Οι Αποκλίνοντες
(Εισαγωγή στο μυθιστόρημα που ήρθε η σειρά του να εκδοθεί).
Με
λένε Σωσίθεο.
Με
ονόμασαν έτσι για γούρι, επειδή γεννήθηκα λίγες ώρες μετά το μεγάλο σεισμό που
ισοπέδωσε την πόλη μου την Αντιόχεια, στα χρόνια του Αυγούστου Κωνστάντιου.
Για πολύ καιρό νόμιζα ότι το όνομά μου σήμαινε «αυτός που ο Θεός έσωσε» και μάλλον έτσι θα είχε σκεφτεί και ο πατέρας μου, επειδή μέχρι τότε η μάνα μου γεννούσε μόνο νεκρά παιδιά. Τώρα, πενήντα τέσσερα χρόνια μετά τη γέννησή μου, ξέρω πως το όνομά μου δεν σημαίνει αυτόν που έσωσε ο Θεός.
Δεν
είχα την απαίτηση βέβαια να ξέρει ο πατέρας μου τόσο καλά ελληνικά, αλλά αυτή η αστοχία του ίσως να μην ήταν τυχαία.
Το όνομά μου λοιπόν - και τώρα είμαι
βέβαιος, γιατί τα δικά μου ελληνικά είναι άριστα – σημαίνει «αυτός που σώζει τον Θεό». Εν τω μεταξύ όμως ο πατέρας μου πέθανε και δεν έμαθε ποτέ ότι είχε
διαλέξει ένα λάθος όνομα για το μοναχογιό του.
Η
ρίζα μου πρέπει να είναι ελληνική, αν και πολύ συριακό αίμα τρέχει στις φλέβες
μου. Ίσως οι πρόγονοί μου να κατάγονταν από τους πρώτους εκείνους στρατιώτες
που έφτασαν εδώ με τον Αλέξανδρο, ίσως όμως και όχι, μπορεί να ήρθαν εδώ
αργότερα, τότε που το βασίλειο του Σέλευκου βρισκόταν στην ακμή του, μπορεί και
πιο μετά ακόμη.
Η
μάνα μου ήταν Σύρα, όπως Σύρα ήταν και η μάνα του πατέρα μου. Μπορεί να είμαι εντελώς Σύρος και κάποιος πρόγονός
μου να πήρε όνομα ελληνικό για να δείχνει ανώτερος. Πάντως, όταν κοιτάζομαι
στον καθρέφτη, δεν νιώθω και πολύ Έλληνας, έτσι μαυριδερός που είμαι.
Έλληνας
ή Σύρος, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για μένα. Προέρχομαι από ταπεινή οικογένεια
και στο καπηλειό του πατέρα μου σύχναζαν τον καιρό που ήμουν παιδί, άνθρωποι
λαϊκοί, χωρικοί, εργάτες, προσκυνητές, τυχοδιώκτες, ακόμα και απατεώνες.
Έρχονταν και γυναίκες, θεατρίνες που έκαναν μιμική στους δρόμους, ακροβάτισσες,
χορεύτριες και πόρνες που έψαχναν πελάτες μέσα στα καπηλειά.
Εμείς
μέναμε από πάνω, σε δυο δωμάτια που έβλεπαν στην αυλή και το πλυσταριό.
Μεγάλωσα
με τις φωνές, τους καυγάδες και τα τραγούδια των μεθυσμένων που έφταναν ως εμάς
όλη μέρα. Τη νύχτα ησυχάζαμε, γιατί λίγο
μετά τη δύση του ήλιου το καπηλειό έκλεινε και ο πατέρας μου ανέβαινε πάνω,
μεθυσμένος τις πιο πολλές φορές, ξάπλωνε στο κρεβάτι και ροχάλιζε.
Ο
δούλος μας ο Μπααράμ κοιμόταν στο
καπηλειό για να το φυλάει από τους κλέφτες και για να προσέχει, αν κανείς
πελάτης ξέμενε τη νύχτα και κοιμόταν
στον πάγκο.
Στο
σπίτι μιλούσαμε συριακά, γιατί η μάνα μου δεν ήξερε άλλη γλώσσα. Ο πατέρας μου
όμως μιλούσε και τα ελληνικά, καμάρωνε πως είχε ρίζα ελληνική, αν και δεν
έμοιαζε πολύ με Έλληνα. Μαυριδερός ήταν κι αυτός όπως κι η μάνα μου, όπως όλοι
οι ντόπιοι. Αν κι έχουν ανακατευτεί οι
ράτσες τόσο πολύ εδώ στην Αντιόχεια που το χρώμα του δέρματος δεν παίζει κανένα ρόλο.
Η
πρώτη γλώσσα που μίλησα ήταν τα συριακά,
γρήγορα όμως έμαθα και ελληνικά, αυτά τα κάπως αλλοιωμένα ελληνικά
που μιλούσαν κάποιοι πελάτες της ταβέρνας και που τους άκουγα από μικρός, από
τότε που μπορούσα να κατεβαίνω μόνος μου τη σκάλα και να τριγυρίζω στο καπηλειό
ανάμεσα στους πάγκους. Άκουγα κι άλλες γλώσσες εκεί μέσα, λατινικά, περσικά,
αρμένικα και βάρβαρα γερμανικά, γιατί εκτός από τους ντόπιους έρχονταν πολλές
φορές στο καπηλειό και ξένοι, επειδή από την πόλη μου περνά πολύς κόσμος απ’
όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας κι ακόμα κι απ’ έξω από αυτήν.
https://akamas.wordpress.com/2021/05/08/%CE%BA%CE%B1%CE%AF%CF%84%CE%B7-%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CF%85-%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%BB%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%82-%CE%B5%CE%BA%CE%B4%CF%8C/
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφή