Κάποτε, πριν αρκετά χρόνια, αναρωτήθηκα κάποια στιγμή πώς έγινε και πλούτισε τόσο ξαφνικά η Ελλάδα, τι ήταν αυτό που μεσολάβησε και από χώρα φτωχή και αναπτυσσόμενη, χώρα αποστολής μεταναστών, μεταμορφώθηκε μέσα σε ελάχιστα χρόνια σε χώρα πλούσια και υπερκαταναλωτική που υποδεχόταν μετανάστες για να κάνουν τις παρακατιανές δουλειές που εμείς πια δεν καταδεχόμασταν.
Περί τα οικονομικά ήμουν και είμαι ανίδεη, αλλά πάντως δεν έβλεπα να έχουν γίνει τέτοιες αλλαγές στον τόπο που να δικαιολογούν τόσο ξαφνικό πλούτο. Βαριά βιομηχανία δεν είχαμε, την αγροτική παραγωγή την είχαμε εγκαταλείψει, η ναυτιλία μας δεν είχε προοδεύσει περισσότερο και μόνο ο τουρισμός έφερνε κάποιο χρήμα.
Πώς είχαμε πλουτίσει έτσι απότομα; Ασφαλώς, σκέφτηκα, αυτό έχει να κάνει με την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τώρα ανήκουμε στις ευημερούσες χώρες του πλανήτη και κάπου εκεί στα γραφεία των Βρυξελλών κλείνονται συμφωνίες επωφελείς για τους Έλληνες. Μέχρι εκεί έφτανε το μυαλό μου. Εννοείται ότι είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στους πολιτικούς που κυβερνούσαν τον τόπο, διότι, σκεφτόμουν, εγώ μπορεί να είμαι αδαής περί τα οικονομικά, εκείνοι όμως δεν είναι, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους, και επίσης μπορεί να τσακώνονται μεταξύ τους τα κόμματα εξουσίας και να αλληλοκατηγορούνται - έτσι παίζεται το δημοκρατικό παιχνίδι - αλλά, όταν αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση, εργάζονται για το καλό του τόπου.
Είχα τόση αφέλεια, το παραδέχομαι. Δεν πέρασε στιγμή από το μυαλό μου ότι αυτοί που είχαν κάθε φορά την εξουσία της χώρας, ήταν τόσο άσχετοι στα οικονομικά όσο είμαι κι εγώ. Λίγο πολύ καταλάβαινα ότι κάποιοι από αυτούς δεν ήταν έντιμοι, από την άλλη όμως αρνιόμουν να δεχτώ ότι τόση πολυπραγμοσύνη, τόσα πήγαιν’ έλα στις Βρυξέλλες, τόσες συναντήσεις, χειραψίες, χαμόγελα και συμφωνίες δεν αποσκοπούσαν στο συμφέρον της χώρας. Δεν μπορεί, κάτι έκαναν όλοι αυτοί που πηγαινοέρχονταν μεταξύ Αθήνας και Βρυξελλών και ιδού το εκπληκτικό αποτέλεσμα: γίναμε κι εμείς επί τέλους Ευρωπαίοι, απαλλαχθήκαμε από το κόμπλεξ του Βαλκάνιου, δεν έχουμε σε τίποτα να ζηλέψουμε τον Ιταλό, το Γάλλο, τον Ολλανδό.
Έτσι η γενιά μου που μεγάλωσε σε μια Ελλάδα της φτώχιας και της μιζέριας, που στο σχολείο οι δάσκαλοι τής έλεγαν «είμαστε μια χώρα φτωχή αλλά περήφανη με ένδοξο παρελθόν», που η μόνη της διασκέδαση ήταν το κυριακάτικο σινεμά (καμιά φορά και στα όρθια, γιατί δεν υπήρχαν θέσεις), που φορούσε τα ίδια ρούχα χρόνος έμπαινε χρόνος έβγαινε και πήγαινε στη δουλειά με τα πόδια και μόνο αν έβρεχε, έπαιρνε το λεωφορείο, αυτή η γενιά πριν το καλοκαταλάβει, βρέθηκε με διαμερίσματα και εξοχικά, με τρία ιδιωτικά αυτοκίνητα ανά οικογένεια, με μικρά σκάφη, με σινιέ ρούχα, με απαραιτήτως θερινές διακοπές και με τακτικές αποδράσεις για ψώνια στο Λονδίνο και τη Ρώμη, με φιλιππινέζες και ιδιωτικό διδακτικό προσωπικό για τους βλαστούς της, με φανταχτερά περιοδικά που πρότειναν το επιβεβλημένο lifestyle και με αλλόκοτα ρεστοράν που σέρβιραν αλλόκοτα και πανάκριβα εδέσματα.
Τόσο χρήμα, τόσο άφθονο χρήμα και κανείς ποτέ δεν βγήκε δημόσια να ρωτήσει: «Μα πώς πλουτίσαμε έτσι ξαφνικά;» Κανείς ποτέ δεν βγήκε να μας προειδοποιήσει: «Προσέξτε, σπαταλάτε ξένα χρήματα, θα έρθει η ώρα της λυπητερής και θα είναι πολύ δύσκολη». Έτσι λοιπόν, των οικιών ημών εμπιμπραμένων, ημείς άδομεν, όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας. Είχε μπει φωτιά στα σπίτια μας κι εμείς τραγουδούσαμε ανέμελα. Ή καλύτερα: τραγουδούσαμε ανεύθυνα, σαν ανήλικα που τα χαρτζιλικώνει ο μπαμπάς για να μη κάνουν φασαρία.
Πρώτοι που φταίνε είναι οι ανεύθυνοι που διαχειρίστηκαν τα οικονομικά της χώρας, καταχράστηκαν το δημόσιο χρήμα και κατασπατάλησαν δανεικά χρήματα σε άρτο και θεάματα χαρτζιλικώνοντας έναν επίσης ανεύθυνο λαό. Αυτός ο λαός, δηλαδή εμείς, είμαστε οι δεύτεροι που φταίμε. Γιατί ουδέποτε αναρωτηθήκαμε για τίποτε, απλώς αφεθήκαμε να διαφθαρούμε και να αποχαυνωθούμε και τώρα φωνάζουμε πως δεν μπορούμε να ζήσουμε φτωχικά.
Θα μάθουμε όμως. Ή καλύτερα, θα θυμηθούμε πώς είναι ζει κανείς φτωχικά.
Δεν έχουμε δυστυχώς καμιά άλλη επιλογή.
Αυτό που περιγράφεις τόσο γλαφυρά αγαπητή Καίτη έχω την αίσθηση ότι είναι η επιφάνεια μιας πραγματικότητας, χωρίς να εννοώ ότι είναι ρηχή η προσέγγισή σου (κάθε άλλο). Όμως όλη αυτή η πραγματικότητα που περιγράφεις αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι μιας διεθνούς πραγματικότητας. Η μεσαία τάξη διεθνώς αποτελεί την καταναλωτική βάση για τις πολυεθνικές εταιρείες. Συμφέρον είχε η παγκόσμια άρχουσα τάξη να συμπιέσει το εργατικό κόστος παραγωγής, αλλά από την άλλη να μην μειώσει τις καταναλωτικές δαπάνες αυτής της εργατικής (μεσαίας) τάξης. το εργαλείο ήταν τα δάνεια (βλέπε δάνεια για αγορά κατοικίας) και το πλαστικό χρήμα (πιστωτικές κάρτες). Για να σιγουρευτούν οι τράπεζες ότι τα δάνεια θα αποπληρωθούν, τα ασφάλιζαν. Όταν το βιοτικό επίπεδο της μεσαίας τάξης που είχε δανειστεί δεν της επέτρεπε να αποπληρώσει τα δάνεια (που εικονικά βελτίωσαν τη ζωή της) οι τράπεζες ζήτησαν από τις ασφαλιστικές εταιρείες να τις αποζημιώσουν. Όμως κάποια στιγμή οι οφειλές ήταν τόσο μεγάλες και ο αριθμός των δανείων που αδυνατούσαν να εξυπηρετηθούν τόσο μεγάλος ώστε το σύστημα κατέρρευσε αφού οι ασφαλιστικές εταιρείες κατέρρευσαν από το βάρος της αδυναμίας τους. Αυτό έγινε στις ΗΠΑ από όπου ξεκίνησε μια κρίση της οποίας το μέγεθος κατά τη γνώμη μου δεν έχει ακόμα φανεί. Και αυτός είναι ο λόγος που όλοι "καίγονται να σώσουν" την Ελλάδα, αλλά κυρίως μέσω αυτής (της Ελλάδας, αλλά και της Πορτογαλίας και άλλων χωρών) το τραπεζικό και χρηματιστικό σύστημα που είναι στη βάση όλης αυτής της απίστευτης κερδοσκοπίας, που με μαφιόζικο τρόπο εκμεταλλεύεται τον πλούτο των χωρών.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣαφώς το πολιτικό μας σύστημα είναι σαθρό, σαφώς οι πολιτικοί μας είναι σε σημαντικό βαθμό (τουλάχιστον οι καλά δικτυωμένοι από όλα τα κόμματα) κομμάτι αυτού του διεθνούς κερδοσκοπικού παιχνιδιού. Να πω ότι φταίμε που τους ψηφίζουμε?? Πόσες επιλογές έχουμε?? Να πω ότι φταίμε γιατί αποτελέσαμε – πολλοί από μας - κομμάτι του πελατειακού συστήματος?? Όμως θα ήταν αφέλεια να πιστέψουμε ότι η διαφθορά αφορά μόνο στην Ελλάδα και στο σύστημα το δικό μας. Οι γερμανικές, γαλλικές, Αμερικανικές κτλ., εταιρείες δίνουν παντού μίζες για να πάρουν έργα. Δημιουργούν πολέμους για να πάρουν έργα. Ρίχνουν τις απείθαρχες κυβερνήσεις, εκβιάζουν κτλ., για να πάρουν έργα. Έχουμε άραγε αναρωτηθεί πόσοι Έλληνες (πολιτικοί, υπουργοί, κεφαλαιούχοι, μεγαλομέτοχοι, ιδιοκτήτες ποδοσφαιρικών σωματείων κτλ.), δεν θησαυρίζουν με τα ελληνικά ομόλογα και με το ελληνικό δημόσιο χρέος. Τελικά αυτοί δεν είναι οι ίδιοι που φοροδιαφεύγουν και φτιάχνουν τους νόμους και τα μνημόνια και την εφαρμογή των μνημονίων στα μέτρα τους?? Τι είναι αυτοί?? Δεξιοί, ακροδεξιοί, αριστεροί, Πασόκοι?? Τι είναι??
Συμπέρασμα: Ας μην αυτό-μαστιγωνόμαστε για όλα. Υπάρχουν πολλά για τα οποία δεν είμαστε υπεύθυνοι γιατί δεν τα ελέγχουμε. Τελικά δεν πρέπει να μάθουμε απλά να ζούμε με τα λίγα. Καλούμαστε να ξαναγίνουμε κοινωνία που ζει με αλληλεγγύη, μια δημοκρατική κοινωνία που θα κρατάει το μέλλον της στα χέρια της και θα αποβάλλει από τους κόλπους της τους κηφήνες, τους αλήτες, τους δοσίλογους (όπου γης).
Υ.Γ. Μια κοινωνία ανοικτή και στις άλλες κοινωνίες, γιατί όλοι στα ίδια σκατά είμαστε βουτηγμένοι.
Νίκο, η ανάλυσή σου ήταν σύντομη αλλά σαφέστατη. Αν βγούμε από τα στενά όρια της Ελλάδας και δούμε τι γίνεται παραέξω, μάλλον θα απελπιστούμε περισσότερο. Ζούμε ακόμα σε ένα κόσμο βαρβαρότητας και έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο σχόλιο του φίλου, πιο πάνω, περιέχει τα στοιχεία της αλήθειας, αλλά όχι πάντα με την σωστή σειρά ή αιτιακές σχέσεις ή προθετικότητες. Ναι, ο τελευταίος μαρξιστής θα έλεγε ότι είχαμε μια κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου. Από το 1970 και μετά, τα κέδη συσσωρεύονταν εις βάρος της εργασίας που έχανε συνέχεια σε μέρισμα του ΑΕΠ που η ίδια ηύξανε. Αυτή σήμαινε μικρότερη δυνατότητα κατανάλωσης των όλο και περισσότερων αγαθών που η όλο και πιο παραγωγική εργασία δημιουργούσε. Την διαφορά κάλυψε η πίστωση. Πάνω στις δανειστικές υποχρεώσεις στήθηκαν αξίες, που στοιχημάτιζαν στην απρόσκοπτη ροή των δόσεων αποπληρωμής, οι αξίες αυτές ήσαν τα ομόλογα, που τιτλοποιούσαν σήμερα, εξαργύρωναν δηλαδή σήμερα, τις αυριανές ροές. Λέγονται χρεώγραφα, ή ομόλογα, αυτά. Τούτο δημιούργησε μια φρενήρη πείνα να δημιουργούνται τέτοιες αξίες, με την πιστωτική επέκταση, δηλαδή την παροχή όλο και περισσότερων δανείων, σε άτομα, εταιρείες, κράτη. ο κατακλυσμος με χρήμα, ειδικά όταν μπήκαν και τα κρατικά κεφαλαια, Κίνας κλπ, έρριξε τα επιτόκια, και μάλιστα τα μακροπρόθεσμα, δημιουργώντας, ότι αποκαλούμε ανόστροφη καμπύλη απόδοσης. Όλο και περισσότερο χρήμα, πλασματικό χρήμα, στοίχημα σε μελλοντικές ταμειακές ροές, απαιτουσε υψηλότερες αποδόσεις. Άρχισαν να δανείζουν με τιμωρητικά υψηλότερα επιτόκια τους αναξιόχδρεους, με ενεχυρα τα σπίτια που αγόραζαν με τα δάνεια τους. Το κόστος μακροπρόθεσμου δανεισμού -χρηματοδότησης για τους πιστωτές ήταν αφυσικα χαμηλό, δάνειζαν έτσι άσκεφτα. Τα ασφαλιστρα των.. επισφαλών δανείων, ήταν άλλος ένας τρόπος να δημιουργηθούν αξίες πάνω στις ταμειακές ροές, και αξίες πάνω στις αξίες αυτές, μια πυραμιδα ολόκληρη πάνω στον αναξιοχρεω χελωνάκο στον πάτο. Μια μέρα ο χελωνακος είδε το βουνό απο πάνω του, τρόμαξε, και σηκώθηκε άφησε πίσω του τα κλειδια, είπε, φτάνει, αρκετά γλεντησα, δεν βαστώ το κόστος τώρα, Κι η πυραμίδα που στήθηκε πάνω στον χελωνάκο, κατέρρευσε. Τώρα, τα κερδοκοπικά κεφαλαια, δημιουργουν τα κερδη τους στρεφόμενα κατά των χρεών των αδυνάμων κυβερνήσεων και ζητουν πανωτόκια, υπερχρεώνοντάς τες για τις αδυναμίες που τα ίδια δημιουργούν, υπερχρεώνοντας τες, δηλαδή αυξάνοντας το κοστος δανεισμου των. Τοκογλυφία. Γιαννης κερνά και Γιάννης πίνει. Κι η ευρώπη το κατέστησε αυτο δυνατόν, γιατι επιτρέπει δανεισμο των κρατών μονο από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κι όχι από τις κεντρικες τους τράπεζες. Την πατάει ο αδύναμος, που είναι αδύναμος, οχι μονο για δικούς του λογους υπερδανεισμου ή σπατάλης (οι ΗΠΑ και η Βρετανία ήσαν πιο σπάταλες), αλλά γιατί... πατιέται πιο εύκολα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤίτος Χριστοδούλου
ΑπάντησηΔιαγραφήΤίτο, κάτι κατάλαβα, έτσι όπως μας τα γράφεις. Μπερδεμένη υπόθεση τελικά τα οικονομικά, αλλά ο φρόνιμος άνθρωπος (και το φρόνιμο κράτος)φροντίζει να μην καταναλώνει περισσότερα από όσα κερδίζει. Αυτή είναι μια πολύ παλιά, απλή και χρήσιμη συνταγή που σήμερα την έχουμε ξεχάσει.
ΑπάντησηΔιαγραφή