Σελίδες

3/2/13

"Αγαπημένε μου ψυχίατρε, πες μου..." Κριτική της θεατρολόγου Κατερίνας Θεοδωράτου


Η ποιητική συλλογή «Αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…», πρώτη ποιητική δημόσια εμφάνιση της Καίτης Βασιλάκου, εκδόθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τη νουβέλα Αγαπημένε μου ψυχίατρε, ενώ έχουν προηγηθεί τρεις συλλογές διηγημάτων: Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ το 2008, Οι πόρτες το 2010 και Ο τέταρτος κλώνος το 2011.
Η πρωταρχική αίσθηση που μου δημιουργήθηκε διαβάζοντας την ποίησή της, είναι ότι διανύει την απόσταση ανάμεσα στη γνωστή ρήση του Σεφέρη ότι η ποίηση έχει τη ρίζα της στην ανθρώπινη ανάσα και σ` εκείνο που είχε πει ο Τ. Λειβαδίτης: Από τότε που έγραψα τον πρώτο στίχο μου, ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα…
Από τα έγκατα μιας βαθιάς, αγωνιώδους ανάσας ξεπηδάει η ποίηση της Καίτης Βασιλάκου, μιας ανάσας που γίνεται άλλοτε στεναγμός, άλλοτε ρόγχος, άλλοτε κραυγή-επίκληση στη Ζωή κι άλλοτε υποταγή σε μια πανίσχυρη ενόρμηση θανάτου. 



Το πιο συνταρακτικό είναι ότι αυτές οι δύο αρχέγονες δυνάμεις που ορίζουν το ασυνείδητο, η ερωτική ορμή-κατάφαση στη ζωή και το ένστικτο θανάτου ως αυτοκαταστροφική ενόρμηση, συναρτώνται και συμφύρονται ακατάλυτα μέσα στον απόλυτο ανεπίδοτο έρωτα: τον έρωτα μιας γυναίκας για τον ψυχοθεραπευτή της.
Αυτός είναι ο θεματικός πυρήνας της συλλογής, ο κορμός από τον οποίο ωστόσο εκπορεύονται άπειρες διακλαδώσεις: Τα πάντα, αξίες, συναισθήματα, σχέσεις, επαναπροσδιορίζονται μέσα από αυτόν τον έρωτα – καθρέφτη, για να αποκτήσουν μια νέα υπόσταση, ή να καταρρεύσουν οριστικά και αμετάκλητα.
Μέσα σ` αυτό το πάθος, το σαρκοβόρο και ζωοδόχο μαζί –πάνω σ` αυτό το δίπολο ζωής και θανάτου ισορροπεί όλο το έργο- γίνονται παρανάλωμα όλα όσα καθορίζουν και σηματοδοτούν το βίο. Η κανονικότητα της καθημερινότητας υπονομεύεται: [Θα είχαν παιδιά / ένα σπίτι με βιβλιοθήκη / με cd / με dvd ] γράφει η ποιήτρια, και αλλού [οι άλλοι κατά τα ειωθότα / εγώ στο άηθες] Η συμβατική, ασφαλής ευτυχία απαξιώνεται: [Εμείς οι λίγοι / οι εκλεκτοί της Διαφοράς / σημαδεμένοι ανεξίτηλα κι αθέλητα / θα υπομείνουμε τις ευτυχίες σας]. Το απόλυτο Εν, ο κεφαλαίος Έρωτας ζητά επιτακτικά, νιτσεϊκά τη δικαίωσή του απέναντι στις ανάπηρες «ευτυχίες».  Η στοργή και το θάλπος της σχέσης με τη Μητέρα ανασκευάζεται ανελέητα: [Μαμά / θα έκλαιγες / αν ήσουν κάπου σε μιαν άκρη / κι έβλεπες / το έργο των χειρών σου / Εμένα] Ή στο βαθύτατα πικρό και σαρκαστικό [«Οι άνδρες περνούν μαμά» / μόνο εσύ μένεις τελικά / να μας παρηγορείς με το μαστίγιο]. Αισθήματα «καθώς πρέπει» όπως η συμπόνια, απορρίπτονται σαν ξένο σώμα: [Όχι, δεν θέλω / τη συμπόνια σου, / τον ανακλαστικό σου οίκτο. / Συμμέτοχο σε θέλω / στην εξαίσια οδύνη μου] Έξοχος πραγματικά επαναπροσδιορισμός και νοηματοδότηση του αρχαϊκού όρου «συμπάθεια». Η λογική καταρρέει: [Και η λογική μου / σταμάτησε να με σαρκάζει / με παρατηρεί αμήχανη]. Όλα διαλύονται σε ένα φλεγόμενο ποιητικό Σώμα.
Στίχο προς στίχο, λέξη προς λέξη δρομολογείται μια αργόσυρτη και αβάσταχτα οδυνηρή τελετουργία κάθαρσης μέσα από τη βαθμιαία αυτεπίγνωση: [Να το αφήσουμε λέω αυτό / τελείως να ξεδιπλωθεί] και αλλού [Τα δάχτυλά σου στις ουλές μου / και τώρα ξέρω / Τίποτα δε θα είναι όπως πριν] Αυτή η κατάδυση όμως στα βάθη του εαυτού, αυτό το πέρασμα της Αλίκης μέσα από τον καθρέφτη, είναι αμφίβολο αν θα σημάνει κάποιου είδους λύτρωση. Η γυναίκα–«Εγώ» των ποιημάτων είναι μια αντεστραμμένη Αλίκη, που βυθίζεται όχι στη Χώρα των Θαυμάτων, αλλά στη χώρα του ασυνείδητου, του Id, μια χώρα σκοτεινή, δυστοπική, χωρίς εξασφαλισμένο εισιτήριο επιστροφής. Εδώ η κάθαρση ταυτίζεται ενίοτε με την καύση: [Από τα σκοτεινά διάκενα πετάγονται / άγριες γλώσσες φωτιάς] άλλοτε με την έκθεση του αθέατου και ανεπίγνωστου στο φως, ως σαρκοβόρου θηρίου: [Να το αφήσουμε, λέω, έτσι το θηρίο / με τις σπασμένες αλυσίδες του / να δούμε ως πού θα φτάσει / πόσες φορές θα με καταβροχθίσει / μέχρι να χορτάσει]. Αλλά κάθε κάθαρση περνάει σταθερά μέσα από την οδύνη, μια οδύνη ορμητική, τρικυμιώδη, ενσωματωμένη σε μια άγρια ηδονή. Σπάνια η παρήχηση ηδονής – οδύνης έχει ακουστεί τόσο εκκωφαντική στον ποιητικό λόγο. Στην ποίηση της Βασιλάκου, τα δύο αισθήματα – δυνάμεις διαγράφουν τεθλασμένη πορεία, τέμνονται και εφάπτονται αλλεπάλληλες φορές, συχνά αντίρροπα, εν τέλει ομόρροπα. Είναι η αντεστραμμένη εκδοχή της χαρμολύπης, σ` εκείνη τη δύσβατη περιοχή της ύπαρξης όπου ο εαυτός εμφανίζεται γυμνός και άοπλος από κάθε πρόσχημα, κάθε ζωτικό ψεύδος και modus Vivendi, εκεί που η ψυχή έρχεται αντιμέτωπη με το δαίμονά της.
Με αυτό το αθέατο κομμάτι του είναι τάχθηκε να αναμετρηθεί η ποιήτρια. Ο λόγος της, κοφτερός σα μαχαίρι, βυθίζεται ως το κόκκαλο, χωρίς αναισθητικούς εξωραϊσμούς, χωρίς λεκτικά τερτίπια και ακροβασίες. Με μια γλώσσα γυμνή, ψυχρή και μαζί πυρέσσουσα, κυνική και ανηλεώς ειρωνική αλλά και εύθραυστα διάφανη, ανατέμνει άφοβα τους δαίμονές της και τους δαίμονές μας. Φράσεις σύντομες, ασθμαίνουσες, εξπρεσιονιστική εικονοποιία –σπάνια συναντά κανείς τόσο εύστοχη «εικονογράφηση» ψυχικών καταστάσεων- και ένας θυελλώδης ερωτισμός που εκλύεται σχεδόν από κάθε λέξη, σπαρακτικά ανεπίδοτος, για να μας θυμίζει ότι το ανεκπλήρωτο είναι αυτό που δυσκολότερα σβήνει και ευκολότερα μας στοιχειώνει. Γραφή κατά κανόνα πρωτοπρόσωπη, σκληρά εξομολογητική, απομυθοποιητική, δε συγκαλύπτει τίποτα, ούτε στρογγυλεύει τις αιχμές. Το Εγώ στέκεται αμείλικτα απέναντι στον εαυτό του, τον αντικρίζει και τον εξερευνά με χειρουργική ακρίβεια, ό,τι κι αν αυτό επισύρει, και παράλληλα, η σκληρή αυτή εξομολόγηση – ανατομία συμπαρασύρει και τον αναγνώστη, που την οικειοποιείται άμεσα, τον καλεί προκλητικά να αντιμετωπίσει και τα δικά του φαντάσματα, και αν όχι να διαλύσει, πάντως να ορίσει τις προσωπικές του ψευδαισθήσεις. Ένα τελετουργικό αποκάλυψης, κάποτε εφιαλτικό, άλλοτε λυτρωτικό.
Κλείνοντας, ας μου επιτραπεί να καταθέσω μια προσωπική αισθητική εμπειρία. Διαβάζοντας το «Αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…» ένιωσα ότι υπάρχει, πέρα από την κοινή θεματική, μια βαθιά ψυχική συνάφεια ανάμεσα στα ποιήματα της συλλογής και σ` ένα σύγχρονο θεατρικό κείμενο, το μόνο απ` όσο γνωρίζω που πραγματεύεται το θέμα αυτό, τον έρωτα δηλαδή μιας γυναίκας για τον ψυχοθεραπευτή της. Είναι γεγονός πως, παρότι αυτό συμβαίνει συχνότατα στην πραγματική ζωή, στην τέχνη είναι μέχρι στιγμής ταμπού (αν κάποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω ας με διορθώσει). Μιλώ για το «Πήρε τη ζωή της στα χέρια της…» του Βασίλη Κατσικονούρη. Τα δύο αυτά κείμενα συναντιούνται μ` ένα μαγικό, παραπληρωματικό τρόπο, λες και τα ποιήματα είναι το alter ego ή το ασυνείδητο της Φωτεινής, της κεντρικής ηρωίδας του έργου. Πολλά περισσότερα θα μπορούσαν να ειπωθούν, αλλά δεν είναι της στιγμής. Θα αρκεστώ να διαβάσω ένα μικρό, χαρακτηριστικό απόσπασμα μονολόγου από το έργο μαζί με δύο σύντομα ποιήματα από το «Αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…»

[…] Ναι, το ξέρω πως δε θα μπορούσε να είχε γίνει αλλιώς, ή ακόμα κι αν δεν έγινε έτσι ακριβώς, τα μάτια σου –όταν τολμώ να τα κοιτάξω- λένε ότι  έ τ σ ι  θ α 
γ ι ν ό τ α ν ε . Έτσι θα γινότανε αν μας επέτρεπαν οι περιστάσεις, αν μας άφηναν οι συνθήκες, όλα αυτά τα «πρέπει» που ορθώνονται ανάμεσά μας και μας κρατάνε μακριά τον έναν απ` τον άλλο. Όμως μη στεναχωριέσαι εσύ, αγάπη μου, καμιά φορά το τι θα γινότανε έχει μεγαλύτερη σημασία απ` αυτό που γίνεται τελικά. Κι εγώ το νιώθω αυτό που θα γινότανε, κι ακόμα περισσότερο: Το ζω![...]

Ο κόσμος έχει τρεις διαστάσεις
κι άλλη μία ο Χρόνος τέσσερις.
Και μια ακόμα πέμπτη: Εσένα.
Και μια έκτη: το Πάθος.
Και μια έβδομη: την Ηδονή.
Και μια όγδοη: τη Φαντασία
Και την ένατη, την Υποθετική
όπου όλες μαζί οι προηγούμενες
ενώνονται και υλοποιούνται.

Αγαπώ
σε λόγο υποθετικό του απραγματοποίητου,
αγαπώ
στη διάσταση του Αδύνατου.

(Από την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής στο Έναστρον).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου