Σελίδες

3/7/24

35. Τα φτωχά παιδιά ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 


 

 

Είναι και κάτι άλλες στην τάξη που δεν είναι χαζές, αλλά δεν τις κάνω παρέα, γιατί δεν παίζουν σαν κι εμάς. Αυτές στα διαλείμματα μαζεύονται σε μια γωνιά και κουβεντιάζουν και το πολύ- πολύ να παίξουν κουτσό. Παίζω κι εγώ καμιά φορά κουτσό μαζί τους, αλλά εμένα μου αρέσουν κι άλλα παιχνίδια, το κυνηγητό και τα θεατρικά που φτιάχνουμε στα πεύκα που αυτές δεν τα καταλαβαίνουν και δεν τα θέλουν.

 

 Μόνο τη Μυρτώ συμπαθώ, είναι πολύ μικροκαμωμένη και το ένα της βλέφαρο είναι λίγο κατεβασμένο, αλλά μιλά σε όλους πολύ γλυκά και χαμογελά. Η κυρία Σοφία που μένει δίπλα μας είπε μια μέρα στη μαμά μου πως η Μυρτώ θα πεθάνει, έχει μια αρρώστια και γι’ αυτό δεν ψηλώνει και σε λίγα χρόνια θα πεθάνει. Πολύ λυπήθηκα και από τότε κοιτάζω τη Μυρτώ αλλιώς και δεν ξέρω πώς να της μιλήσω, όταν μου μιλά.

 

Είναι και η Ελευθερία που είναι πλούσια αυτή και καλή μαθήτρια και πολύ ήσυχη, δεν την κάνω παρέα, γιατί δεν ταιριάζουμε, αλλά τέλος πάντων την ανέχομαι, δεν έχω τίποτα εναντίον της.

 

Αυτή που δεν χωνεύω με τίποτα είναι η Τιτίκα που είναι κοντή και γι’ αυτό κάθεται στο πρώτο θρανίο. Ο πατέρας της πέθανε πέρυσι και το σχολείο μάς πήγε  στην κηδεία του. Μετά μας είπαν να περάσουμε μπροστά από το φέρετρο και να φιλήσουμε τον νεκρό. Τα άλλα παιδιά το έκαναν, εγώ όμως, άμα βρέθηκα μπροστά στο φέρετρο, αηδίασα, δεν μπορούσα να φιλήσω ένα νεκρό. Έσκυψα μόνο λίγο από πάνω του, τάχα ότι τον φιλάω, και μετά έφυγα τρέχοντας.

 

Η Τιτίκα από τότε φοράει μαύρα, αλλά εγώ δεν τη συμπαθώ, γιατί έμαθα ότι ο ξάδερφός της ο Σταμάτης θέλει να τη δώσει στον Άρη. Ο Σταμάτης είναι κι αυτός στην τάξη μας, αλλά είναι αλήτης, πολύ παλιόπαιδο και με κοροϊδεύει. Η Βαρβάρα που μένει δίπλα στη χωροφυλακή μου είπε μια φορά ότι οι χωροφύλακες τον είχαν πιάσει  και τον έδερναν όλη τη νύχτα. Και αλήθεια τα πόδια του είναι γεμάτα σημάδια από το ξύλο. Και τέλος πάντων όλη η τάξη ξέρει πως εγώ αγαπώ τον Άρη και η Τιτίκα δεν έχει καμιά δουλειά εδώ.

 

Ο Άρης είναι πολύ όμορφος, έχει μια μαμά Γαλλίδα και ο μπαμπάς του είναι γιατρός. Στα διαλείμματα παίζει μπάλα συνέχεια κι εμένα δεν μου δίνει καμιά σημασία. Ο Σταμάτης που είναι αλήτης  και είναι και φτωχός είναι συνέχεια κοντά του και θα του μιλά βέβαια για την Τιτίκα. Και η Τιτίκα κάθεται στο θρανίο και κάνει την ωραία. Αλλά είναι κι αυτή φτωχή.

 

Με τα αγόρια δεν έχουμε πολλά-πολλά πάντως, αυτά ή παίζουν μπάλα ή δέρνονται, πέφτουν κάτω και κυλιούνται στο χώμα και παίζουν ξύλο, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι και να μπούμε στην τάξη.

 

Στο δεύτερο διάλειμμα έχουμε το συσσίτιο. Φέρνουν οι δάσκαλοι στη μέση της αυλής ένα καζάνι με γάλα και περνούν τα φτωχά παιδιά και γεμίζουν το τενεκεδάκι τους. Τους δίνουν και λίγο ψωμί και ένα μαλακό κίτρινο τυρί ή άλλοτε τους δίνουν λίγο κίτρινο βούτυρο. Εμείς που δεν παίρνουμε συσσίτιο καθόμαστε γύρω-γύρω και βλέπουμε. Το τυρί και το βούτυρο έχουν μια παράξενη δυνατή μυρωδιά και θέλω πολύ να τα δοκιμάσω, αλλά δεν επιτρέπεται να ζητήσω.

 

Έχουμε πολλά φτωχά παιδιά στο σχολείο και μια μέρα είδα στο διάλειμμα  ένα κορίτσι από άλλη τάξη να φορά ένα παλιό μου φόρεμα. Θα της το είχε δώσει η μαμά μου που κάθε τόσο γεμίζει τσάντες με μακαρόνια, ρύζι, ζάχαρη και λάδι και τα δίνει στις φτωχές οικογένειες της γειτονιάς.

 

Πολύ φτωχός είναι και ο Μάρκος που η μαμά του είναι Ιταλίδα και ο μπαμπάς του την παντρεύτηκε, όταν σπούδαζε στην Ιταλία. Μετά όμως ο μπαμπάς του έπαθε κάτι και δεν μπορεί πια να δουλέψει και δεν έχουν τώρα να φάνε. Ο Μάρκος είναι ήσυχος στην τάξη, δεν μαλώνει με κανένα παιδί και δεν μιλά πολύ. Μια φορά η μαμά μου με έστειλε στο σπίτι του με μια τσάντα τρόφιμα κι εγώ ντρεπόμουν, δεν ήθελα ο Μάρκος να με δει ότι τους κάνουμε ελεημοσύνη. 

Ο Μάρκος όμως ήταν εκεί και με είδε.


***

Η φωτογραφία από το διαδίκτυο.


(Συνεχίζεται)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου