Σελίδες

19/6/24

33. Παιχνίδια με φαντασία ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



 

 

Στα διαλείμματα εκτός από το κυνηγητό με τη Βαρβάρα παίζουμε καμιά φορά και ιστορίες μαζί με τα άλλα κορίτσια της τάξης. Πάμε στα πεύκα που είναι σε μιαν άκρη της αυλής και εκεί ετοιμάζουμε την ιστορία στα γρήγορα και μετά την παίζουμε. Εγώ παίζω έναν νεαρό που πάει να ζητήσει το χέρι της Αλεξάνδρας, αλλά ο γονείς της με διώχνουν με τις κλωτσιές. Σκάμε στα γέλια κάθε φορά, όταν η Βαρβάρα και η Ελένη που κάνουν τους γονείς φωνάζουν «Ουστ! Φύγε αποδώ!» κι εγώ γλιστρώ πάνω στις πευκοβελόνες και κυλιέμαι κάτω τάχα πως με κλώτσησαν.

 

Μια μέρα όμως τους την έσκασα, δεν ξέρω τι με έπιασε, είχα ακούσει ένα παραμύθι και μου άρεσε πολύ και αποφάσισα να τις κοροϊδέψω. Τις μάζεψα από την πίσω μεριά του σχολείου και τους είπα «Έχω ένα φοβερό μυστικό και δεν ξέρω, αν πρέπει να σας το πω». Αυτές ήθελαν να το μάθουν και επέμεναν και τότε τους είπα «Είμαι μια βασιλοπούλα και με έχουν κλέψει από το παλάτι μου δυο κακοί άνθρωποι και μ’ έφεραν εδώ».

 

Νόμιζα πως ήξεραν το παραμύθι και πως θα καταλάβαιναν ότι τις κορόιδευα, αλλά αυτές δεν το ήξεραν. «Ψέματα λες» είπε η Ελένη. Η Αλεξάνδρα όμως που είναι και λίγο χαζή με κοίταζε απορημένη κι εγώ πήρα θάρρος. «Αλήθεια σας λέω! Ζούσα σε ένα ωραίο παλάτι μαζί με τους γονείς μου που είναι βασιλιάδες, αλλά μια μέρα ήρθε ένας πραματευτής και με ξεγέλασε, έλειπαν οι γονείς μου και ήμουν μόνη στο παλάτι και κατέβηκα να του ανοίξω την πόρτα και τότε αυτός με άρπαξε και μ’ έφερε εδώ και τώρα ζω μαζί του και μαζί με τη γυναίκα του. Δεν είναι οι γονείς μου αυτοί που λένε πως είναι γονείς μου».

 

Πάλι αυτές με κοίταξαν καχύποπτα, δεν ήθελαν να το πιστέψουν, αλλά εγώ έβλεπα, πως αν επέμενα, θα τις έκανα να το πιστέψουν. Και άρχισα να λέω διάφορα και πήρα κι ένα λυπητερό ύφος και παρά λίγο να έβαζα και τα κλάματα. «Και γιατί δεν πας στη χωροφυλακή να τους το πεις;» ρώτησε η Ελένη που ήταν η πιο δύσπιστη.  «Γιατί με απειλούν πως, αν το πω πουθενά, θα με σκοτώσουν. Γι’ αυτό κι εσείς δεν πρέπει να το πείτε σε κανέναν». Αυτό ήταν, με πίστεψαν επιτέλους και με κοίταζαν κι αυτές πολύ λυπημένες, τόσο λυπημένες που τις λυπήθηκα. Δεν ήξερα τι να κάνω, να συνεχίσω να τις κοροϊδεύω και να νομίζουν πως είμαι βασιλοπούλα ή να τους πω την αλήθεια.

 

Τελικά αποφάσισα να τους πω την αλήθεια. «Ψέματα είναι!» φώναξα κι έβαλα τα γέλια. Κι αυτές σαν να έφυγε ένα βάρος από πάνω τους χαμογέλασαν ανακουφισμένες. 

Ευτυχώς δεν μου κράτησαν κακία.




***


Στη φωτογραφία: Χανιά, τέλη της δεκαετίας του 1950.



(Συνεχίζεται)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου