«Παιδικές χαρές» δεν
είχαμε στα Χανιά. Αυτό το φρούτο το γνώρισα στην Αθήνα, όταν ανεβαίναμε για να
πάμε στο χωριό του πατέρα.
Πάντα μέναμε μερικές
μέρες στην πρωτεύουσα, βλέπαμε γνωστούς και συγγενείς και η μαμά ψώνιζε ρούχα
και κοσμήματα. Έτσι βρέθηκα ένα απόγευμα σ’ αυτό το μαγικό μέρος που λέγεται
παιδική χαρά, όπου μας είχαν πάει κάτι οικογενειακοί φίλοι μαζί με τη μικρή
κόρη τους.
Αλλά στα Χανιά, μπορεί
να μην είχαμε παιδικές χαρές, είχαμε όμως όλη τη γειτονιά δική μας, με τα
χωράφια της, τους άδειους δρόμους της - άντε να περνούσε καμιά φορά κανένα
ποδήλατο – με τις έρημες γωνιές της και τα ερειπωμένα, άδεια σπίτια της.
Εκεί παίζαμε ελεύθερα
τα παιδιά, όλα αγόρια και το μόνο κορίτσι ήμουν εγώ, μια και δυο άλλα κορίτσια
που ζούσαν στη γειτονιά, τα είχαν οι γονείς τους κλεισμένα στο σπίτι.
Κανείς δεν μας επέβλεπε.
Οι μεγάλοι είχαν τις δουλειές τους και ευχαρίστως μας ξεφορτώνονταν για να μην
τους ζαλίζουμε. Κανείς δεν ανησυχούσε για την ακεραιότητά μας. Αν, όταν
βράδιαζε, γυρίζαμε στο σπίτι με τα γόνατα πληγιασμένα, ακούγαμε τα σχολιανά μας
από τη μητέρα, η οποία παράλληλα καθάριζε τις πληγές μας με οινόπνευμα κι εμείς
ουρλιάζαμε από τον πόνο.
Άλλες εποχές.
Παίζαμε με πέτρες και
με χώματα, με σκοινιά, με ξύλα, με παλιόπανα και παλιοσίδερα, με οτιδήποτε
βρίσκαμε πεταμένο κάτω. Με τα ξύλα και με τα παλιόπανα στήναμε σκηνές και
καθόμασταν μέσα παριστάνοντας τους ορειβάτες που είχαν κατακτήσει μια κορυφή. Με
τα σκοινιά δέναμε δυο παιδιά και τα εγκαταλείπαμε στην τύχη τους. Τα παιδιά
έπρεπε να βρουν μόνα τους τον τρόπο να λυθούν. Εμένα με έδεναν με τον Λάκη,
ήμασταν οι πιο αδύναμοι, αλλά εμείς πάντα τα καταφέρναμε να λυθούμε και να
παρουσιαστούμε περήφανοι στα υπόλοιπα παιδιά. Άλλα αγαπημένα παιχνίδια: Καουμπόηδες-
Ινδιάνοι, κλέφτες κι αστυνόμοι.
Κυλιόμασταν σε ένα
μεγάλο χωράφι, δίπλα στο σπίτι μου, γεμίζαμε χώματα και περιεργαζόμασταν τα
αγριόχορτα. Είχε εκεί απ’ όλα, χαμομήλια, τσουκνίδες και άλλα που δεν θυμάμαι
πώς τα λέγαμε, αλλά θυμάμαι πώς ήταν. Κάποια τα λέγαμε ποντικάκια. Άλλα θύμιζαν
στάχυ, αλλά στάχια δεν ήταν. Ήταν και κάποια που τα λέγαμε ψωμάκια, είχαν ένα
μικρό πράσινο καρπό που τον τρώγαμε.
Υπήρχαν όμως και τα
παλιοσίδερα, σκουριασμένα, πεταμένα. Ήταν πολύ εύκολο να μας τραυματίσουν και
να πάθουμε μόλυνση ή κανένα τέτανο. Ήταν και τα ζουζούνια που μπορεί να μας
τσιμπούσαν ύπουλα και να πρηστούμε στα καλά καθούμενα. Ήταν και όλα αυτά τα
βρώμικα που πιάναμε και μετά βάζαμε τα χέρια μας στο στόμα..
Οι μεγάλοι πάντως
αγρόν ηγόραζαν. Το μόνο που ήξεραν να κάνουν ήταν να μας μαλώνουν, αν γυρίζαμε
σπίτι αργά, αφού είχε δύσει ο ήλιος, και αν ήμασταν βρώμικοι.
Δεν το έκαναν από
αδιαφορία αλλά από άγνοια κινδύνου. Παιδιά είναι, παίζουν, σκέφτονταν. Ποτέ δεν
πήγε ο νους τους στο κακό. Είπαμε: άλλες εποχές. Ευτυχώς πάντως, κανένα παιδί
δεν έπαθε τίποτα ποτέ. Θα το έλεγα καλή τύχη αυτό.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά
από μια ανάρτηση της φίλης Εύης Ανδριανού. Εδώ βλέπουμε μια σύγχρονη παιδική
χαρά και το άγχος των μεγάλων μην πάθουν τίποτε τα μικρά τους. Από την άγνοια
κινδύνου φτάσαμε στη φοβία κινδύνου. Τα παιδιά από το Μαρόκο πάντως ζουν
ανέμελα, όπως κάποτε εμείς:
«Πριν λίγες μέρες
ήμασταν με τον τρίχρονο Ωρίωνα σε μια παιδική χαρά στου Ζωγράφου. Εκεί συναντήσαμε
τρία αγόρια αρκετά μεγαλύτερά του, τα οποία μόλις τον είδαν, έτρεξαν κοντά του
να τον γνωρίσουν και να τον πάρουν μαζί τους στο παιχνίδι. Σκαρφαλώματα,
κυνηγητό, μονόζυγο, τσουλήθρα καράβι, κούνια, γέφυρα κλπ. Ο μπαμπάς τους και η
γιαγιά τους κάθονταν σε ένα παγκάκι πιο κει και δεν επενέβησαν ποτέ στο
παιχνίδι τους, ακόμη κ αν έκαναν κάτι φαινομενικά επικίνδυνο.
Αντίθετα, δυο άλλες
γιαγιάδες/θείες με τα εγγόνια/ανίψια τους, ήταν τόσο αγχωμένες, με το
παραμικρό, φώναζαν «Πρόσεχε, θα πέσεις, μην πας από κει!! Ιιιι θα λερωθείς, έλα
να φας τοστάκι, μη…» και πάει λέγοντας.
Παρατήρησα πως και οι
δυο αυτές κύριες κοιτούσαν προς το μέρος των ατρόμητων αγοριών με ένα ύφος
υποτιμητικό και κάπως με τις κινήσεις τους και λόγια σχεδόν ψιθυριστά
απομάκρυναν τα δικά τους και τα απέτρεπαν από το να πλησιάσουν τα αγόρια.
Εγώ πάλι αισθάνθηκα
μεγάλη ανακούφιση που ο Ωρίωνας έπαιζε με τέτοια όρεξη και χαρά με τα αγόρια
αυτά κι έτσι δεν είχα το ενοχλητικό άγχος να είμαι κοντά του και να τον
παρατηρώ με προσοχή κάθε λεπτό.
Κάποια στιγμή δεν
άκουγα τις φωνές τους και γύρισα το κεφάλι μου να δω πού ήταν. Και τότε είδα το
μεγαλύτερο παιδί να βρίσκεται πάνω στην κινούμενη γέφυρα και με μεγάλη υπομονή
-πατρικά σχεδόν- να δίνει κατατοπιστικές οδηγίες στον Ωρίωνα, ώστε να καταφέρει
να την περάσει μόνος του. Τα άλλα δυο παιδιά ήταν από τις δυο πλευρές της
γέφυρας με τα χέρια ανοιχτά και έτοιμα να τον πιάσουν αν τυχόν έπεφτε. Και τα
κατάφερε.
Τα τρία αγόρια, μας
συστήθηκαν κι όταν άκουσα τα δύσκολα ονόματά τους, ρώτησα από που κατάγονται.
«Είμαστε ο Αντάμ, ο Ασράφ κι ο Ασνάι, (δεν είμαι σίγουρη για το τελευταίο), τα
τρία Α απ’ το Μαρόκο. Εγώ είμαι ο μεγαλύτερος αδερφός και αυτά είναι τα δίδυμα
αδερφάκια μου.»
Αυτά τα τρία παιδιά
που μεγάλωσαν στην Ελλάδα, με γονείς αλλοδαπούς που δεν ήξεραν τη γλώσσα,
μιλούσαν τόσο ωραία ελληνικά, αλλά κυρίως ήταν τα πιο ευγενικά και καλοσυνάτα
παιδιά που έχω δει ποτέ μου. Στο τέλος μοιράστηκαν τις καραμέλες τους με τον Ωρίωνα
και τον ξανακάλεσαν στην παιδική τους χαρά.
Όλο αυτό μου θύμισε το
βιβλίο που διάβασα πρόσφατα «Γιατί οι Δανοί μεγαλώνουν τα πιο ευτυχισμένα
παιδιά στον κόσμο».
Κάποιες φορές μπορεί
να είναι και ελληνάκια απ’ το Μαρόκο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου