Διάβασα προ καιρού τους στίχους ενός ανώνυμου ποιητή που καταγγέλλει την αλλοτρίωση που έχει υποστεί ο άνθρωπος ζώντας μέσα σε μια κοινωνία άδικη, σκληρή και ανάλγητη. Σας τους παραθέτω:
Τα αδέλφια είναι κακά,
οι σημερινοί φίλοι δεν αγαπούν.
Σε ποιον να μιλήσω σήμερα;
Οι καρδιές είναι άπληστες,
άρπαξαν όλοι τα αγαθά των συντρόφων τους».
Με αυτούς τους στίχους εκφράζει ο ποιητής τη βαθιά απογοήτευση και την αποδοκιμασία του για τον ξεπεσμό της κοινωνίας, όπου κανείς πια δεν μπορεί να εμπιστευθεί κανένα, ούτε τα αδέλφια του ούτε τους πιο στενούς του φίλους, γιατί όλοι έχουν γίνει άρπαγες και άπληστοι. Ο ένας κατακλέβει τον άλλον χωρίς ενδοιασμό, ούτε τους συντρόφους του δεν σέβεται.
Έχει δίκιο, δεν έχει;
Μόνο που δεν μιλά για μας ο ποιητής. Ο άνθρωπος αυτός δεν έχει ιδέα για τα σημερινά μας χάλια. Έζησε...πότε λέτε; Πριν μια γενιά ίσως; Τότε που τραγουδούσαμε θυμωμένοι τους «κ...έλληνες» του Σαββόπουλου;
Όχι.
Μήπως πριν δύο; Όταν τραγουδούσαμε τους στίχους του Βάρναλη «μες την υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές»;
Ούτε.
Πριν τρεις γενιές, έστω; Όταν τραγουδούσαμε νοσταλγικά: «Όμορφή μου Αθήνα, πού’ ν’ τα χρόνια κείνα τα παλιά»;
Ούτε και τότε.
Πότε τέλος πάντων έζησε αυτός ο ποιητής;
Ψυχραιμία: Έζησε τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν!
Ήταν ένας αιγύπτιος ποιητής της 12 ης Δυναστείας που θρηνούσε για τη μοναξιά του μέσα σ’ ένα φαύλο κόσμο. Τίτλος του ποιήματος: «Ο βαριεστημένος από τη ζωή άνθρωπος». Πότε πρόλαβε και βαρέθηκε; Άγνωστο. Πάντως μαύρη απαισιοδοξία τον τυλίγει:
«Κοίτα,
το όνομά μου βρωμάει
πιο πολύ από τη μυρωδιά του ψοφιμιού
τις μέρες του καλοκαιριού,
όταν είναι ζεστός ο αέρας».
Τέτοια αυτομαστίγωση.
Πιο κάτω έχει και αυτοκτονικούς ιδεασμούς:
«Ο θάνατος είναι στα μάτια μου σήμερα
όμοιος με την ευωδιά της σμύρνας...
όμοιος με την ευωδιά του νούφαρου...»
Απαισιόδοξος μέχρι το κόκαλο δηλαδή. Ευτυχώς γι αυτόν πέθανε, χωρίς να υποπτευθεί πού θα καταντούσε η ανθρωπότητα τέσσερις χιλιάδες χρόνια αργότερα.
Ανεξάρτητα από την ομορφιά των στίχων αυτών που εκφράζουν τα συναισθήματα του διαχρονικού ανθρώπου, θα ήθελα περισσότερο να σταθούμε στη διαπίστωση του ποιητή ότι «σήμερα ο κόσμος χάλασε», μια διαπίστωση που διατρέχει, ως φαίνεται, το γένος των ανθρώπων από την αρχή της δημιουργίας του.
Οι άνθρωποι νοσταλγούμε γενικώς. Δεν ξέρω τι ακριβώς νοσταλγούμε. Ίσως θέλουμε ασυνείδητα να επιστρέψουμε στα δέντρα, από τα οποία κρεμόμασταν κάποτε. Δεν μας αρέσει το τώρα. Το τώρα είναι αμελητέο για μας. Το τότε είχε γοητεία. Ιδίως αν έχουμε περάσει τα σαράντα. Όσο για το μέλλον, αυτό είναι οπωσδήποτε ζοφερό.
Εκτός αν είμαστε νέοι και ξεκινούμε τη ζωή μας με το γνωστό ενθουσιασμό. Στην περίπτωση αυτή το μέλλον έχει μεγάλη σημασία και αυτά που λένε οι γέροι, εμείς τα ακούμε με την ανάλογη βαρεμάρα. Περνούν κατόπιν τα χρόνια, καβατζάρουμε κι εμείς τα σαράντα και τότε αλλάζουμε βιολί. Παρατηρούμε μελαγχολικοί τη νέα γενιά και ανησυχούμε για τα χάλια της. Πάνε οι αξίες, διαβρώθηκαν τα ήθη, χάθηκε η στοιχειώδης ηθική. Ο κόσμος χάλασε. Έχει έρθει η ώρα της νοσταλγίας
Υπάρχει μέσα μας ένας μηχανισμός που δουλεύει προς αυτή την κατεύθυνση. Απαλείφει από το παρελθόν όλα τα άσχημα, τα δύσκολα, τα επώδυνα και συντηρεί με την ανάλογη εξιδανίκευση τα ευχάριστα. Προχωρεί μάλιστα ακόμα πιο πολύ: εξιδανικεύει και τα δυσάρεστα. Την κλισέ φράση «ναι, ήταν δύσκολες εποχές τότε, αλλά ήταν και ωραίες», την έχουμε ακούσει όλοι πολλές φορές.
Η γνώμη μου είναι ότι βλέπαμε ωραίες εκείνες τις εποχές, επειδή ήμασταν νέοι. Η νεότητα είναι από μόνη της μια όμορφη κατάσταση. Είναι κρίμα που οι νέοι δεν μπορούν να το καταλάβουν αυτό, παρά μόνο, όταν πάψουν να είναι νέοι.
Κι όμως στα χρόνια της νεότητας πολλά πράγματα στη ζωή δεν είναι ευχάριστα. Το άγχος των σπουδών, η επαγγελματική αποκατάσταση, ο προϊστάμενος που μας καταπιέζει, οι μικρές σχετικά απολαβές μας, οι ερωτικές μας ατυχίες, η αβεβαιότητά μας , αν αξίζουμε τελικά κάτι ή αν δεν αξίζουμε τίποτα, αυτά όλα δεν είναι ευχάριστα πράγματα.
Επίσης ο κόσμος γύρω μας, όπως συμβαίνει πάντα, είναι στραβός και άδικος, πόλεμοι παντού στον πλανήτη, οικονομική κρίση, κοινωνική αδικία, εγκληματικότητα, διαφθορά. Ακούμε τους μεγαλύτερους που ανησυχούν, χάλασε, λένε, ο κόσμος, στην εποχή μας δεν συνέβαιναν τέτοια πράγματα. Τους ακούμε, αλλά δεν τους δίνουμε σημασία. Εμείς έχουμε τα δικά μας προσωπικά βασανάκια, τα ερωτικά, τα υπαρξιακά, τα φοιτητικά, τα επαγγελματικά. Συμφωνούμε με τους μεγαλύτερους, όταν μας συμφέρει (« τι κόσμος είναι αυτός που μας παραδώσατε;»), μετά ξεχνιόμαστε, γιατί είμαστε μια χαρά προσαρμοσμένοι σ’ αυτόν τον κόσμο. Εξάλλου δεν γνωρίσαμε και κανέναν άλλον.
Αργότερα παντρευόμαστε, φτιάχνουμε τη δική μας οικογένεια και έχουμε τώρα νέα βασανάκια. Πολλή δουλειά στο γραφείο, δεν προλαβαίνουμε και ο χρόνος τρέχει, παιδικές αρρώστιες, κοινωνικές υποχρεώσεις, διακοπές , γιορτές, αργίες, είναι και η επαγγελματική εξέλιξη που μας απορροφά πολύ και η κοινωνική δικτύωσή μας, η πολιτική επίσης μας απασχολεί, στις συναντήσεις με τους φίλους αναλύουμε τη διεθνή κατάσταση, καθώς και τις τιμές που ανέβηκαν πάλι στα ύψη, παράλληλα χτίζουμε εκείνο το εξοχικό στο οικοπεδάκι που κληρονομήσαμε και κάνουμε και τα ανάλογα όνειρα- εν τω μεταξύ μεγαλώνουμε. Τα παιδιά μας μεγαλώνουν κι αυτά και έρχεται η στιγμή που μπαίνουν στην εφηβεία.
Και τότε ξαφνικά ο κόσμος μάς φαίνεται ξένος. Άλλα ήθη, άλλες μόδες, άλλη γλώσσα. Οι νέοι μάς σπρώχνουν στην άκρη, θέλουν εκείνοι να καταλάβουν το κέντρο. Δεν μας αρέσει καθόλου αυτό. Εξάλλου τι ξέρουν οι νέοι από τη ζωή;
Αλλά μήπως είναι καλύτεροι οι μεγάλοι; Ο τάδε που στη σχολή ήταν ο τελευταίος, κοίτα τώρα πού αναρριχήθηκε. Υπάρχει σήμερα γενικώς μια εξαχρείωση. Στα νιάτα μας ήταν αλλιώς ο κόσμος, πιο έντιμος, πιο καθαρός. Υπήρχε τέλος πάντων μια σταθερότητα. Τώρα όλα έχουν γίνει άνω κάτω, δεν ξέρεις πια ποιον να εμπιστευθείς.
Έχει έρθει η ώρα να πούμε κι εμείς, όπως τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν ο βαριεστημένος από τη ζωή ποιητής μας:
«Σε ποιον να μιλήσω σήμερα;
Τα αδέλφια είναι κακά,
Οι σημερινοί φίλοι δεν αγαπούν.
Σε ποιον να μιλήσω σήμερα;
Οι καρδιές είναι άπληστες,
άρπαξαν όλοι τα αγαθά των συντρόφων τους».
Ή σε μια άλλη, πιο κοντινή μας παραλλαγή:
«Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί,
είναι όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια,
αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί...»
Θα διαφωνήσω λιγάκι, Καίτη μου, με την τρελή νοσταλγία για τα τρομακτικά είκοσι, με τον φυσικό σαδιστικό συνδυασμό λάμψης και μαύρης ασχετοσύνης, και τα τρομακτικότερα τριάντα με τον κοινωνικό μαζοχιστικό συνδυασμό λάμψης και μαύρων ενοχών, κι ακόμα γιατί, μετά τα σαράντα βάλε, που όποιος έχει επιβιώσει των προηγούμενων βασανιστηρίων, τότε μόνο μπορεί για λίγο να σηκώσει κεφάλι κι επιτέλους ν' αρχίσει να νιώθει ότι η πολυπόθητη ανάσα αυτόνομης ζωής είναι εφικτή, (αφού αποσύρονται σιγά σιγά και η φύση με τα σπιρούνια της και οι κοινωνικές επιταγές με τις κορώνες τους), νιώθουμε επιτέλους λιγάκι πιο ήρεμοι και πιο δυνατοί ( και καλογυμνασμένοι, σαν κομάντα) να ανοίξουμε τα (σουρομαδημένα, είναι η αλήθεια) φτερά μας και να τραβήξουμε επιτέλους το δικό μας δρόμο προς το λαμπρά υποσχόμενο μέλλον...της αγριότητας των γηρατειών!
ΑπάντησηΔιαγραφή----------------
* Το "αχρείον" των γηρατειών είναι μια αξιοσημείωτη θουκυδίδεια έκφραση.
** Στην πλατωνική Πολιτεία αναφέρονται σαφώς οι ανθρωπινότερες συνθήκες ζωής μετά τα σαράντα.
*** Στη "Λήθη" του ο Μαβίλης έχει μια...διδακτική εικόνα νοσταλγίας, να μην αναφέρουμε και τον Ταρκόφσκι και το χοντρύνουμε!
AKG, θα διαφωνήσω επί της διαφωνίας σου. Επειδή στην ουσία συμφωνώ μαζί σου. Όμως όσοι δεν νοσταλγούν το παρελθόν, όσοι πέρασαν δύσκολη νιότη και μετά στην ωριμότητά τους ανακαλύπτουν την ομορφιά της ζωής (έστω και σουρομαδημένη), είναι αριθμητικά λιγότεροι από τους άλλους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια ωραία απάντηση δίνει και ο Μαβίλης στη "Λήθη" του (να μην αναφέρουμε τον Ταρκόφσκι).
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικά, οι νεκροί έχουν σοβαρούς λόγους να νοσταλγούν, όπως μας λένε κι οι ποιητές.
AKG, δεν είμαι σίγουρη, αν θα ήθελαν οι νεκροί να ξαναζήσουν, στην φανταστική περίπτωση που θα είχαν μνήμη.
ΑπάντησηΔιαγραφή