Σελίδες

15/2/12

Παιδιά που μεγαλώνουν μόνα τους



Δευτέρα, 13 Φεβρουαρίου, 2012. Καμένο το κέντρο της Αθήνας για άλλη μια φορά, περπατούν οι περαστικοί κατηφείς, οι υπάλληλοι του δήμου μαζεύουν κομμάτια και θρύψαλα, σπασμένα μάρμαρα, πέτρες και άλλο πολεμικό υλικό. Τα αδέσποτα σκυλιά περιφέρονται εδώ κι εκεί και αναρωτιούνται τι έπαθαν πάλι τα αφεντικά οι άνθρωποι, κάθε τόσο αυτή η ιστορία, αηδία καταντήσαμε πια.  Πίσω από τις βιτρίνες που έμειναν σώες κάποιοι γνώριμοι τύποι στην τηλεόραση ωρύονται κατά το ειωθός.  
Έχει πέσει το σκοτάδι, κάνει ψύχρα.
Στην οδό Σταδίου τρόλεϊ και αυτοκίνητα ανηφορίζουν προς την πλατεία Συντάγματος κι οι επιβάτες κοιτάζουν με περιέργεια από τα παράθυρα τους πολίτες που είναι συγκεντρωμένοι στο πεζοδρόμιο και κρατούν κεριά στα χέρια. Τι είναι πάλι τούτοι, αναρωτιούνται, όμως το φανάρι ανοίγει και τα αυτοκίνητα ξεχύνονται προς τα εμπρός, οι πολίτες με τα κεριά μένουν πίσω. 
Στέκονται αυτοί εκεί, απέναντι από τον κινηματογράφο "Αττικόν" που η πρόσοψή του είναι αποκαΐδια, και διαμαρτύρονται βουβά. Διαμαρτύρονται για την καταστροφή των ιστορικών κτηρίων της πρωτεύουσας, για τους βανδαλισμούς, για την αγριότητα των καιρών, για την κοινωνική βία που έχει διαβρώσει τον τόπο.



Όμως δεν αρέσει σε όλους αυτό που συμβαίνει απέναντι από τον κινηματογράφο «Αττικόν».  Μια βουβή διαμαρτυρία με κεριά για ένα σινεμά που ψιλοκάηκε, τι σόι διαμαρτυρία είναι; Και δηλαδή για το σινεμά λυπούνται αυτοί;  Και δεν λυπούνται τους ανθρώπους που έχουν μείνει χωρίς δουλειά, που δεν έχουν να ταΐσουν τα παιδιά τους, που πετιούνται στο δρόμο, γιατί δεν έχουν χρήματα για το ενοίκιο, που τριγυρίζουν στις λαϊκές  και μαζεύουν ό,τι έχει απομείνει μαραμένο στα τελάρα; Το σινεμά τούς πόνεσε τώρα;
Οι άνθρωποι με τα κεριά έχουν υπόψη τους αυτό τον αντίλογο. Παρ’ όλα αυτά επιμένουν να στέκονται βουβοί απέναντι από το μισοκατεστραμμένο κινηματογράφο. Λυπούνται για όλα όσα συμβαίνουν στη χώρα. Λυπούνται για το διεθνή διασυρμό της, για τον ξεπεσμό της, για την ανομία της, για την έκπτωση των αξιών της. Λυπούνται για τη διάλυση του κοινωνικού  ιστού,  για την πονηρία των πολιτικών, για τη διάτρητη οικονομία που έφερε στους Έλληνες την απελπισία. Λυπούνται, αλλά δεν βρίζουν κανέναν. Ούτε καν αυτούς που έκαψαν την Αθήνα.
Μια ηλικιωμένη συγγραφέας ανάμεσά τους δέχεται να πει δυο λόγια στους ρεπόρτερ που ήρθαν να καταγράψουν το γεγονός. Λέει πως είναι κρίμα να καταστρέφονται τα ιστορικά κτήρια της πόλης, πως έτσι διαγράφουμε το παρελθόν μας, πως θα μείνουμε στο τέλος χωρίς μνήμη. Μιλά ήρεμα και απλά. Το βιντεάκι ανεβαίνει στο διαδίκτυο την άλλη μέρα  και το βλέπει ο κόσμος. Ιδού μερικά σχόλια που ακολούθησαν:
«Στ’ αρ@@δια μου η ιστορία μας. Αν δεν έχεις μέλλον, τι να την κάνεις την ιστορία;»
«Άει στο διάολο μωρή τσου@@νόγρια, δε θέλουμε τίποτα που να θυμίζει την πουσ@γενιά σας, άντε να ανάψεις κάνα κερί σε κανέναν άστεγο, καρ@λα». (Σε άπταιστα greeklish).
«Χα χα χα χα τι ηλίθιοι». (Σε άπταιστα greeklish).
«Κεριά και αρ@@δια. Κλάψτε τις πέτρες και τα τούβλα, να έχουν και τα γα@@κάναλα να δείχνουν κατιτίς». (Σε άπταιστα greeklish).


Νεαρά παιδιά πρέπει να είναι αυτά που έκαναν τα σχόλια.  Παιδιά που η οικογένειά τους δεν φρόντισε να τα εκπαιδεύσει, απλώς τα έφερε στον κόσμο και τα άφησε να μεγαλώσουν μόνα τους. Μεγαλώνοντας μόνα τους τα παιδιά πήραν την αγωγή τους από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της απαξίωσης, της παρακμής, της χυδαιολογίας, της επιθετικότητας και της ατιμωρησίας.  Η γενιά που βρίζουν είναι η γενιά των γονιών τους. Ο θυμός που βγάζουν από μέσα τους είναι θυμός εναντίον των γονιών τους.  Και οι πρώτοι που θα υποστούν τα αποτελέσματα αυτού του θυμού, θα είναι οι γονείς τους που αργότερα θα κλαίνε και θα αναρωτιούνται, γιατί το παιδί τους βγήκε έτσι.
Και ποια είναι εκείνα τα άτομα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας που μεταλαμπαδεύουν τέτοιες αρχές και αξίες στα παιδιά που μεγαλώνουν μόνα τους; Είναι  οι γείτονες, οι φίλοι, οι συγγενείς, οι γνωστοί και οι άγνωστοι που πιπιλίζουν την καραμέλα: «Εδώ πεινάνε οι άνθρωποι κι εσείς κλαίτε τα ντουβάρια». Ή σε άλλη παραλλαγή: «Εδώ πεινάνε οι άνθρωποι κι εσείς ταΐζετε τα σκυλιά».
Διότι αυτό ακριβώς συνέβη, όπως μας διηγείται ένας πολίτης που ήταν κι αυτός προχθές με το κεράκι του απέναντι από το «Αττικόν».
Μεταφέρω επί λέξει τα γραφόμενά του: « Γυναικεία σιλουέτα σε σχετικώς απόμερο σημείο  με το κατσαρολάκι στο ένα χέρι προσπαθούσε με το άλλο να ταΐσει ένα άρρωστο σκελετωμένο σκυλί που προφανώς δεν μπορούσε μόνο του να αναζητήσει τροφή. Διερχόμενος τύπος, καθώς απομακρυνόταν, την έψεξε. “Δεν ντρέπεσαι, εδώ άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα κι εσύ ταΐζεις σκυλί;” Η σιλουέτα με τη σακούλα του φαγητού ανά χείρας χάθηκε στο βάθος του δρόμου, δίχως να δώσει καμιά σημασία».


Ήταν πράγματι μια ξεδιάντροπη γυναίκα αυτή που τάιζε το άρρωστο σκυλί. Προκαλούσε με τη συμπεριφορά της. Έπρεπε τα αποφάγια της να τα προσφέρει στο συνάνθρωπο.  Μπορεί βέβαια για το συνάνθρωπο να είχε φυλάξει μια καλύτερη μερίδα, αυτό δεν το ξέρουμε.  Ξέρουμε όμως ότι, αν κάποιος νοιάζεται για ένα πεινασμένο άρρωστο ζώο,  είναι αδύνατο να μη νοιάζεται και για τον πεινασμένο άρρωστο άνθρωπο.  Θυμώνει όμως, όταν ακούει τέτοιες κουβέντες. Και τις ακούει συχνά από διάφορους φιλάνθρωπους που είναι αναίσθητοι για τα άλλα πλάσματα του κόσμου τούτου. Και υποψιάζεται επίσης ότι αυτοί οι Τιμητές δεν κάνουν τίποτα για τον αναγκεμένο άνθρωπο.  
Για τον αναγκεμένο άνθρωπο υπάρχουν οι άλλοι.  Οι Τιμητές απλώς γνωρίζουν και ορίζουν τι πρέπει να κάνουμε και τι όχι.  Είναι οι λαϊκοί, ανώνυμοι πνευματικοί ταγοί που θα διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά που μεγαλώνουν μόνα τους. Θα τους πουν ψέματα. Θα τους πουν ότι δεν έχει αξία η ιστορία ενός τόπου, δεν έχει αξία η γλώσσα του, δεν έχουν αξία τα μνημεία του. Θα τους πουν ότι η ευαισθησία είναι πολυτέλεια περιττή, ότι η νέα γενιά είναι θύμα της προηγούμενης και πρέπει οπωσδήποτε να την απαξιώσουν, κανένα να μην εξαιρέσουν. Θα τους πουν «εσείς είστε το άλας της γης» και τα παιδιά που μεγαλώνουν μόνα τους θα το πιστέψουν. Θα τους πουν «εσείς θα αλλάξετε τον κόσμο» κι εκείνα θα το πιστέψουν. Θα τους δώσουν το λοστό στο χέρι και θα τα στείλουν στον αγώνα. «Τίποτα να μη μείνει όρθιο από αυτό το σάπιο κόσμο», θα τους πουν. Και τα παιδιά θα υπακούσουν. Θα κάψουν τον τόπο τους, τον τόπο που έμαθαν να μισούν.

 
Οι άλλοι εν τω μεταξύ κρατούν τα κεριά τους και στέκονται σιωπηλοί. Διαμαρτύρονται ή πενθούν άραγε;  Θα φανεί στο μέλλον.


8 σχόλια:

  1. ο συμβολισμός είναι ως γνωστόν μια μοναδική δυνατότητα του ανθρώπινου εγκέφαλου, αλλά μπορεί να γίνει και υπερβολή σε..ανεγκέφαλο, οπότε μπορεί να χάνεται με το μέτρο και η αξία του..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. κσ, η υπερβολή καταστρέφει το συμβολισμό. Δεν διαφωνώ. Αν και εδώ δεν βλέπω καμιά υπερβολή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Η νέα γενιά είναι οργισμένη,θλιμμένη,αμήχανη
    και άτυχη.

    Η γενιά μου δεν δανειζόταν από τους χρηματοπιστωτές , από τα παιδιά της δανειζόταν και άφηνε την γαλούχηση τους
    στα βιζάκια της Μενεγάκη .

    Η νέα γενιά δεν θα είναι χειρότερη από την δικιά μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. habilis, κι εγώ το ίδιο πιστεύω, η νέα γενιά δεν θα είναι χειρότερη από τη δική μας, θα είναι καλύτερη. Δεν ανήκω στους γκρινιάρηδες μεσήλικες που λένε πως ο κόσμος χάλασε.
    Εδώ μιλώ για μια κατηγορία νέων ανθρώπων, όχι για όλους τους νέους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή