Κλασικός τύπος κοπέλας που αγαπά τα λουλούδια δεν υπήρξα
ποτέ. Η μητέρα μου είχε γλάστρες με φυτά, αλλά ανήκαν στη δική της δικαιοδοσία,
όπως όλα τα πράγματα του σπιτιού, εγώ επομένως κρατούσα τις αποστάσεις μου.
Ως παντρεμένη, κάποια φυτά που είχαμε τα φρόντιζε ο σύζυγος,
αυτός είχε την ευθύνη. Όμως τότε πρόσεξα ότι είχα μια ευαισθησία απέναντί τους,
ήθελα να τα βλέπω γερά και ακμαία. Αλλά ποτέ δεν σκέφτηκα να αγοράσω γλάστρες
με φυτά.
Κάποιος μάς είχε χαρίσει ένα γλαστράκι με ένα μικρούλι φυτό
εσωτερικού χώρου – πώς το έλεγαν δεν ήξερα. Το συμπάθησα αυτό το φυτό με τα
μεγάλα πράσινα φύλλα του και με ένα μοβ ανθάκι στο κέντρο. Το κοίταζα πολύ
τρυφερά, όποτε το βλέμμα μου έπεφτε πάνω του.
Μια άσχετη με συμβούλεψε να περάσω με λάδι τα φύλλα του για
να γυαλίζουν και, άσχετη κι εγώ, το έκανα. Το φυτό άρχισε να μαραίνεται. Το
πάλεψα, προσπάθησα να το σώσω, ξέπλυνα τα φύλλα του να φύγει το βρομόλαδο, αλλά
ήταν αργά. Το μικρό φυτό πέθανε. Ένιωσα ένοχη, λες και είχα σκοτώσει άνθρωπο.
Μετά το διαζύγιο, στο καινούργιο διαμέρισμα που μετακόμισα,
ο προηγούμενος ιδιοκτήτης είχε αφήσει στο μπαλκόνι δυο γλάστρες. Η μία είχε ένα
γεράνι, η άλλη δεν θυμάμαι τι. Θα προτιμούσα το μπαλκόνι μου άδειο, όμως τώρα
αναγκαστικά όφειλα να φροντίσω αυτές τις δυο σιωπηλές ζωές, γιατί εγώ ήμουν ο μόνος
προστάτης τους, χωρίς εμένα θα πέθαιναν. Τις φρόντιζα και τις έβλεπα να ζουν
ήσυχα μέσα στην απλότητά τους. Ήταν ένα καθήκον μου αυτό, έτσι το καταλάβαινα.
Μετά κάποιος μού έφερε δώρο έναν φίκο Μπέντζαμιν. Ήταν
μικρούλης ακόμα, όπως μου εξήγησαν, γιατί εγώ δεν καταλάβαινα από τέτοια. Τον
έβαλα δίπλα στην μπαλκονόπορτα, για να έχει φως και ζέστη, και ανέλαβα τη
φροντίδα του. Ο φίκος μεγάλωσε, του άλλαξα γλάστρα, μεγάλωσε κι άλλο, έγινε δεντράκι,
θαλερός, με ζωηρά καταπράσινα φύλλα κι εγώ κάθε τόσο του άλλαζα θέση στην
μπαλκονόπορτα, για να έχει πάντα φως και ζέστη ή δροσιά ανάλογα την εποχή.
Ήμουν μια καλή τροφός με το κρυφό άγχος πάντα μην του λείψει
τίποτα, μη μου πάθει κάτι ο φίκος,. Ήθελα να είναι ένα ευτυχισμένο φυτό. Και
φαίνεται ότι ήταν.
Μια φίλη μου που ήξερε ότι έχω άγνοια σχετικά με την
κηπουρική με ρώτησε κάποτε απορημένη: «Μα τι του κάνεις και είναι τόσο θαλερός
αυτός ο φίκος;» «Τον αγαπώ», της απάντησα.
Όμως εγώ δεν ήμουν γεννημένη μητέρα. Φρόντιζα τα δυο φυτά
μου στο μπαλκόνι και τον φίκο μου στο καθιστικό, όμως ένιωθα ότι κάτι δεν
πήγαινε καλά με μένα. Είχα υπερβολική έγνοια για τα φυτά αυτά, πάνω από το
κανονικό. Όταν το συνειδητοποίησα, πήρα την απόφαση και τα έδωσα σε μια φίλη
μου. Την προειδοποίησα όμως ότι θα την επισκέπτομαι τακτικά, για να βλέπω, αν
είναι καλά τα φυτά μου. «Να έρχεσαι όποτε θέλεις», μου είπε.
Πράγματι τα φρόντισε, όπως και τα άλλα πάμπολλα φυτά που
είχε στο σπίτι της. Κυρίως με ενδιέφερε ο φίκος μου. Όποτε πήγαινα σπίτι της,
τον έβλεπα ζωηρό, δυνατό, γεμάτο γερά φύλλα. Τον χάιδευα λίγο κι έφευγα.
Από τότε φυτό δεν ξαναμπήκε στο σπίτι μου. Τα μπαλκόνια μου
στέκονται άδεια και ξερά. Κι εγώ είμαι ήσυχη.
Όσο για τα λουλούδια
που μπορεί ίσως κάποιος να μου φέρει, του λέω ευγενικά ότι δεν θέλω λουλούδια στον
προσωπικό μου χώρο και ας τα προσφέρει αλλού. Δεν εξηγώ γιατί.
Πώς να του εξηγήσω ότι τα λουλούδια στο βάζο είναι
ετοιμοθάνατες ζωές κι ότι εγώ θα πρέπει να παρακολουθώ μέρα με τη μέρα τον αργό
τους θάνατο; Δεν νομίζω ότι θα καταλάβει σε τι βασανιστήριο θέλει να με βάλει.
Ας με πει παράξενη, δεν με πειράζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου