Στον χωματόδρομο, λίγο πιο πέρα
από το σπίτι μας, μένουν οι Αντωνακάκηδες. Μένουν πάνω από τη βιοτεχνία τους κι
άμα σηκώσεις μια καταπακτή κατεβαίνεις στο ταμπάκικό τους. Ο κύριος Προκόπης
είναι πολύ γελαστός και καλός άνθρωπος, αλλά είναι κοντός, ενώ η κυρία Ειρήνη
είναι ψηλή και λεπτή και ντύνεται πολύ όμορφα.
Πάμε συχνά στο σπίτι τους ή έρχονται αυτοί στο δικό μας κι εγώ κάνω
παρέα με τους δυο γιους τους, τον Σαράντο και τον Μάκη. Πιο πολύ κάνω παρέα με
τον Μάκη που είναι συνομήλικός μου και του χεριού μου και, όταν παλεύουμε, τον
νικάω.
Τα απογεύματα μαζευόμαστε όλα τα
παιδιά στο χωράφι που είναι πίσω από το σπίτι των Παπαδάκηδων και δίπλα στο
δικό μας και παίζουμε. Έρχεται ο Φώτης, ο Σαράντος, ο Μάκης και άλλα παιδιά της
γειτονιάς και παίζουμε με τα χώματα, φτιάχνουμε διάφορα παιχνίδια από
κονσερβοκούτια και ξύλα, φτιάχνουμε καλύβες με πέτρες και παλιόπανα που
βρίσκουμε πεταμένα, παίζουμε ξύλο, παίζουμε κλέφτες κι αστυνόμους, καουμπόηδες
και ινδιάνους, παίζουμε, μέχρι να βραδιάσει.
Ένα απόγευμα τα αγόρια μάς έδεσαν
εμένα και τον Μάκη, μας έδεσαν με σκοινιά, χέρια, πόδια, δεν μπορούσαμε να
κουνηθούμε κι έφυγαν και μας άφησαν έξω από ένα κλειστό ταμπάκικο μέσα στη
βρώμα με σωρούς από κοπριές που βρομούσαν. Έπρεπε τώρα εμείς να βρούμε τρόπο να
λυθούμε. Παλεύαμε αρκετή ώρα και τελικά λυθήκαμε και πήγαμε και τους βρήκαμε
τους άλλους και φωνάζαμε ενθουσιασμένοι. Το παίξαμε αρκετές φορές αυτό το
παιχνίδι και πάντα καταφέρναμε να λυθούμε και νιώθαμε νικητές.
Τα κορίτσια δεν έρχονται στα παιχνίδια μας. Ούτε η Μάρθα η αγέλαστη έρχεται, δεν την αφήνει η μαμά της, ούτε η Ρορώ. Η Μάρθα κάθεται στην αυλή του σπιτιού της που είναι στον κεντρικό δρόμο, την Ελευθερίου Βενιζέλου, και χαζεύει τα αγόρια που περνούν. Η Ρορώ μένει στα Ταμπακαριά, δίπλα στους Αντωνακάκηδες, και είναι μη μου άπτου, δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι της, γιατί η μαμά της δεν την αφήνει να κάνει παρέα με κανέναν. Τον μπαμπά της δεν τον έχω δει ποτέ, λένε πως ταξιδεύει στα καράβια. Έτσι είμαι εγώ το μόνο κορίτσι της παρέας και παίζω αγορίστικα παιχνίδια. Ένα καιρό μάλιστα προσπάθησα να μάθω να κατουράω όρθια, όπως τα αγόρια, αλλά δεν τα κατάφερα, βρέχονταν τα πόδια μου και σταμάτησα να το κάνω.
Όταν παίζω με τα παιδιά της γειτονιάς, περνώ πολύ όμορφα. Μετά, άμα κοντεύει να νυχτώσει, βγαίνει η μαμά στην ταράτσα και με φωνάζει. Γυρίζω πίσω κι αυτή με μαλώνει, γιατί είμαι βρόμικη και πρέπει να διαβάσω και τα μαθήματά μου. Μια φορά που γύρισα σπίτι μετά το παιχνίδι, οι γονείς μου έλειπαν κι όταν τους άκουσα να έρχονται, κρύφτηκα κάτω από το τραπέζι για να τους κάνω έκπληξη. Αλλά απογοητεύτηκα, γιατί η μαμά μου άρχισε να φωνάζει «Ορίστε, νύχτωσε κι ακόμα να γυρίσει αυτή, δεν υποφέρεται πια!». Απογοητεύτηκα και στενοχωρήθηκα, εγώ ήθελα να γελάσουμε, αλλά αυτοί όλο παράπονα είναι με μένα. «Εδώ είμαι!» φώναξα και βγήκα από το τραπέζι για να τους αποδείξω ότι είχα γυρίσει νωρίς. Αυτοί δεν είπαν τίποτα, ήταν μουτρωμένοι.
Μια μέρα ήρθε στο χωράφι και η
Μάρθα μαζί με τον Αλέκο, ένα παιδί που οι γονείς του είναι πρόσφυγγες. Δεν ξέρω
τι ακριβώς είναι οι πρόσφυγγες, πάντως καταλαβαίνω ότι είναι κάπως σαν
παρακατιανοί, όχι όπως οι κομμουνιστές, κάτι άλλο είναι αυτοί, μάλλον ξένοι
πρέπει να είναι, αλλά πάλι δεν έχω καταλάβει ακριβώς.
Ο Αλέκος κουβαλούσε μαζί του και
την αδελφή του που είναι μωρό, του το είχαν φορτώσει οι γονείς του. Ευτυχώς
ήταν ήσυχο και δεν έκλαιγε. Ήταν και ο Μάκης μαζί μας. Άλλα παιδιά δεν ήταν στο
χωράφι εκείνη την ημέρα. Κρυφτήκαμε μέσα στα βρομόδεντρα, έτσι τα λέμε αυτά,
επειδή άμα τα πιάσεις, βρομάνε έπειτα τα χέρια σου. Τα βρομόδεντρα είναι σε μια
γωνιά του χωραφιού και είναι καλή κρυψώνα, όποιος χωθεί εκεί μέσα δεν
φαίνεται απέξω. Βγάλαμε όλα μας τα ρούχα κι αρχίσαμε να χορεύουμε. Το μωρό μάς
κοίταζε, αλλά δεν μας ένοιαζε που μας έβλεπε, γιατί δεν μιλούσε ακόμα και δεν
μπορούσε να μας μαρτυρήσει.
Χορεύαμε και κοιταζόμασταν μεταξύ
μας, η Μάρθα κι εγώ κοιτάζαμε το πουλί των αγοριών κι αυτά κοίταζαν το δικό
μας. Μετά ο Αλέκος είπε στη Μάρθα να ακουμπήσει το πουλί του στο δικό της κι
αυτή είπε ναι, και ο Νίκος το ακούμπησε. Εγώ όμως δεν ήθελα, φοβόμουν ότι
μπορεί να αρρώσταινα και είπα όχι.
Με τον Μάκη όμως παίζουμε καμιά
φορά τον γιατρό και αυτό το παιχνίδι μ’ αρέσει. Έχουμε βρει ένα γκρεμισμένο,
έρημο ταμπάκικο και πάμε εκεί σε μια γωνιά και ο Μάκης μού κάνει ένεση με μια
πρόκα. Αλλά μια φορά μας έπιασε ένας εργάτης και μας έβαλε τις φωνές,
κατατρομάξαμε, μας είπε ότι είμαστε παλιόπαιδα και μας ρωτούσε τι ακριβώς
κάναμε και είπε πως θα το έλεγε στους γονείς μας. Φοβήθηκα πολύ τότε, αλλά
ευτυχώς δεν το μαρτύρησε.
***
Στη φωτογραφία: Αείλανθος
(Βρομόδεντρο)
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου