Γεννήθηκα πριν αρκετές δεκαετίες σε μια Ελλάδα φτωχή και υπανάπτυκτη και εξ απαλών ονύχων πληροφορήθηκα ότι ζω σε μια χώρα με ένδοξο παρελθόν και γι αυτό πρέπει να νιώθω μεγάλη υπερηφάνεια που είμαι Ελληνίδα. Έτσι απέχτησα νωρίς – νωρίς κι εγώ, όπως και όλοι οι συμπατριώτες μου, το γνωστό κόμπλεξ ανωτεροκατωτερότητας και πέρασαν χρόνια μέχρι να μπορέσω να το ξεφορτωθώ.
Φυσικά για τους παρακατιανούς λαούς δεν έτρεφα καμιά εκτίμηση και δεν είχα επ’ αυτού κανένα πρόβλημα, αλλά απέναντι στους ξανθόμαλλους Ευρωπαίους και Αμερικάνους είχα μια περίεργη συμπεριφορά. Από τη μια τους παρατηρούσα με θαυμασμό και ζήλια για τα πλούτη και τον τρόπο ζωής τους κι από την άλλη, αν καμιά φορά βρισκόμουν μπροστά σε κανένα τέτοιον, το έπαιζα έξυπνη και σπουδαία –διότι ξέρετε εγώ είμαι Ελληνίδα, απόγονος των μεγάλων εκείνων, εσείς τίνος αγριάνθρωπου απόγονοι είστε;
Μεγάλωσα μισώντας τους Τούρκους και όλους τους βαλκανικούς λαούς, καθώς επίσης και τους Ρώσους που ήταν κομμουνιστές. Κάποια λίγη συμπάθεια είχα για τους Ιταλούς –ούνα φάτσα ούνα ράτσα με έμαθαν να λέω, αν και ούνα φάτσα ούνα ράτσα ήμουν περισσότερο με τους Τούρκους και τους Βαλκάνιους, αλλά αυτό δεν ήθελα ούτε να το διανοηθώ.
Στο σινεμά που πήγαινα παιδάκι με τους γονείς μου λιγωνόμουν με τις τουαλέτες των κυριών, τα αστραφτερά αυτοκίνητά τους, τις πισίνες τους και τις περίεργες ηλεκτρικές συσκευές που είχαν στα σπίτια τους. Γυρίζαμε έπειτα στο δικό μας σπίτι και ανάβαμε το μαγκάλι για να ζεσταθούμε. Μια φορά παρά λίγο να πεθάνω από τις αναθυμιάσεις.
Ο καμπινές – έτσι τον ήξερα εγώ, άντε και αποχωρητήριο στο πιο επίσημο – βρισκόταν έξω από το σπίτι και ήταν απλώς μια τρύπα στο τσιμέντο. Δίπλα, σ’ ένα πρόχειρο τσιγκέλι, κρέμονταν κομμάτια από παλιές εφημερίδες, ωραία τετραγωνισμένα, (αργότερα έμαθα ότι αυτά τα έλεγαν «χαρτί τουαλέτας») και πιο πέρα ο κουβάς με το νερό.
Στους δρόμους μαζί με τα λεωφορεία και τις κούρσες, τα ταξί δηλαδή, κυκλοφορούσαν και τα κάρα με τα δυστυχή υποζύγια. Οι καβαλίνες ήταν μέρος του ντεκόρ της πόλης μου.
Η μαμά μαγείρευε στην γκαζιέρα που συχνά δεν άναβε και τότε αυτή νευρίαζε και μια φορά θυμάμαι έγινε τόσο έξαλλη που την πέταξε στο διπλανό χωράφι. Μετά από λίγο πήγε και την ξαναμάζεψε κι αυτή τη φορά η γκαζιέρα άναψε και φάγαμε φαγητό το μεσημέρι.
Ο μπαμπάς έφερε μια μέρα ένα ραδιόφωνο στο σπίτι, μάρκα Φίλιπς, κι εγώ ενθουσιάστηκα και είπα «Τώρα όμως είμαστε πλούσιοι, μπαμπά, έτσι δεν είναι;» Ο μπαμπάς χαμογέλασε και δεν θυμάμαι, αν μου απάντησε, πάντως αυτό που κατάλαβα ήταν ότι είχα κάνει ένα άστοχο σχόλιο. Τέλος πάντων σημασία είχε ότι τώρα το σπίτι γέμισε με μουσικές και ειδήσεις. Αυτές τις τελευταίες τις βαριόμουν, τίποτα δεν καταλάβαινα, αλλά έμαθα καινούργιες λέξεις, όπως πχ βασιβουζούκος – κάποια σχέση είχε αυτή η λέξη με τους κακούς Τούρκους απέναντι και την Κύπρο που πάλευε τότε με τους Άγγλους.
Η μαμά αγαπούσε τα ζώα και αυτό ήταν πολύ παράξενο, γιατί κανείς δεν έδινε τότε σημασία στα ζώα. Ούτε και στα παιδιά έδινε κανείς σημασία, εκτός αν ήταν πολύ ενοχλητικά, οπότε έτρωγαν ξύλο. Ο δάσκαλός μας στο δημοτικό κυκλοφορούσε με τη βέργα στο χέρι και είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα αγόρια, τα έδερνε μέχρι που μάτωναν κι εμείς τα κορίτσια τα βλέπαμε μετά να τρέμουν μαζεμένα στη γωνιά και τα λυπόμασταν. Αλλά έτσι είναι η ζωή, οι μεγάλοι δέρνουν και οι μικροί δέρνονται, αυτό ήταν νόμος κι εμείς το ξέραμε πολύ καλά.
Είχαμε και το κατηχητικό που έπρεπε να πηγαίνουμε τα παιδιά κάθε Κυριακή απόγευμα, και εκεί μεταξύ άλλων μαθαίναμε ότι οι Καθολικοί είναι κακοί άνθρωποι. Εμένα δεν μου άρεσε καθόλου εκεί πέρα, αλλά ευτυχώς πήγα μόνο δυο φορές και μετά σταμάτησα, οι γονείς μου δεν με πίεσαν στο θέμα αυτό.
Κατήχηση μού έκανε μια φορά η μαμά μου, μου είπε να είμαι ενάρετη, γιατί αλλιώς δεν θα παντρευτώ και μου έφερε ως παράδειγμα την κυρία Άννα, μια όμορφη γυναίκα, ψηλή, μελαχρινή, που είχε παντρευτεί ένα κακάσχημο αντράκι. Η καημένη η κυρία Άννα, όταν ήταν κορίτσι, έκανε το λάθος και βγήκε ραντεβού με αυτό το κακαντράκι που της πήρε την τιμή. Κι όταν αργότερα οι γονείς της που ήταν πλούσιοι, βρήκαν ένα καλό γαμπρό στα μέτρα τους και ετοιμάζονταν να την αρραβωνιάσουν, εμφανίστηκε το κακαντράκι που ήταν και φτωχό, και είπε «πού θα τη δώσετε την κόρη σας, εγώ την έκανα δική μου και μου ανήκει». Κι έτσι οι γονείς της, τι να κάνουν, του την έδωσαν και η κυρία Άννα χαραμίστηκε κι αυτή και η ομορφιά της και τα πλούτη της. Ενάρετο λοιπόν και ηθικό κορίτσι έπρεπε να είμαι, διότι η φτώχεια και η ηθική ήταν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της κοινωνίας μας τότε.
Η μαμά είχε φτιάξει κάτι σαν ευρεσιτεχνία, ένα κασόνι που το τύλιγε με μια λινάτσα κι εκεί μέσα έβαζε κάθε μέρα ένα κομμάτι πάγου, ήταν ένα είδος ψυγείου δηλαδή, αλλά είχαμε στην κουζίνα κρεμασμένο και το κλουβί, έτσι λέγαμε εμείς το φανάρι, κι εκεί η μαμά φύλαγε την τροφή μας.
Αλλά μη νομίσετε πως ήμασταν φτωχοί. Ο μπαμπάς έπαιρνε καλό μισθό ως δημόσιος υπάλληλος και φορούσαμε ωραία ρούχα, πηγαίναμε και σε ταβέρνες πότε-πότε, κάναμε και εκδρομές με την Περιηγητική. Η μαμά που ήταν συμπονετική έδινε στις φτωχές οικογένειες της γειτονιάς τρόφιμα και τα παλιά μας ρούχα που δεν τα φορούσαμε εμείς.
Αλλά, όποτε έλεγα πως είμαστε πλούσιοι, η μαμά θύμωνε και μου έλεγε «δεν είμαστε, παιδί μου, πλούσιοι, μέτριοι άνθρωποι είμαστε και ζούμε μέτρια, οι πλούσιοι ζουν στα μεγαλεία». Μόνο που τέτοιους πλούσιους στα μεγαλεία δεν έβλεπα πουθενά εκτός από τις αμερικάνικες ταινίες και καμιά φορά και σε κάτι ασπρόμαυρες ελληνικές.
Τέλος πάντων, αν αρχίσει κανείς να μιλά για εκείνο το παρελθόν, δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ. Η ουσία είναι ότι μεγάλωσα σε μια υπανάπτυκτη χώρα μια εποχή που οι Έλληνες τρέφονταν με τη δόξα του παρελθόντος, με τις διδαχές της Εκκλησίας, με αυστηρές ιδέες περί ηθικής και γενικώς με ιδέες εξωπραγματικές και εκτός από αυτή την πνευματική τροφή τρέφονταν επίσης με όσπρια και λαχανικά κυρίως.
Παράλληλα σκότωναν τις αδελφές τους και τις κόρες τους για λόγους τιμής, τραγουδούσαν λυπητερά τραγούδια για τη φτώχια και τη μετανάστευση, ονειρεύονταν πλούσιους γάμους για να σωθούν από τη μιζέρια και είχαν λυμένο το ζωνάρι τους για καβγά.
Από την άλλη υπήρχε λίγο πιο πέρα μια Ευρώπη πλούσια και απρόσιτη, εκτός αν πήγαινε κανείς εκεί ως εργάτης και τότε οι Ευρωπαίοι τον έβλεπαν με περιφρόνηση, γιατί μπορεί να ήταν φτωχός και τίμιος ο δυστυχής, αλλά ήταν και απολίτιστος, βλάχος κανονικός, λούμπεν στοιχείο που δεν είχε ιδέα από τέχνες και ευγένειες δυτικού τύπου και λεπτότητες και άλλες τέτοιες ευαισθησίες. Κι όταν επέστρεφε ο μετανάστης στον τόπο του και έλεγε τι είχαν δει τα ματάκια του στις πόλεις της Ευρώπης, αύξανε κατακορύφως αυτό το εθνικό μας κόμπλεξ ανωτεροκατωτερότητας. Επειδή πολύ θα θέλαμε να ζούσαμε κι εμείς όπως οι Ευρωπαίοι και όχι ξεπεσμένοι και κακομοίρηδες, αλλά ας όψεται η Τουρκοκρατία και μετά ας όψονται και οι Ευρωπαίοι που μας εκμεταλλεύτηκαν, ας όψονται και οι Αμερικάνοι, ας όψονται όλοι οι άλλοι γενικώς, μόνο οι Ινδοί δεν μας έφταιγαν και οι Κινέζοι.
Μια μικρή γεύση εκείνης της ελληνικής πραγματικότητας μάς δίνουν οι ταινίες της εποχής. Αν αφαιρέσουμε τη νοσταλγία που είναι μεγάλος ψεύτης, θα δούμε ένα λαό μίζερο, κακόμοιρο, αγενή, εριστικό και απαίδευτο.
Πέρασαν όμως οι δεκαετίες, φτάσαμε στο 2012. Όλα άλλαξαν εν τω μεταξύ.
Δηλαδή σήμερα δεν είμαστε ένας λαός μίζερος, κακόμοιρος, αγενής, εριστικός και απαίδευτος. Όχι. Ούτε και κόμπλεξ ανωτεροκατωτερότητας έχουμε πια απέναντι στους Ευρωπαίους. Και τέλος πάντων δεν μας παρατάνε κι αυτοί οι Ευρωπαίοι, αρκετά μας έχουν πρήξει. Διότι, όταν εκείνοι ήταν ανεβασμένοι στα δέντρα, εμείς εδώ πέρα γράφαμε τραγωδίες. Άσε που δεν ξέρουν να ζήσουν αυτοί οι άνθρωποι. Δουλειά, σπίτι, δουλειά, μπαρ, σπίτι, μπαρ, δουλειά, τίποτε άλλο δεν κάνουν από το να δουλεύουν και να πίνουν, τέτοια ζώα.
Εμείς εδώ ζούμε μεγαλείο, με τον ήλιο μας, τις θάλασσές μας, τα νησιά μας, τα ξενύχτια μας, τις ατελείωτες γιορτές και τις αργίες μας. Τελευταία το τσούζουμε βέβαια κι εμείς λιγάκι παραπάνω, αλλά δεν βαριέσαι, το θέμα είναι να περνά κανείς καλά. Και είδες τι έπαθε ο Παπαθεμελής που ήθελε σώνει και καλά να κλείνουν τα κέντρα στις δύο το πρωί. Σιγά μην του περνούσε του υπουργού, το δικό μας πέρασε. Έλληνες είμαστε εμείς, δεν είμαστε ξεφτιλισμένοι, ξεθυμασμένοι Ευρωπαίοι.
Και δεν πάνε να βγάζουν νόμους κάθε τόσο, άδικοι είναι, κι εμείς δεν υπακούμε, διότι έχουμε άποψη, έχουμε και προσωπικότητα και κρίνουμε το νόμο και τον βρίσκουμε σάπιο. Κι άμα θυμώσουμε, δέρνουμε. Το’ χουμε αυτό το χούι. Τα κάνουμε γυαλιά καρφιά, μύγα δεν σηκώνουμε στο σπαθί μας. Δέρνουμε πολιτικούς, διαδηλωτές, αστυνομικούς, δημοσιογράφους, μετανάστες, φοιτητές, ό,τι βρούμε, δέρνουμε, γιατί το λέει το φυλλοκάρδι μας.
Λοιπόν, μη μας κουνάνε το δάχτυλο οι Ευρωπαίοι και μη μας φοβερίζουν, γιατί εύκολα τις παίρνουμε τις ανάποδες εμείς και θα τους στείλουμε στο διάολο καμιά ώρα, πολλά πολλά δεν σηκώνουμε. Δεν σας γουστάρουμε, ρε, δεν σας πάμε, κι αν θέλετε να ξέρετε, στην Ένωση ήρθαμε με το ζόρι, μας έφεραν με το έτσι θέλω οι πολιτικοί μας. Εμείς ήμασταν εναντίον και διαδηλώσεις κάναμε και φωνάζαμε, δεν θέλαμε να μπούμε στην Ένωση, αλλά ας όψονται οι πολιτικοί μας.
Μια χαρά τα βολεύαμε μόνοι μας εδώ πέρα, είχαμε τη δραχμούλα μας και την Ακρόπολή μας και σας το είχαμε στείλει το μήνυμα μέσω Eurovision «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου», μια χαρά περνούσαμε χωρίς εσάς. Και όταν ρίξαμε τη χούντα (εμείς τη ρίξαμε, εντάξει;) γεμίσαμε τα στάδια και τραγουδούσαμε μες την τρελή χαρά «τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, να την πετιέται, να την, να την, να την πετιέται», ωχ, μανούλα μου, έπρεπε να ήσασταν εδώ εκείνες τις ημέρες που ρίξαμε τη χούντα (εμείς τη ρίξαμε, να εξηγούμαστε) και να βλέπατε ενθουσιασμό, γέμιζαν τα γήπεδα κόσμο που παραληρούσε στις συναυλίες, τι χαρά, Θεέ μου, ήταν εκείνη, τι εθνική ανάταση...
Και η Κύπρος την ίδια ώρα κομμένη στα δυο να φτύνει αίμα και να χάνονται εκεί πέρα τα παλικάρια, να χάνεται και η τελευταία ελπίδα της ένωσης, από τις μεγαλύτερες εθνικές τραγωδίες, πρόσφυγες τα αδέλφια μας, ξεριζωμένοι από τα χωριά τους με το πένθος και τον τρόμο στην καρδιά τους - αλλά εμείς εδώ, ωχ, μανούλα μου, τι γιορτές και πανηγύρια, τι χαρές ήταν εκείνες, επειδή ρίξαμε τη χούντα (εμείς τη ρίξαμε, εν τάξει;) «τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις», μα τι λαός γενναίων είμαστε τέλος πάντων, τι σπάνιος και χαρισματικός λαός. Κι ούτε ένα δάκρυ, ούτε ένα για τα αδέλφια μας στην Κύπρο.
Και να σου πω και το άλλο; Στο βάθος-βάθος δεν το πολυγουστάρουμε να το παίζουμε Ευρωπαίοι, εμείς ανατολίτες είμαστε, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, όχι Καθολικοί και Προτεστάντες, είναι το DNA μας αυτό. Πώς οι πάμπλουτοι Σαουδάραβες είναι ακατέργαστοι σκηνίτες καμηλιέρηδες και δεν θα γίνουν ποτέ δυτικοί; Έτσι κι εμείς, στο βάθος είμαστε βοσκοί, δεν αλλάζει αυτό. Εν τάξει;
Έχω μόνο μια απορία: αυτό το νέο κόμπλεξ που αποχτήσαμε, πώς το λένε;
Φθόνο του Ευρωπέους!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν μπορω να μην συμφωνήσω
ΑπάντησηΔιαγραφήσε γενικές γραμμες
με το κειμενο κυρια Βασιλακου
Ετσι αυτοχαρακτηριζεται ο Ελληνας
Αλλα δεν υπαρχει λαος
Που να μην πιστευει τα ιδια
και ακομη περισσοτερα
για τον εαυτο του
Οι Γερμανοι πχ πιστευουν
οτι ειναι ανωτεροι απο τους αλλους λαους
Δεν κατάγονται από το ζωικό βασιλειο
οπως οι αλλοι κατοικοι στη γη
Οι προγονοι τους δηλαδη δεν ηταν πιθηκοι
αλλα ότι κατεβηκαν από τον Αρη
Καθενας φτιαχνει το δικο του παραμυθι
Δεν με εκπλήσσει καθολου
-
Κείμενο καθρέφτης― εύχομαι να άντεχαν πολλοί να το διαβάσουν & να είχαν το θάρρος να καταλάβουν πως δεν έχει μέλλον "ένας λαός μίζερος, κακόμοιρος, αγενής, εριστικός και απαίδευτος"
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκόμα ήθελα να θυμήσω στον αγαπητό @Velvet πως ο Χίτλερ πέθανε κι η Γερμανία έχει αυστηρότατους νόμους κατά του ρατσισμού & κάθε ιδέας φυλετικής ανωτερότητας κι αυτοί οι νόμοι κι η σεχτική διδασκαλία έφερε αποτέλεσμα: οι σύγχρονοι Γερμανοί δεν είναι αυτοί που βλέπουμε στις ταινίες αντίθετα από τους Έλληνες που λίγο να ξύσουμε το λούστρο των ακριβών κοστουμιών θα αναγνωρίσουμε ακόμα στους πολιτκούς μας τις χειρονομίες του Καραγκιόζη (κυριολεκτώ, προσέξτε το πάνω-κάτω δεξί χέρι όλων, από τριών Παπανδρέου ως Αβραμόπουλου).
Αγαπητή μου Καίτη το χάρηκα & κοινοποιώ.
kkokkolis, κάπως έτσι, θα έλεγα κι εγώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήVelvet, όσο πιο καθυστερημένος είναι ένας λαός, τόσο μεγαλύτερη ιδέα έχει για τον εαυτό του, επειδή χρειάζεται το μύθο του για να επιβιώσει. Οι Ιρακινοί πιστεύουν ότι είναι σπουδαίοι, γιατί από τον τόπο τους, λένε, ξεκίνησε ο πολιτισμός. Οι Αιγύπτιοι ομοίως. Μόνο που οι σημερινοί Ιρακινοί και Αιγύπτιοι είναι άραβες και δεν έχουν καμιά σχέση με τον πολιτισμό που άνθισε στις χώρες τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα, Δάφνη. Οι Έλληνες κοιταζόμαστε σε παραμορφωτικούς καθρέφτες και έχουμε χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάθε λαός "μεγαλώνει" με τις αντιφάσεις τις "ιδιαιτερότητες" και τους αστικούς-εθνικούς μύθους που γεννάει για αυτόν η κάθε φορά κυρίαρχη ιδεολογία. Ίσως κάποια στιγμή πρέπει να δούμε και τους υλικούς όρους (και τα αντίστοιχα συμφέροντα)μέσα από τους οποίους αυτή αναπαράγεται και κάνει προπαγάνδα μέσω του Πολιτισμού και της Παιδείας στο "μέσο άνθρωπο" του κάθε τόπου (η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται :)
ΑπάντησηΔιαγραφήMitsakos Faz, συμφωνώ. Οι Αμερικανοί πχ πιστεύουν ότι είναι ο λαός που ο Θεός προόρισε να κυβερνήσει τον κόσμο. Οι Εβραίοι είναι κι αυτοί περιούσιος λαός. Οι Ναζί ομοίως πίστευαν στην ανωτερότητά τους και οι κομμουνιστές στη Σοβιετική Ένωση είχαν την εντύπωση ότι ήταν οι σκαπανείς του νέου κόσμου. Όμως σήμερα οι προηγμένοι ευρωπαϊκοί λαοί τείνουν να απαλλαγούν από τέοιες ιδεοληψίες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε γενικές γραμμές έτσι φαίνεται να συμβαίνει στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες... Και σε μία άλλη κλίμακα και στην Ελλάδα παρά τα όσα εύστοχα περιγράφει το κείμενο. Έχουν γεννηθεί νέες κοινωνικές δυνάμεις και μάλιστα η κρίση έπαιξε για αυτές το ρόλο της μαμής, αν και μένουν μακριά από το πολιτικό πλαίσιο. Επιμένω πάντως πως ο βαθμός "κοινωνικής ωριμότητας" πάει με την υλική εξέλιξη. Από τη μία ανοίγει νέους δρόμους ενώ παράλληλα προσπαθεί να χαλιναγωγεί για να προασπίσει τα κεκτημένα. Η Ελλάδα πάντα και παντού ακολουθούσε και ακολουθεί..
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα έλεγα ότι εδώ η ξαφνική (και σύντομη) υλική ευημερία μάς βρήκε απροετοίμαστους, δεν μεσολάβησε ο απαραίτητος χρόνος, ώστε από νεόπλουτοι να γίνουμε φυσιολογικοί εύποροι. Τώρα με την κρίση οι αντιδράσεις μας είναι σπασμωδικές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητή Καίτη δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε διαβάζω, είναι σαν να είσαι μες το μυαλό μου και εκφράζεις αυτά που σκέπτομαι με τούτο τον υπέροχο τρόπο σου, να είσαι καλά!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο καλοκαίρι βρέθηκα για 15 μέρες στην Αιθιοπία και είναι σαν να μπήκα σε ένα καθρέπτη του πρόσφατου παρελθόντος μας, ελπίζω να μην ξαναγυρίσουμε εκεί.....
Νικάριε, δεν θέλω ούτε να σκεφτώ κάτι τέτοιο. Είπαμε να στριμωχτούμε, όχι να εξαθλιωθούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταπληκτικό κείμενο... Ευχαριστούμε κυρία Βασιλάκου για την εξαιρετική προσέγγιση στην εθνική μας ιδεοληψία.....
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεροπαράξενε, σε ευχαριστώ κι εγώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήἘθνικὰ ἀνασφαλεῖς;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤουλαχιστον, εἴμαστε τὸ πιὸ φιλελεύθερο κράτος τῆς Βορείου Ἀφρικῆς. Κάτι εἶναι κι αὐτό.
Καίτη, ἐξαιρετικό.
Τηλεγραφητή, μ' έκανες και γέλασα. Και βέβαια, πάντα υπάρχουν άλλοι πιο κάτω από μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή