τέχνη έχει λίγες
απαιτήσεις. Όταν έχει μεγάλες απαιτήσεις, ο καλλιτέχνης μοχθεί να περάσει στον
κόσμο το όραμά του, να τον δονήσει με τον ίδιο τρόπο που δονήθηκε κι ο ίδιος,
να προκαλέσει τη μέθεξη, να γίνει αυτός και το κοινό του Ένα.
Αυτή είναι η μεγάλη Τέχνη, η πραγματική Τέχνη.
Άφησα για τελευταίο παράδειγμα τα πολύ γνωστά
θεατρικά έργα του Σάμουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό», «Ω, οι ωραίες
μέρες» και «Το τέλος του κόσμου». Δύσκολα έργα που απευθύνονται σε ένα
απαιτητικό, υποψιασμένο και προβληματισμένο κοινό, τα οποία όμως έχουν μεγάλη
επιτυχία και διεθνή αναγνώριση. Δεν μπορώ να ξέρω πόσοι από τους αμέτρητους
θεατές που παρακολούθησαν τις αντίστοιχες παραστάσεις ένιωσαν την εσωτερική
δόνηση, αυτή που έκανε τον Μπέκετ να καθίσει και να γράψει αυτά τα έργα με τη
βαθιά υπαρξιακή αγωνία.
Δεν ξέρω επίσης πόσοι θεατές πήγαν να δουν τις
σχετικές παραστάσεις από μόδα ή επειδή έπρεπε να δηλώνουν πληροφορημένοι ή για
οποιονδήποτε άλλο λόγο και μετά βγήκαν έξω και είπαν ότι τους άρεσε πολύ αυτό
που είδαν. Στην υποθετική ερώτηση «τι ακριβώς ήταν αυτό που σας άρεσε;» μια
υποθετική απάντηση του τύπου «μας άρεσε η ατμόσφαιρα του έργου, αυτή η αίσθηση της απόγνωσης και της απελπισίας που
βασανίζει τους ήρωες, η σκηνοθεσία, η υποκριτική ικανότητα των ηθοποιών, γενικά
όλη η παράσταση ήταν πολύ επιτυχημένη», μια τέτοια υποθετική απάντηση θα
έδειχνε την πλήρη αποτυχία σύνδεσης μεταξύ συγγραφέα και κοινού.
Ή
για να το πω με απλό τρόπο, το μήνυμα του συγγραφέα δεν θα έχει περάσει στο
κοινό, το οποίο θα έχει καταλάβει ό,τι του ήταν δυνατό να καταλάβει. Η επαφή
συγγραφέα και κοινού θα έχει ακρωτηριαστεί, το αποτέλεσμα θα είναι μισερό.
Καίτη, με βρίσκεις απολύτως σύμφω-
ΑπάντησηΔιαγραφήνο. Τέχνη είναι
η ικανότητα έκφρα-
σης σκέψεων και αισθημάτων. Οι σκέ-
ψεις και τα αισθήματα εκφράζονται (περιγφονται) με κώδικες κοινά απο-
δεκτούς. Αν οι κώδικες είναι προσω-
πική υπόθεση, στερούνται λόγου κοι-
νοποίησής τους.
Η διαχειρηση της προσωπικής ελευ-
θερίας είναι δύσκολη υπόθεση. Επι-
βάλλει υπακοή σε κανόνες. Ο Καλλι-τέχνης δε νοείται να αποτελεί εξαί-
ρεση.
(δε μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να αναφερθώ στους Πολιτικούς μας: Είνναι ανίκανοι να διαχειριστούν την προσωπική τους ελευθερία!
Καμαρώστε την εικόανα τους!)
Σωστά το λες, Γιώργο, ότι, αν οι καλλιτέχνες έχουν τον προσωπικό τους κώδικα ο καθένας, αναγκαστικά θα μείνουν ανερμήνευτοι.
ΑπάντησηΔιαγραφή