Κάθε φορά που μαθαίνω ότι κάποιος πέθανε, στέκομαι μετέωρη για λίγες στιγμές. Αυτός, σκέφτομαι, δεν συμμετέχει πια σ’ αυτό που λέμε ζωή. Είναι μια παράξενη αίσθηση. Επειδή αυτό που συμβαίνει είναι παράξενο και η γλώσσα μας δεν μπορεί και δεν θέλει να το διατυπώσει με ακρίβεια.
Αν πρόκειται για κάποιο πρόσωπο γνωστό στο ευρύ κοινό, τα ΜΜΕ χρησιμοποιούν το τυποποιημένο ρήμα «έφυγε». Όταν λέμε «έφυγε», μέσα σε εισαγωγικά πάντα, χρησιμοποιούμε ένα συνθηματικό κώδικα, επειδή το έφυγε χωρίς εισαγωγικά, θα μας έστελνε λάθος πληροφορία. Με τα εισαγωγικά ξέρουμε τι συνέβη. Ο άνθρωπος αυτός πέθανε.
Το ρήμα πεθαίνω είναι άσχημο. Εκτός από την άσχημη σημασία του, έχει και άσχημο ήχο. Αυτό το π και θ κοντά-κοντά και μετά και το ν και ανάμεσά τους το ε, όλα μαζί προκαλούν μια απωθητική ακουστική εντύπωση. Βέβαια υπάρχουν και οι λέξεις πάθος και πόθος, όπου το π και το θ δεν μας ενοχλούν, όμως αν το καλοσκεφτούμε, αυτά τα δύο σύμφωνα που εκφέρονται με τα δόντια και τα χείλη είναι σαν να κρατούν τη σημασία της λέξης με κόπο μέσα στο στόμα μας, σαν η λέξη να θέλει να ξεφύγει από μέσα μας και να πεταχτεί έξω. Έτσι το πάθος και ο πόθος είναι λέξεις που δείχνουν πως το υποκείμενο θέλει να βγάλει προς τα έξω κάτι που είναι μέσα του και το τυραννά. Το ρήμα πεθαίνω υποδηλώνει το ίδιο πράγμα. Κάτι είναι μέσα μας και θέλει να βγει προς τα έξω. Το ν στην προκειμένη περίπτωση είναι μια δειλή προσπάθεια να αποτρέψουμε αυτό το γεγονός, καθώς η γλώσσα αναστρέφεται και ακουμπά στην άκρη του ουρανίσκου μας. Όμως το ν είναι έρρινο σύμφωνο και αυτό σημαίνει ότι το κάτι που θέλει να βγει έξω, θα προσπαθήσει να βγει έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν χρειαστεί να διασχίσει τα ρουθούνια μας.
Ίγκμαρ Μπέργκμαν: "Η Έβδομη Σφραγίδα"
«Έφυγε» λοιπόν μέσα σε εισαγωγικά. Εκτός αν πούμε «Έφυγε από τη ζωή» και τότε είμαστε σαφέστατοι. Φεύγω από τη ζωή σημαίνει εγκαταλείπω μια κατάσταση για να περάσω σε μιαν άλλη. Και επειδή δεν ξέρουμε ποια είναι η άλλη κατάσταση ( είναι μια άλλη διάσταση ή το απόλυτο κενό;) γι αυτό δεν χρησιμοποιούμε στην προκειμένη περίπτωση φράσεις όπως: «Ο γνωστός καλλιτέχνης τάδε πήγε στην ανυπαρξία» ή «Ξεκινά τώρα τη νέα του μετενσάρκωση» ή «Μπήκε στη διαδικασία ανταλλαγής της ύλης» ή «Μόλις αφίχθη στον Παράδεισο» ή «Αναχώρησε για την Κόλαση». Λέμε απλά «έφυγε από τη ζωή». Αυτό είναι το απολύτως βέβαιο. Πού πήγε; Άγνωστο.
Καμιά φορά λέμε άλλες φράσεις που είναι όμως αμφίβολης εγκυρότητας, όπως πχ «είναι τώρα κοντά στο Θεό» ή, με πιο λόγιο τρόπο, «απεδήμησεν εις Κύριον». Τέτοιες φράσεις όμως τις λέμε μεταξύ μας. Ποτέ δεν ανακοινώνουμε επίσημα το θάνατο κάποιου με αυτό τον τρόπο, γιατί δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τίποτα μετά θάνατον. Ακόμα και για πρόσωπα εγνωσμένης αγαθότητας ή υποτιθέμενης θεοσέβειας χρησιμοποιούμε πιο ασφαλή ρήματα, όπως «εκοιμήθη» ή «ανεπαύθη».
Το ρήμα «κοιμάμαι» έχει εδώ μεταφορική σημασία, καθώς ο νεκρός θυμίζει άνθρωπο που κοιμάται κι έτσι αποφεύγουμε το δυσάρεστο ρήμα «πεθαίνω». Ομοίως τα νεκροταφεία τα λέμε «κοιμητήρια», μια πολύ καθησυχαστική λέξη που δεν μας αγριεύει.
Edvard Munch: "The Death Bed"
Το ρήμα «αναπαύομαι», αν και χρησιμοποιείται κι αυτό μεταφορικά, ωστόσο είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Επειδή όλοι σιωπηρά έχουμε συμφωνήσει ότι η ζωή είναι αγώνας, μόχθος, διαρκής προσπάθεια με απρόβλεπτες ατυχίες, μικρές νίκες και πολλές ήττες. Όταν αυτός ο αγώνας φτάσει στο τέλος του, τότε μιλάμε επιτέλους για ανάπαυση. «Ανεπαύθη» λοιπόν, ησύχασε από όλη αυτή την προσπάθεια, τώρα είναι μακάριος.
Αυτός που φεύγει από τη ζωή, «έφυγε από κοντά μας», «δεν είναι πια ανάμεσά μας». Με τις φράσεις αυτές υπονοούμε ότι όλοι εμείς που είμαστε ακόμα ζωντανοί, είμαστε μια μεγάλη παρέα. Κάποιος κάθε τόσο φεύγει από την παρέα που σημαίνει ότι δεν μπορούμε πια να τον δούμε, να τον αγγίξουμε, να τον ακούσουμε, δεν συμμετέχει στην παρέα, δεν συμμετέχει σ’ αυτό που λέμε ζωή. Είναι σαν να βγαίνει από το παιχνίδι. Οι άλλοι παίκτες μένουν για λίγο αμήχανοι, μουδιασμένοι, σκεφτικοί, μετά συνεχίζουν το παιχνίδι. «Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους», λένε.
Dorobantu Dan Vivian: "Hamlet"
Και αυτή είναι η πιο ακριβής φράση, η κυριολεκτική, χωρίς καμιά νοηματική μεταφορά. Η ζωή ανήκει στους ζωντανούς. Αυτοί θα τη συνεχίσουν, θα κάνουν πολλά, θα δουν πολλά, θα αναγκάσουν τα πράγματα να προχωρήσουν λίγο πιο πέρα και κάποια στιγμή «θα αναχωρήσουν εις τα αιωνίους μονάς» κι αυτοί (άλλη μια μεταφορά). Ή «θα βλέπουν τα ραδίκια από κάτω» (λαϊκός αυτοσαρκασμός).
Εν τω μεταξύ η ζωή προχωρεί ακάθεκτη στηριζόμενη στους εκάστοτε ζωντανούς. Δεν έχει καμιά ανησυχία για τις καθημερινές απώλειες των ανθρώπων. Αναπληρώνονται την ίδια στιγμή με νέους ανθρώπους που «έρχονται στη ζωή» (από πού έρχονται δηλαδή;) για να συμμετάσχουν στο παιχνίδι, όσο τα μάτια τους βλέπουν τον ήλιο (ομηρική φράση). Όσο για το μακαρίτη, αυτός «μάς άφησε χρόνους» (ευχή για τη δική μας τουλάχιστον μακροημέρευση).
Woody Allen:"Life and death"
Ακόμα και η γλώσσα δεν τον θέλει το θάνατο, Καίτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμως πόσα "α" έχει η λέξη "ανάσταση", σκεφτόμουν ( τι να σημαίνει συτό;)
Εξαιρετική η εικονογράφηση, ωστόσο.
Μπορεί να σημαίνει ότι μένουμε με το στόμα ανοιχτό από έκπληξη ή απορία.
ΑπάντησηΔιαγραφήλαογραφική ανασκόπηση του διαφορετικού ¨ειδείν"των επιζώντων γιά την ατεκμηρίωτη εικαστική οπτικότητα μιάς μετάβασης από την ζωϊκη ύπαρξη-- με καθορισμένο σχήμα--στην υλική διασπορά απελευτερωμένη από την συγκεκριμένη μνημική ενέργεια,έτοιμη, θαρρείς,στους προξενικούς προθαλάμους της επαναγείωσης στην ανοιχτή μήτρα της ύλης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣπυρος Δαρσινός
Σπύρο, εσύ μας το είπες ποιητικά και επιστημονικά μαζί.
ΑπάντησηΔιαγραφή