Σελίδες

13/5/24

28. Ένατο Δημοτικό σχολείο: ο διευθυντής ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



Το σχολείο μου είναι ψηλά στον κεντρικό δρόμο και εδώ κάνω παρέα με άλλα παιδιά από άλλες γειτονιές. Η Βαρβάρα κάθεται στο μπροστινό θρανίο και είμαστε φίλες. Στα διαλείμματα κυνηγά η μία την άλλη και, άμα χτυπήσει το κουδούνι, γυρνάμε στην τάξη λαχανιασμένες και κατακόκκινες, αλλά μας αρέσει το κυνηγητό πολύ. Μετά όμως καθόμαστε ήσυχες, γιατί τώρα δεν έχουμε  την παλιά μας δασκάλα, έχουμε τον διευθυντή του σχολείου που είναι αυστηρός και δέρνει με το παραμικρό.

 

Τα κορίτσια δεν τα δέρνει πολύ, μόνο αν κάνουμε κάτι σοβαρό. Όπως μια φορά που έπιασε μερικές από μας να μην έχουμε γράψει τις ασκήσεις και τότε μας σήκωσε στον τοίχο και ετοιμάστηκε να μας δείρει με τη βέργα. Εμείς είχαμε παγώσει όλες και τρέμαμε και πιο πολύ φοβόταν η Αργυρώ που άπλωνε το χέρι της και μόλις ο δάσκαλος έκανε να κατεβάσει τη βέργα, αυτή το τραβούσε πίσω, μέχρι που αυτός της το άρπαξε και το κράτησε ακίνητο και με το άλλο του χέρι της έδωσε τη βιτσιά. Εγώ ήμουν τελευταία και έτρεμα από τον φόβο μου και, όταν ήρθε η σειρά μου, άπλωσα το χέρι μου, αλλά μου είχε κοπεί η αναπνοή, τόσο πολύ φοβόμουν. Την έφαγα τη βιτσιά και πόνεσα πάρα πολύ και μετά για μερικές μέρες φαινόταν το σημάδι στην παλάμη μου.

 

Μια μέρα ξέχασα να φέρω μαζί μου το τετράδιο της αριθμητικής και φοβήθηκα πολύ μη με δείρει πάλι ο δάσκαλος και πήγα και του το είπα. «Να πας να το φέρεις» μου είπε αυτός, γιατί νόμιζε πως του έλεγα ψέματα. Έφυγα τρέχοντας, κατέβηκα στον κεντρικό δρόμο, μπήκα στον κήπο των Παπαδάκηδων, πέρασα δίπλα από την αποθήκη τους και βγήκα στο πίσω χωράφι. Σκαρφάλωσα στο τοιχάκι και κατέβηκα στον δικό μας κήπο, ανέβηκα την ξύλινη σκάλα και έφτασα στο σπίτι μας. Αλλά η μαμά έλειπε και η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Κι αν γύριζα πίσω και έλεγα στον δάσκαλο ότι έλειπε η μαμά μου, αυτός δεν θα με πίστευε και θα μ’ έδερνε.

 

Δεν ήξερα τι να κάνω και αποφάσισα να περιμένω τη μαμά να γυρίσει. Αλλά αυτή αργούσε και άρχισα να φοβάμαι ακόμα πιο πολύ. Και τότε είδα τη Βαρβάρα να σκαρφαλώνει στο τοιχάκι και να κατεβαίνει στον κήπο μας. Την είχε στείλει ο δάσκαλος να δει τι κάνω και γιατί αργούσα. Κρύφτηκα να μη με δει. Αυτή είδε το σπίτι μας κλειστό κι έφυγε. Μετά ήρθε η μαμά και της είπα τι συμβαίνει. Πήρα το τετράδιο της αριθμητικής, αλλά δεν ήθελα να γυρίσω μόνη μου στο σχολείο, ήθελα να έρθει και η μαμά μου να πει την αλήθεια στον δάσκαλο. Πήγαμε μαζί και η μαμά μου του εξήγησε κι έτσι ο δάσκαλος δεν με έδειρε. «Άμα είναι άταχτη, να την τιμωρείτε όμως», του είπε φεύγοντας.


***

Στη φωτογραφία: το σχολείο μου στα χρόνια που φοιτούσα εκεί.


(Συνεχίζεται)

 

 

8/5/24

27. Η αγάπη είναι μια περίεργη υπόθεση ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



 

Η αγάπη είναι κάτι που έχουν οι άνθρωποι, αλλά το κρατούν μέσα τους και δεν πρέπει να το δείχνουν, γιατί άμα το δείχνουν, αυτό φανερώνει αδυναμία. Το σωστό είναι να μη δείχνεις την αγάπη σου, γιατί αυτό είναι κάτι σαν ντροπή. Εγώ έτσι το καταλαβαίνω.

 

Την πρώτη φορά που το κατάλαβα ήταν ένα βράδυ που ήμασταν στην κουζίνα. Ο μπαμπάς διάβαζε την εφημερίδα του και η μαμά με κάτι καταγινόταν στον νεροχύτη. Εγώ δεν είχα τι να κάνω κι έπαιζα με την καρέκλα που καθόμουν. Την έσπρωχνα προς τα πίσω με την πλάτη μου κρατώντας το τραπέζι και την ξανάφερνα μπροστά.

 

Το έκανα συνέχεια, ώσπου κάποια στιγμή δεν υπολόγισα σωστά και έγειρε η καρέκλα πολύ και έχασα την ισορροπία μου. Πήγαινα κατ’ ευθείαν να βροντηχτώ στα πλακάκια της κουζίνας και να σπάσω το κεφάλι μου. Και τότε αστραπιαία η μαμά και ο μπαμπάς πετάχτηκαν κι άρπαξαν την καρέκλα μαζί και οι δύο. Την έφεραν στη θέση της και μετά βουβοί γύρισαν ο καθένας σ’ αυτό που έκανε. Ο μπαμπάς συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα του και η μαμά να ασχολείται στον νεροχύτη. Κανείς δεν είπε τίποτα.

 

Εγώ πέρασα την τρομάρα μου κι έμεινα να αναρωτιέμαι γιατί αυτή η σιωπή. «Με έσωσαν», σκέφτηκα. « Επομένως με αγαπούν. Αλλά γιατί δεν λένε τίποτα; Γιατί δεν με μάλωσαν; Γιατί δεν με συμβούλεψαν να μην το ξανακάνω;» Αυτή η σιωπή μού φάνηκε πολύ παράξενη. «Μ’ αγαπούν, αλλά δεν θέλουν να το πουν», σκέφτηκα. «Αν το πουν, αυτό θα δείξει αδυναμία. Άρα για την αγάπη δεν πρέπει να μιλάμε. Ούτε να τη δείχνουμε. Είναι κάτι σαν ντροπή να δείχνουμε αγάπη. Την κρατάμε μέσα μας και μένουμε σιωπηλοί». Αυτό το συμπέρασμα έβγαλα.

 

Το ίδιο έγινε λίγο καιρό αργότερα, όταν το λεωφορείο γλίστρησε σε ένα χαντάκι.

 

Με τη μαμά πηγαίναμε καμιά φορά έξω από την πόλη για μπάνιο, σε ένα μέρος με ωραίες παραλίες, όλο αμμουδιά και η θάλασσα ήταν εκεί πολύ καθαρή σαν το κρύσταλλο. Ένας φίλος των γονιών μου είχε εκεί ένα κτήμα και μας φιλοξενούσε όλη την ημέρα. Λίγο πριν βραδιάσει, παίρναμε το λεωφορείο και γυρίζαμε στην πόλη.

 

Ένα απόγευμα που γυρίζαμε, η μαμά κάθισε στα πίσω καθίσματα. Το λεωφορείο είχε λίγους επιβάτες και μπορούσες να κάτσεις όπου ήθελες. Εγώ πήγα και κάθισα μπροστά για να βλέπω καλύτερα έξω. Λοιπόν, κάτι έγινε κάποια στιγμή, δεν ξέρω τι, και το λεωφορείο γλίστρησε και οι ρόδες του από τη μια μεριά έπεσαν στο διπλανό χαντάκι που όμως δεν ήταν βαθύ, γιατί οι ρόδες του από την άλλη μεριά έμειναν στον δρόμο. Προχώρησε έτσι για λίγο και μετά σταμάτησε.

 

Ο κόσμος άρχισε να ουρλιάζει, φωνές, κραυγές, τρομάξαμε όλοι. Εγώ κρατήθηκα γερά από το σίδερο του καθίσματος, τρανταζόμουν ολόκληρη, αλλά δεν έπαθα τίποτα. Κανείς μας δεν έπαθε τίποτα, μόνο που όλοι φώναζαν. Και μέσα στην οχλοβοή και τον θόρυβο βλέπω τη μαμά μου όρθια στο πίσω μέρος του λεωφορείου να φωνάζει: «Το παιδί μου! Το παιδί μου! Το παιδί μου!» και να κοιτάζει προς το μέρος μου με αγωνία.

 

Κατεβήκαμε από το λεωφορείο όλοι, συνήλθαμε από την τρομάρα και μετά πέρασε ένα άλλο λεωφορείο και μας πήρε. Η μαμά τίποτα, αδιάφορη και κρύα.

 

«Κι όμως, μ’ αγαπάει», σκέφτηκα.


***

Στη φωτογραφία: Αφετηρία λεωφορείων για τη Χαλέπα και άλλες γειτονιές. Δίπλα στην Αγορά. (Από Μάρα Μανουρά.)


(Συνεχίζεται)



7/5/24

Μαντάμ Σουσού με την Άννα Παϊτατζή

 


 

Παρατήρησα ότι εδώ στα ΜΚΔ ο κόσμος δεν θυμάται μια άλλη Μαντάμ Σουσού που παίχτηκε στην τηλεόραση το 1972-73 σε 65 επεισόδια. Λογικό το βρίσκω, μια και μόνο οι σημερινοί μεγάλοι ήταν τότε νεαροί και έβλεπαν αυτή την ξεκαρδιστική σειρά.

 

Θυμάμαι πόσο ανυπόμονα περίμενα να δω στην τηλεόραση το εβδομαδιαίο επεισόδιο και την Άννα Παϊτατζή να υποδύεται τη μαντάμ Σουσού. Θυμάμαι πόσο πολύ γελούσα κάθε φορά, πόσο απολαυστική ήταν η Παϊτατζή στον ρόλο της ξιπασμένης Σουσούς. Ήταν μια εξαιρετική σειρά που έβγαζε πολύ γέλιο.

 

Όταν έμαθα ότι η Άννα Παναγιωτοπούλου θα ενσάρκωνε ξανά την μαντάμ Σουσού στην τηλεόραση, ενθουσιάστηκα. Θα πέσει πολύ γέλιο, σκέφτηκα. Δυστυχώς απογοητεύτηκα. Δεν γέλασε το χειλάκι μου ούτε μια φορά. Αντίθετα ένιωθα παρακολουθώντας τη σειρά πολύ αρνητικά γι’ αυτή την παλαβιάρα Σουσού και τον τρόπο που μιλούσε και φερόταν στους άλλους. Θα ήθελα, αν μπορούσα, να της ρίξω μερικά χαστούκια (της Σουσούς, όχι της Παναγιωτοπούλου).

 

Αυτό που έβλεπα ήταν μια σάτιρα φυσικά, αλλά δεν έβγαζε γέλιο. Έβγαζε περιφρόνηση και οίκτο για μια γυναίκα τόσο αλλοπαρμένη, στεγνή και αντιπαθητική.

 

Καμιά σχέση με την πληθωρική Άννα Παϊτατζή που γέμιζε την οθόνη με την παρουσία της και τις ατάκες της που προκαλούσαν αυθόρμητο γέλιο.

 

Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τη σύγκριση. Η παλιά αυτή σειρά δεν σώζεται στο Αρχείο της ΕΡΤ. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι ο δημιουργός της μαντάμ Σουσούς, ο Δημήτρης Ψαθάς, ήταν πολύ ευχαριστημένος με την κωμική εκείνη σειρά.


***

Η φωτογραφία από

https://de-facto.gr/madame-sousou/

 

3/5/24

Έκλειψη Σελήνης

 



Η έκλειψη Σελήνης έγινε χθες το βράδυ μοναχή της. Επί της Γης οι άνθρωποι συνέχιζαν να κάνουν τα δικά τους. Αυτός, πώς το πήρε στα σοβαρά ένα τέτοιο νέο που άκουσε στις ειδήσεις και πήρε τα βουνά...

 

Μπήκε στο αυτοκίνητο και ανηφόρισε κατά την Πεντέλη. Στην πλατεία η γνωστή βουή, ο κόσμος καθόταν στις ταβέρνες και καταβρόχθιζε κρέατα. Στους δρόμους τα αδέσποτα σκυλιά έτρεχαν το ένα πίσω από το άλλο. Το αστεροσκοπείο κλειστό.

 

Ανέβηκε ακόμα πιο πάνω. Ερημιά. Βρήκε ένα πλάτωμα και σταμάτησε. Ήταν μια βρύση εδώ, τη θυμόταν από τις προηγούμενες επισκέψεις του. Η βρύση έτρεχε ασταμάτητα. Γύρω σκοτάδι. Από το δρόμο περνούσε πού και πού κάποιο βιαστικό αυτοκίνητο, το φως του έπεφτε φευγαλέα γύρω και φώτιζε ένα μισοσκότεινο, ακίνητο τοπίο, μετά πάλι σκοτάδι και σιωπή.

 

Την είδε να αιωρείται ολοστρόγγυλη και ζεστή στην άκρη του ουρανού. Κάτι είχε κοινό μαζί της, αν και δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τι ακριβώς.

 

Η φύση κούρνιαζε. Σκιές γιγάντιες. Κι ο χαμηλότονος ήχος του νερού που έτρεχε από τη βρύση. Κάποιο θρόισμα στο πλάι του τον τρόμαξε. Αλλά ήταν μόνο ένας αδέσποτος σκύλος. Ήθελε να τον φωνάξει, να τον φιλέψει κάτι, όμως δεν είχε παρά μόνο τσιγάρα. Ο σκύλος τον αγνόησε. Έκανε κι αυτός το ίδιο.

 

Εκείνη ανέβαινε σιγά σιγά στον ουρανό. Καμιά σκιά ακόμη στο στρογγυλό της πρόσωπο.

 

Η ώρα περνούσε. Ησυχία. Ο σκύλος βαρέθηκε κι έφυγε. Μια παρέα νεαροί κατέβηκαν από ένα αυτοκίνητο, ήπιαν νερό, γέλασαν κι έφυγαν.

 

Εκείνη ανέβαινε.

 

Άρχισε να κάνει κρύο. Έμεινε στη θέση του καπνίζοντας τσιγάρα και κοιτάζοντάς την. Κάτι είχε κοινό μαζί της, αλλά δεν ήξερε τι.

 

Πολύ αργά άρχισαν να την ακουμπούν οι πρώτες σκιές.

 

Μπορούσε εν τω μεταξύ αυτός να σκεφτεί χιλιάδες πράγματα, να τα συσχετίσει, να τα ανακατέψει, να φτιάξει νέους συνειρμούς.

 

Οι σκιές έγιναν μια μεγάλη σκιά που αφαιρούσε αδιόρατα τη Σελήνη.

 

Έμεινε ως το τέλος. Την είδε που σκοτείνιασε, άκουσε μέσα του άγριες φωνές, έκανε υπομονή. Όταν άρχισε να ξαναφανερώνεται, σηκώθηκε κι έφυγε. Κατέβηκε στην πόλη.

 

Βουή.

 

Τώρα όμως ήξερε τι είχε κοινό μαζί της.

 

Ήταν ολομόναχος αυτός καθώς κι εκείνη εκεί πάνω. Όσα τους συνέβαιναν, μεγάλα και τρομαχτικά, συνέβαιναν μπροστά στους άλλους, μακριά από τους άλλους. Μόνο οι επιστήμονες τούς μελετούσαν και τους δυο χωρίς συγκίνηση κι έβγαζαν τα συμπεράσματα και τους νόμους τους.

 

Λίγο πριν μπει στο σπίτι, κοίταξε τον ουρανό. Στεκόταν εκεί ψηλά, ολοκάθαρη και λαμπερή πάλι, σαν να μην είχε μεσολαβήσει το τραύμα.

 

-Συμβαίνουν αυτά, της είπε. Ευτυχώς πολύ σπάνια. Τον περισσότερο καιρό μάς βλέπουν ολόκληρους.

 

Της έκλεισε το μάτι και μπήκε στο σπίτι του.


***

Δημοσιεύτηκε στον TILEGRAFOS.GR


https://tilegrafos.gr/%ce%ad%ce%ba%ce%bb%ce%b5%ce%b9.../...




 

2/5/24

Απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου "Οι Αποκλίνοντες" (εκδ. Απόπειρα)

 





Ο νέος Αύγουστος Θεοδόσιος είναι οπαδός του Συμβόλου της Νίκαιας.
Με το που ανέβηκε στο θρόνο καθαίρεσε τον Δημόφιλο, τον αρειανό επίσκοπο της Βασιλεύουσας κι έβαλε στη θέση του έναν δικό του, τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό. Σ’ εμάς εδώ έστειλε επίσκοπο τον Φλαβιανό.

Ύστερα διέταξε τους αρειανούς να παραδώσουν στους οπαδούς του Συμβόλου όλες τις εκκλησίες τους. Έχασαν οριστικά τη δύναμή τους οι αρειανοί, καμιά ελπίδα δεν έχουν πια να έρθουν ξανά στα πράγματα. Αρειανοί είναι τώρα μόνο οι Γερμανοί, αλλά ο Θεοδόσιος δεν ενοχλείται, αυτοί είναι ξένοι.

Κάθε λίγο και λιγάκι βγάζει νόμους εναντίον των αιρετικών και των εθνικών. Αρειανοί, Πνευματομάχοι, Γνωστικοί, Μανιχαίοι, Εθνικοί, όλοι γίναμε παράνομοι και εχθροί του κράτους. Και τώρα δεν είναι όπως παλιά, όπως στα χρόνια του Κωνστάντιου. Καμιά ανεχτικότητα δεν έχει αυτός ο αυτοκράτορας για όσους δεν ακολουθούν την ορθή πίστη, δηλαδή αυτή που εκείνος εννοεί ορθή. Τώρα όσοι δεν ασπάζονται το Σύμβολο της Νίκαιας, κινδυνεύουν.

Στην Αντιόχεια οι μεγαλοτσιφλικάδες και οι ονοράτοι εγκαταλείπουν ο ένας μετά τον άλλον την εθνική λατρεία και τον αρειανισμό και ασπάζονται το Σύμβολο της Νίκαιας. Αυτοί είναι οι νεόκοποι χριστιανοί που περιφέρουν την καινούργια τους πίστη με την ίδια επίδειξη που περιφέρουν τον πλούτο τους κι έγιναν οι έμπιστοι του Θεοδόσιου, η νέα αριστοκρατία της πόλης μας.

Η διαφθορά τους είναι απερίγραπτη. Σπαταλούν το δημόσιο χρήμα σε γλέντια και διασκεδάσεις. Ρίχνουν στα δεσμωτήρια όποιους βάζουν στο μάτι κι αρπάζουν τις περιουσίες τους. Κι αυτοί οι άτυχοι, φυλακισμένοι άδικα μέσα σε σκοτεινά υπόγεια και ξεχασμένοι εκεί για χρόνια, πεθαίνουν από την εξάντληση και τα βασανιστήρια, χωρίς ποτέ να δικαστούν.

Σαν μολυσματική ασθένεια η διαφθορά έχει διαπεράσει τους πάντες: αξιωματούχοι ανώτεροι και κατώτεροι, δικαστές, δεσμοφύλακες, απλοί στρατιώτες, όλοι τους είναι βουτηγμένοι στις καταχρήσεις, στις αυθαιρεσίες, στην απληστία και τη δωροδοκία. Οι διοικητές είναι ανίκανοι και οι κρατικοί υπάλληλοι αδιάφοροι. Ο κόσμος έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του και κανείς δεν είναι σίγουρος για τίποτα.

Η πόλη μου δεν είναι πια ευτυχισμένη όπως παλιά. Η φτώχεια είναι μεγαλύτερη, το ίδιο και η αδικία και η αδιαντροπιά των ισχυρών.

Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αρπάζουν τα γειτονικά μικρά κτήματα και οι μικροκαλλιεργητές πετιούνται στον δρόμο. Γεμάτη είναι η Αντιόχεια από αυτούς τους νέους επαίτες. Ο λαός πληρώνει βαρύτερους φόρους και κάθε τόσο βγαίνουν οι κρατικοί υπάλληλοι στη γύρα και μαζεύουν τις έκτακτες εισφορές που επιβάλλει ο αυτοκράτορας. Ο Λιβάνιος, αν και Εθνικός, έχει το θάρρος και διαμαρτύρεται και στέλνει επιστολές στον Θεοδόσιο για να καταγγείλει τις αυθαιρεσίες των αξιωματούχων του. Χαμένος κόπος. Ούτε ο Θεοδόσιος ούτε οι αξιωματούχοι του δίνουν σημασία σε έναν Εθνικό.


1/5/24

Ας πούμε ότι βρέχει

 


Ας πούμε ότι βρέχει,


ότι ήρθε το φθινόπωρο,


κι εμείς οι δυο


μπροστά στο αναμμένο τζάκι


λαγοκοιμόμαστε αγκαλιασμένοι,


στο δείπνο ήπιαμε πολύ,


αλλά δεν είναι το κρασί


η αιτία της ευτυχίας μας,


δεν είναι που τα ξύλα


τρίζοντας καίγονται αργά,


δεν είναι η απαλή, μουρμουριστή βροχή,


δεν είναι η γλυκιά παραίτηση από καθετί,


δεν είναι ότι είμαστε μαζί


μέσα σ’ ένα φθινόπωρο υγρό,


σε μια οικεία θαλπωρή,


δεν είναι ότι είμαστε εμείς


εσύ κι εγώ


μέσα σε τούτη την απέραντη σιγή του κόσμου,


δεν είναι τίποτα από όλα αυτά…


 

Κοίταξε,


να,


τίναξα το κεφάλι μου


κι όλα σκορπίστηκαν.



 

30/4/24

Καθημερινότητα

 




Του αρέσει η καθημερινότητά του.

Ίδιες κινήσεις κάθε μέρα. Όταν χτυπά το τηλέφωνο, ενοχλείται. Επισκέψεις δεν δέχεται. Έχει βαρύνει κάπως με τα χρόνια. Δυσκολεύεται να περπατήσει, γι’ αυτό αποφεύγει να βγαίνει έξω. Τα βράδια βλέπει τηλεόραση.

 

Δεν έχω πια ζωή, συμπέρανε ένα βράδυ, καθώς παρακολουθούσε μια ταινία.

 

Συνέχισε απαθής να βλέπει την ταινία.



28/4/24

Οι σνομπ

 




 

Βρέθηκε σε μια παρέα που ήταν όλοι σνομπ –  καθημερινοί άνθρωποι στην πραγματικότητα που έπαιζαν τον ρόλο τους.

 

Την είχε φέρει εκεί ο φίλος της, ένας χαζοχαρούμενος νεαρός, για να τη γνωρίσει στον αδελφό του. Ο αδελφός ίσα που της έριξε μια ματιά και την αγνόησε μετά τελείως. Βέβαια έπαιζε πότε πότε  τένις με τον Κωνσταντίνο, τον γιο του βασιλιά. Από οικονομικής άποψης ήταν χάλια και τα δυο αδέρφια – αλλά τένις με τον Κωνσταντίνο; Πώς να μη γίνεις σνομπ;

 

Αυτή καθόταν σιωπηλή και βαριόταν. Οι άλλοι συζητούσαν.

 

-Η Νόρα; Μα αυτή σπουδάζει αρχαιολογία, αν δεν κάνω λάθος!

-Ναι, φυσικά. Όχι για  να εργαστεί βέβαια. Σπουδάζει για το κέφι της.

 

Ήξεραν όλοι αυτοί οι τιποτένιοι εκεί πέρα ότι εκείνη σπούδαζε αρχαιολογία. Αλλά φυσικά ήταν κατώτερη, γιατί σπούδαζε  για να δουλέψει μεθαύριο, να βγάλει το ψωμί της.

 

Ενώ η Νόρα… η Νόρα ήταν πλούσια, σπούδαζε για το κέφι της.

 

Τι να απόγιναν εκείνοι οι γελοίοι, αναρωτιέται καμιά φορά, τώρα που γέρασε. Να έχουν άραγε ψωμί να φάνε σήμερα…

 

27/4/24

26. Μικρές τραγωδίες ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 

 



Η μαμά κάθε τόσο με βάζει να της κάνω θελήματα κι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου. Πιο κάτω στον χωματόδρομο είναι ένα καφενείο που πουλά κρασί και η μαμά μού δίνει ένα μπουκάλι και με στέλνει εκεί να μου το γεμίσουν. Όταν γυρίζω, πίνω στον δρόμο μερικές γουλιές, είναι πολύ ωραίο.

 

Άλλοτε όμως με στέλνει πιο μακριά, στον φούρνο. Με φορτώνει με μια μεγάλη λαμαρίνα που έχει μέσα κουλουράκια και μου δίνει οδηγίες, τι να πω στον φούρναρη. Αυτό για μένα είναι κάτι σαν τιμωρία και κάθε φορά της λέω ότι δεν θέλω να πάω, αυτή όμως με στέλνει με το ζόρι.

 

Βάζω τη λαμαρίνα στο κεφάλι μου και την κρατώ με τα δυο μου χέρια μη μου πέσει και περπατώ όλο τον χωματόδρομο, κατεβαίνω, κατεβαίνω, φτάνω σε μια άλλη γειτονιά που δεν την ξέρω και μετά έχει μια ανηφόρα έρημη, χωρίς σπίτια και ανεβαίνω, ανεβαίνω και φτάνω σε μια ξένη γειτονιά, κοντά στην Ευαγγελίστρια, την εκκλησία, κι εκεί πια είναι ο φούρνος. Αφήνω τη λαμαρίνα και γυρίζω πίσω. Και μετά πρέπει να ξαναπάω, όταν θα είναι έτοιμα τα κουλουράκια, να φορτωθώ τη λαμαρίνα και να τη φέρω σπίτι.  Και στον δρόμο συναντώ ένα ταμπάκη που όποτε με βλέπει, κάνει ένα παράξενο ήχο με τα χείλια του που μοιάζει κάπως με τρίξιμο. Πάντα το κάνει, όταν με βλέπει μόνη μου. Όταν είμαι με τη μαμά ή τον μπαμπά μου, δεν το κάνει.

 

Η μαμά με βάζει να κάνω και δουλειές στο σπίτι, να πλένω πιάτα, να σκουπίζω και να σφουγγαρίζω, κι αυτό πια δεν το θέλω με τίποτα και κλαίω κάθε φορά, αυτή φωνάζει, εγώ κλαίω, μετά έρχεται ο μπαμπάς και του λέει ότι ήμουν άταχτη και ο μπαμπάς με κοιτάζει απογοητευμένος και εγώ στενοχωριέμαι.

 

Με τη μαμά είναι αλλιώς, μπορεί και να μη με αγαπάει, αλλά ο μπαμπάς με αγαπάει και δεν θέλω να του  μιλά αυτή εναντίον μου. Η μαμά δεν του λέει πώς έγιναν τα πράγματα, τα φουσκώνει και λέει και ψέματα κι εγώ θυμώνω, είναι άδικο αυτό που κάνει, και τη διακόπτω και λέω την αλήθεια στον μπαμπά. «Δικηγόρο θα σε κάνουμε» μου λέει τότε αυτή ειρωνικά. Κι εγώ θυμώνω τότε και δεν λέω «η μαμά», λέω «αυτή» και η μαμά θυμώνει κι εκείνη και φωνάζει  «μη με ξαναπείς αυτή!», αλλά εγώ αρνούμαι να την πω μαμά.

 

Αρχίζουν μετά και οι δυο και λένε, λένε, λένε, με βάζουν να ζητήσω συγγνώμη κι εγώ το κάνω για να τελειώνουμε, αλλά το θεωρώ πολύ ταπεινωτικό, γιατί είμαι αθώα. Κάθε φορά τα ίδια κάνουμε, το έχω τώρα συνηθίσει αυτό, αλλά δεν θέλω να μιλά η μαμά εναντίον μου στον μπαμπά.

 

Μια μέρα γύρισα από το σχολείο και πεινούσα πολύ, αλλά η μαμά δεν είχε ακόμα έτοιμο το φαγητό, το είχε στη φουφού και έβραζε και μου είπε να περιμένω. Εγώ πεινούσα και δεν καθόμουν ήσυχη, άνοιγα τα ντουλάπια να βρω τίποτα να φάω, η μαμά μού φώναζε να κάτσω φρόνιμα και στο τέλος εκνευρίστηκε και πήγε να με αρπάξει από τα μαλλιά. Εγώ φοβήθηκα και τραβήχτηκα κι έτσι δεν πρόλαβε να με αρπάξει από τα μαλλιά. Αλλά τα νύχια της με γρατζούνισαν στο μάγουλο. Κρύφτηκα κάτω από το τραπέζι καλού κακού κι αυτή έσκυψε και μόλις με είδε, σηκώθηκε κι έφυγε από το σπίτι και πήγε δίπλα στης κυρίας Σοφίας. Εγώ έμεινα λίγη ώρα κάτω από το τραπέζι, μετά ξεθάρρεψα και βγήκα, αλλά με έκαιγε το μάγουλό μου και κοίταξα στον καθρέφτη να δω τι είχα.

 

Τρόμαξα μ’ αυτό που είδα, είχα μια πληγή που άρχιζε από το αριστερό μου μάτι και κατέβαινε ως το στόμα  και είχε γίνει από τα νύχια της μαμάς. Αλλά δεν έτρεχε αίμα, γιατί με είχε γδάρει και είχε φύγει το δέρμα μου, αλλά είχε μείνει κάτι σαν λεπτή τσίπα διάφανη και κρατούσε το αίμα και δεν το άφηνε να χυθεί.

 

Έπειτα ήρθε η μαμά και ήταν πολύ γλυκομίλητη μαζί μου και μου είπε να μην πούμε τίποτα του μπαμπά ούτε και στο σχολείο να πω τίποτα, παρά να πω ότι έπεσα και με έγδαρε ένα ξύλο. Ήταν τόσο καλή μαζί μου εκείνη τη φορά που της υποσχέθηκα ότι δεν θα το πω σε κανέναν. Και δεν το είπα. Ούτε κι ο μπαμπάς το έμαθε ποτέ. Όταν με ρωτούσαν, έλεγα ότι έπεσα.

 

Αλλά η πληγή έμεινε εκεί στο μάγουλό μου πολύ καιρό, μετά ξεράθηκε κι έπεσαν τα κακάδια κι έμεινε ένα σημάδι που έμοιαζε σαν δάκρυ που είχε στεγνώσει στο μάγουλό μου και με ρωτούσαν, γιατί είχα κλάψει. Αλλά εγώ δεν είχα κλάψει.

 

Το έχω ακόμα το σημάδι κι ακόμα με ρωτούν, γιατί έκλαψα. Δεν έκλαψα, τους λέω, είναι παλιό σημάδι από τότε που έπεσα. Τη μαμά δεν την πρόδωσα, αν και αυτή ξέχασε γρήγορα το μυστικό μας κι άρχισε πάλι να μου φωνάζει με το παραμικρό και να με κατηγορεί στον μπαμπά και να του λέει αλλιώς τα πράγματα με υπερβολές και ψέματα.


***

Στη φωτογραφία: Τα Δικαστήρια. Εκεί στεγαζόταν και το Δασαρχείο, το γραφείο του πατέρα μου.


(Συνεχίζεται)





25/4/24

Μνήμη

 

Έζησα πολλά, λίγα θυμάμαι.


Η μνήμη καλός αρχειοθέτης,


σχολαστικός.




24/4/24

Από απελπισία


 

Έτσι, από απελπισία, βγήκε μ’ αυτόν τον άξεστο πενηντάρη.

 

Ήταν δροσερή, πεταχτή και φλυαρούσε χαρούμενα. Τον ξεγέλασε εντελώς. Ήπιαν, μέθυσαν, είπαν απίστευτες σαχλαμάρες. Μετά τον έφερε σπίτι της και κοιμήθηκαν μαζί.

 

Το άλλο πρωί, όταν αυτός έφυγε, είδε στο τραπέζι εκατό ευρώ.

 

«Μ’ αρέσει αυτός ο ρόλος», σκέφτηκε κοιτάζοντας το χαρτονόμισμα.

 

Το απόγευμα που της τηλεφώνησε του είπε «ναι».

 

Ανεξήγητο, αλλά κάπως σαν να είχε λιγοστέψει η απελπισία της.


23/4/24

Ας πούμε κάτι όμορφο

 




Ας πούμε κατιτίς χαρούμενο,


όπως ότι με τα γενέθλιά μας


φτάσαμε ένα βήμα πιο κοντά στον θάνατο


κι αυτός έχει ακόμη τις πλάτες γυρισμένες,


ότι υγιαίνουν σε γενικές γραμμές οι φίλοι μας,


ότι έχουμε ψωμί να φάμε,


ρούχα να φορέσουμε,


ωραία τραγούδια να ακούσουμε.


 

Ας πούμε επιτέλους κάτι καλό


κι ας ξέρουμε πως αύριο


μια άλλη μέρα ξημερώνει


και όλα αυτά τα όμορφα


μπορεί να έχουν κουραστεί να υπάρχουν


και να μαδήσουν


όπως μια παπαρούνα σε χέρια αδέξια,


ας πούμε κάτι όμορφο


μια και ο θάνατος αργεί


και κάπως πρέπει να γεμίσουμε


τον χρόνο που μας απομένει.



22/4/24

Ο Γκοντό

 




Όταν ο Γκοντό ήρθε και βρήκε τους σκελετούς του Βλαντιμίρ και του Εστραγκόν, χαμογέλασε με κατανόηση και είπε στους ακολούθους του:

 

-Θα ήθελα να συζητήσω με τον συγγραφέα.

-Έχει πεθάνει, κύριε Γκοντό, του απάντησαν.

 

Αυτός κούνησε το κεφάλι:

 

-Ναι, φυσικά. Τώρα κανείς δεν πρόκειται να πιστέψει ότι υπάρχω.

-Μα αφού δεν υπάρχετε, κύριε Γκοντό!

-Ναι, φυσικά. Πάντα το ξεχνάω αυτό...


 

21/4/24

Ο άλλος Μίκης Θεοδωράκης

 



 

Όταν λέμε «Μίκης Θεοδωράκης», ο νους μας πάει αυτόματα στα μεγάλα επαναστατικά τραγούδια του που με αυτά σείονταν ολόκληρη η Ελλάδα. Δεν θα τα αναφέρουμε εδώ, είναι πασίγνωστα και πολύ αγαπημένα.

 

Βέβαια, όταν ήρθε στην Ελλάδα και ξεκίνησε την καριέρα  του που σύντομα τον απογείωσε, τα τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες δεν ήταν επαναστατικά. Ας θυμηθούμε μερικά:

 

Η μυρτιά

Απρίλη μου ξανθέ

Απαγωγή (θα πάρω μια βαρκούλα…)

Η Μαργαρίτα, η Μαργαρώ

Είχα φυτέψει μια πορτοκαλιά

Βάρκα στο γιαλό

Στρώσε το στρώμα σου για δυο

Πάνω στην άμμο την ξανθή.

 

Ωραία τραγούδια που ο κόσμος τα αγάπησε αμέσως και τα τραγούδησε κατά κόρον. Τραγούδια που η εποχή τα δέχτηκε ευχαρίστως, γιατί δεν έφερναν τίποτε νέο και επαναστατικό, συνέπλεαν κατά κάποιο τρόπο με το πνεύμα της εποχής, αλλά ήταν όμως πολύ όμορφα.

 

Όταν ο Θεοδωράκης στερεώθηκε στην ψυχή του κόσμου, τότε άρχισε να προωθεί τα επαναστατικά του τραγούδια, αρκετά από τα οποία ήταν μικρά αριστουργήματα (ας θυμηθούμε πχ το Μαουτχάουζεν. Το Άξιον Εστί, αν και χρονολογικά ανήκει στην ίδια εποχή, έγινε ευρύτερα γνωστό μετά την πτώση της χούντας).

 

Για να μη μακρηγορώ, ο Μίκης Θεοδωράκης είναι εντυπωμένος στο μυαλό μας ως μεγάλος μουσικοσυνθέτης που συνέθεσε θούριους και πολύ όμορφα επαναστατικά-πολιτικά τραγούδια. Δηλαδή ένας στρατευμένος καλλιτέχνης.

 

Αλλά όσο περνούν τα χρόνια και τα πολιτικά του τραγούδια κατακαθίζουν στη μνήμη μας, έρχονται στην επιφάνεια τα υπέροχα τραγούδια του, τα μελωδικά και τόσο τρυφερά, που μας δείχνουν έναν άλλον Θεοδωράκη, έναν εξίσου σπουδαίο ή και σπουδαιότερο συνθέτη.

 

Και σε αρκετά από αυτά τα τραγούδια θα συναντήσουμε εμμέσως πολιτικά μηνύματα, αλλά δεν είναι αυτά που μας συγκινούν. Είναι η μελωδία τους. Κι αν κατά καλή τύχη τραγουδά και ο ίδιος ο συνθέτης με εκείνη τη βαθιά, ονειρική φωνή του, τότε περνάμε σε άλλους κόσμους, τότε πραγματικά χανόμαστε μέσα το τραγούδι του.

 

Ας αναφέρω μερικά:

 

Όμορφη πόλη

Χάθηκα

Αστέρι μου, φεγγάρι μου

Δακρυσμένα μάτια

Δρόμοι παλιοί

Στα περβόλια

Μοιρολόι της βροχής

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ

Το τρένο φεύγει στις οχτώ

Χρυσοπράσινο φύλλο