Στην Αθήνα μένουμε μερικές μέρες
σε ένα ξενοδοχείο και όλη τη μέρα γυρίζουμε στους δρόμους και η μαμά κάνει
ψώνια. Η Αθήνα είναι πολύ μεγάλη και έχει πράγματα που δεν έχει η πόλη μας,
όπως τρόλεϊ, ασανσέρ, ρωσική σαλάτα και σάντουιτς. Τα σάντουιτς τα πουλάνε στον
δρόμο και η μαμά μού παίρνει, όταν της το ζητάω.
Έχει πολλά αυτοκίνητα, πολλούς
ανθρώπους και πολλές φωτεινές χρωματιστές διαφημίσεις που μου αρέσει πολύ να
τις βλέπω. Μία στην Ομόνοια μου αρέσει περισσότερο από τις άλλες. Δείχνει ένα
χοντρό κύριο που κρατά ένα ποτήρι μπίρας, από αυτά που έχουν χερούλι, και το
ποτήρι γεμίζει σιγά σιγά με κίτρινη μπίρα με πολύ αφρό και γράφει μετά μπίρα
Φιξ. Έπειτα σβήνουν όλα και αρχίζουν πάλι από την αρχή.
Εδώ έχει πολλά μαγαζιά και είναι
όλα μεγάλα και ανεβοκατεβαίνουμε στους ορόφους με το ασανσέρ. Σε κάθε όροφο είναι
κάτι μικρά δωματιάκια με κουρτίνα που εκεί πας και προβάρεις τα ρούχα που σου
αρέσουν. Μια φορά μπήκα εκεί μέσα κι αφού δεν είχα τι να προβάρω, έβγαλα όλα
μου τα ρούχα και κοιταζόμουν στον καθρέφτη. Η μαμά μ’ έψαχνε και τελικά με
βρήκε και μου έβαλε τις φωνές, όταν με είδε ολόγυμνη.
Στους δρόμους πουλάνε σκουλαρίκια και κολιέ και η μαμά αγοράζει μερικά πολύ όμορφα. Τα βράδια πάμε στου Τσίτα και τρώμε λιχουδιές που δεν έχει η πόλη μας, όπως ρωσική σαλάτα και μυαλά τηγανιτά και ο μπαμπάς μου λέει «φάε μυαλό, για να βάλεις μυαλό κι εσύ». Με πειράζει βέβαια, αλλά εμένα δεν μ' αρέσει που με πειράζει. Αφού έχω μυαλό!
Πάμε
και σε κάποιους φίλους των γονιών μου επίσκεψη και στον θείο Αλέκο, ξάδερφο της
μαμάς, που μένει στου Γκύζη, ψηλά σε ένα βουνό με λίγα σπίτια κι αποκεί βλέπω
κάτω απλωμένη την Αθήνα τη νύχτα, γεμάτη φώτα ως εκεί που φτάνει το μάτι μου.
Πόσο μεγάλη είναι αυτή η πόλη!
Στο ξενοδοχείο γυρίζουμε αργά και
μόνο για να κοιμηθούμε. Αυτό το ξενοδοχείο το έχει ένας συγγενής ενός φίλου του
μπαμπά και δεν μας παίρνει πολλά λεφτά. Είναι δίπλα στην Ομόνοια. Ένα βράδυ ο
μπαμπάς καθόταν στο παράθυρο και κοίταζε κάτω τον δρόμο και η μαμά τού φώναζε
να έρθει να κοιμηθεί, αλλά αυτός δεν ερχόταν και η μαμά μουρμούριζε θυμωμένη.
Πήγα κι εγώ στο παράθυρο να δω τι έβλεπε ο μπαμπάς και είδα μια γυναίκα στο
πεζοδρόμιο που μιλούσε με έναν άντρα. Κάτι ύποπτο ήταν αυτό για να φωνάζει η
μαμά.
Και ένα απόγευμα που στεκόμουν
στην είσοδο του ξενοδοχείου περιμένοντας να κατέβει ο μπαμπάς που πάντα αργεί
να ετοιμαστεί, γιατί θέλει να είναι όμορφος, ήρθε ένας άγνωστος άνθρωπος και
στάθηκε μπροστά μου και με κοίταζε και μετά μου έκλεισε το μάτι. Έκανα πως δεν
τον είδα και μπήκα μέσα, αλλά είχα θυμώσει με αυτό που έκανε και με ντρόπιασε.
Στην πόλη μας γυρίζουμε μετά από
μερικές μέρες. Παίρνουμε πάλι το πλοίο από τον Πειραιά και ταξιδεύουμε όλη τη
νύχτα και φτάνουμε τα ξημερώματα στη Σούδα.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου