Σελίδες

12/2/24

13. Ούτε παιχνίδια ούτε βιβλία ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 

 




Όταν είμαι μόνη στο σπίτι, βαριέμαι. Ο μπαμπάς λείπει όλη μέρα στο γραφείο και η μαμά φεύγει, κατεβαίνει στην πόλη ή πάει στις φίλες της κι εγώ μένω μοναχή. Και τα αγόρια της γειτονιάς δεν έρχονται κάθε μέρα να παίξουμε, πάνε και σε άλλες γειτονιές και παίζουν. Κατεβαίνω τότε στον κήπο και κάθομαι σ’ ένα κλαδί της αγριοσυκιάς που είναι δίπλα στο τοιχάκι και κάνω πως ταξιδεύω μ’ ένα καράβι στη θάλασσα και βλέπω εξωτικά μέρη και κουβεντιάζω με τους ναύτες. Άμα βαρεθώ, γυρίζω στο σπίτι και κουβεντιάζω μόνη μου. Κάνω πως είναι τάχα κάποιος απέναντί μου και του μιλώ.

 

Είναι και η Λίζα βέβαια, αλλά αυτήν δεν την αγγίζω. Η Λίζα είναι η πιο όμορφη κούκλα που έχω δει ποτέ μου. Έχει σκούρα μπλε μάτια με μακριές  βλεφαρίδες και άμα την ξαπλώσεις ανάσκελα, κλείνει τα μάτια της και κοιμάται. Τα μαλλιά της είναι ξανθά με μακριές μπούκλες και φορά ένα λεπτό ροζ φορεματάκι με λευκή δαντέλα. Δεν είναι κοκάλινη κούκλα, όπως αυτές που πουλάνε στα μαγαζιά. Το κορμάκι της είναι μαλακό και τρυφερό, σαν ανθρώπινο.

 

Αυτήν την έστειλε από την Αμερική η αδελφή της μαμάς, η θεία Τασία, στην άλλη αδελφή τους, τη θεία Ροδάνθη, γιατί με τη μαμά δεν μιλιούνται. Η μαμά δεν ξέρω με τι πονηριές την πήρε από τη θεία Ροδάνθη και τώρα την έχουμε εμείς στο σαλόνι, πάνω στο ντιβάνι που κοιμάμαι. Όμως δεν επιτρέπεται να την αγγίζω, γιατί θα χαλάσει. Έχει χαλαρώσει το ένα ποδαράκι της κι από μέσα βγαίνει ένα τρίμμα καφετί και η μαμά λέει ότι πρέπει να μένει ακίνητη η Λίζα για να μη φύγει όλο το τρίμμα. Λίζα τη βάφτισα εγώ. Κάθομαι δίπλα της και την κοιτάζω, την αγγίζω πότε-πότε, όταν δεν με βλέπει η μαμά, και της μιλάω. Μια φορά την ονειρεύτηκα ότι είχε ζωντανέψει και ότι ήταν το κοριτσάκι μου.

 

Η μαμά δεν μου παίρνει παιχνίδια, λέει πως είναι πεταμένα λεφτά. Μια φορά ήρθε μια κυρία, μια φίλη της μαμάς, και μου έφερε μια μικρή ντουλάπα και μια μικρή κουζίνα. Και μια άλλη φορά κάποια άλλη κυρία μού έκανε δώρο κάτι  ποτηράκια με την κανάτα τους. Κι ο μπαμπάς μού έφερε προ καιρού ένα μικρό μαυροπίνακα. Γράφω πάνω του και κάνω τη δασκάλα.

 

Ούτε βιβλία μού παίρνουν εκτός μια φορά που η μαμά βρήκε κάπου ένα βιβλίο για παιδιά και μου το έφερε. Το διάβασα μονορούφι. Έλεγε για δυο αδερφάκια που είχαν μείνει μόνα τους στον κόσμο και πέρασαν μεγάλες περιπέτειες, κανείς δεν τα αγαπούσε, αλλά στο τέλος τα αγάπησαν δυο καλοί άνθρωποι και τα πήραν κοντά τους.

 

Α, μου έφεραν μια μέρα κι ένα παραμύθι, κάπου θα το βρήκαν, τον Παπουτσωμένο Γάτο, με μεγάλες, ωραίες ζωγραφιές. Το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα κι έβλεπα τις ζωγραφιές. Μου άρεσε πολύ.



***


Στη φωτογραφία: Μαμά και νήπιο. Λευκή φλοκάτη στο τοιχάκι της ταράτσας, το καρεκλάκι του νηπίου και άλλα διακοσμητικά. Στο βάθος η θάλασσα. Σκηνοθεσία της μαμάς.




(Συνεχίζεται)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου