Τα πρώτα γράμματα τα έμαθα στο σπίτι μιας συνταξιούχου δασκάλας
που ενίσχυε την πενιχρή της σύνταξη διδάσκοντας τα παιδάκια της γειτονιάς ή βοηθώντας
τα αργότερα, όταν αυτά πήγαιναν στο δημοτικό.
Εκείνα τα χρόνια μπορούσε άνετα να παρακαμφθεί ο νόμος ή ίσως δεν υπήρχε καν σχετικός νόμος, πάντως η μητέρα μου, όταν ήρθε η ώρα να πάω στο δημοτικό – το θυμάμαι πολύ καλά αυτό το περιστατικό – με πήρε και πήγαμε κατ’ ευθείαν στο γραφείο του διευθυντή.
-Η κόρη μου ξέρει
τα γράμματα της Πρώτης τάξης, του είπε. Μήπως γίνεται να την εγγράψουμε
απευθείας στη Δευτέρα;
Ο διευθυντής, ένας
καλός, ευγενικός άνθρωπος, μου έκανε κάποιες ερωτήσεις, εκ των οποίων θυμάμαι
μόνο μία:
-Μια κότα πόσα
πόδια έχει;
-Δύο, είπα εγώ.
-Και δυο κότες;
-Τέσσερα.
Μετά την
προφορική εξέταση που πέρασα με επιτυχία, βρέθηκα στη Δευτέρα τάξη.
Δεν ήταν τόσο
απλό. Γιατί τα άλλα παιδιά γνωρίζονταν ήδη μεταξύ τους, ενώ εγώ φυτεύτηκα στην
τάξη, χωρίς να γνωρίζω κανένα. Δεν είχα την οικειότητα του παιδιού που ήδη
γνώριζε το σχολείο του, τους δασκάλους του και τους συμμαθητές του. Έτσι την
πρώτη ημέρα θυμάμαι ότι ήμουν ένα μαραμένο παιδάκι.
Αυτή η δυσκολία
πάντως πρέπει να κράτησε λίγο, γιατί σύντομα έγινα ένα ζωηρό παιδί, απέχτησα τις
φίλες μου και έπαιζα ατελείωτα στα διαλείμματα.
Το σχολείο το
θυμάμαι με αγάπη. Και το Δημοτικό και αργότερα το εξατάξιο Γυμνάσιο. Ήταν
έντεκα χαρούμενα χρόνια, με καλούς δασκάλους, αν αφαιρέσουμε έναν δυο, που μας φέρονταν
καλά, δεν μας πρόσβαλλαν και που εμείς - άλλα χρόνια τότε - τους βλέπαμε με
σεβασμό.
Μπορώ να πω
χωρίς υπερβολή ότι εκείνα τα χρόνια ήταν τα πιο χαρούμενα της ζωής μου.
Μετά ωρίμασα, κοίταξα τον κόσμο γύρω μου και τρόμαξα. Μπήκα σε σκοτεινές ατραπούς και το παιδί που έφερα μέσα μου έπεσε και κοιμήθηκε.
Κοιμάται χρόνια τώρα, δεκαετίες,
και ονειρεύεται τα παιχνίδια και τα γέλια εκείνων των πρώτων χρόνων της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου