Στο
εξατάξιο γυμνάσιο θηλέων, όπου φοιτούσα στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν
μετά το διάλειμμα μπαίναμε στην τάξη και μέχρι να έρθει ο καθηγητής, η αίθουσα
ολόκληρη αντιβοούσε από τις φωνές των κοριτσιών. Τα μισά φώναζαν ρυθμικά
Α-λί-κη! Α-λί-κη! Α-λί-κη! και τα άλλα μισά Κα-ρέ-ζη! Κα-ρέ-ζη! Κα-ρέ -ζη! Αν
θυμάμαι καλά, οι Αλίκες ήταν λίγο περισσότερες από τις Καρέζες.
Στο
επόμενο διάλειμμα τα μοτίβα άλλαζαν: Μπάρ-κου-λης! Μπάρ-κου-λης! Μπάρ-κου-λης!
Για να είμαι ειλικρινής δεν θυμάμαι ποιος ήταν το αντίπαλον δέος. Ήταν ο
Παπαμιχαήλ; Ήταν ο Κακκαβάς; Ήταν κάποιος άλλος; Η μνήμη μου δεν με βοηθά στο
σημείο αυτό. Ο Κούρκουλος πάντως έγινε γνωστός λίγο αργότερα, οπότε το όνομά του
δεν ακουγόταν – κρίμα, γιατί ήταν ο πιο όμορφος από όλους.
Στο
μεθεπόμενο διάλειμμα είχαμε άλλη αντιπαράθεση: Ναυ-τι-κό! Ναυ-τι-κό! Ναυ-τι-κό!
και Αε -ρο-πορία! Αε -ρο-πορία! Αε -ρο - πορία!
Τώρα
πώς το Ναυτικό και η Αεροπορία είχαν εμφιλοχωρήσει ανάμεσα στους σταρ του
ελληνικού κινηματογράφου, δεν γνωρίζω. Βέβαια η πόλη ήταν γεμάτη από νεαρούς αξιωματικούς
της αεροπορίας και του ναυτικού που βόλταραν στους δρόμους και μάγευαν τα
κοριτσόπουλα. Για το πεζικό πάντως δεν είχε εκδηλωθεί κανένα ενδιαφέρον. Ήταν
πολύ πεζό να λατρεύεις το πεζικό.
Τέλος
πάντων, έμπαινε μετά ο καθηγητής στην τάξη και επικρατούσε αμέσως ησυχία.
Στα
διαλείμματα βγάζαμε από τις τσέπες μας τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες των ειδώλων
μας και τις δείχναμε η μια στην άλλη. Χαρτζιλίκι πολύ δεν είχαμε, αλλά με
οικονομίες και με όραμα μαζεύαμε τις δραχμούλες μας και πηγαίναμε να αγοράσουμε
τις φωτογραφίες των σταρ.
Και
όχι μόνο της Αλίκης και της Καρέζη. Αγοράζαμε φωτογραφίες και άλλων εγχώριων
σταρ αλλά και αλλοδαπών, όπως του Μάρλον Μπράντο, του Πολ Νιούμαν, του
Μοντγκόμερι Κλιφτ, της Λιζ Τέιλορ, της
Μαρίνας Βλαντύ – μήπως θυμάμαι τώρα πια;
Πάκο
οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τις φυλάγαμε ως πολύτιμη περιουσία και τις
κοιτάζαμε κάθε φορά με δέος. Από όλες αυτές τις φωτό μού έχουν μείνει δύο, της
Ξένιας Καλογεροπούλου και της Νάνας Μούσχουρη και μάλιστα με αφιέρωση στην πίσω
μεριά. Διότι τότε τα λαϊκά περιοδικά μάς έδιναν την ευκαιρία να γράψουμε στα
αγαπημένα μας είδωλα και να τους ζητήσουμε φωτογραφία με αυτόγραφο. Έτσι απέχτησα
μια μέρα δύο φωτογραφίες τους με αφιέρωση.
Αλλά
γιατί Ξένια Καλογεροπούλου και όχι Αλίκη ή Καρέζη; Διότι με είχε εκνευρίσει η
μονομανία των συμμαθητριών μου και ήθελα να ξεφύγω από αυτά τα στερεότυπα. Διάλεξα
κι εγώ την Καλογεροπούλου που ήταν εξίσου όμορφη και πολύ χαριτωμένη. Κατά τύχη
έκανα καλή επιλογή, εφόσον ο χρόνος απέδειξε ότι η Ξένια Καλογεροπούλου
ακολούθησε μια σοβαρότερη πορεία στην καριέρα της.
Όσο
για τη Νάνα Μούσχουρη, αυτή έγινε αμέσως είδωλό μου, από τότε που την άκουσα να
τραγουδά το «Κυπαρισσάκι» και την «Τιμωρία» του Μάνου Χατζιδάκι στο φεστιβάλ
τραγουδιού της Αθήνας (ΕΙΡ, 1960), πριν
αυτό μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη. Όπως είδωλό μου έγινε αμέσως από τότε και ο
Μάνος Χατζιδάκις που πήρε το Α΄ βραβείο.
Ένα
δυο χρόνια αργότερα εξαπλώθηκε στην Ελλάδα η πλαστή αντιπαράθεση μεταξύ
Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Ήμασταν ήδη πιο μεγάλες εμείς στο γυμνάσιο και είχαμε
σταματήσει να ουρλιάζουμε για τα είδωλά μας μέσα στην τάξη. Αλλά οι Έλληνες
είχαν πέσει στην παγίδα και είχαν χωριστεί σε Χατζιδακικούς και Θεοδωρακικούς.
Εννοείται
ότι εγώ ήμουν Χατζιδακική, αλλά δεν μπορούσα να αντιπαθήσω τα τραγούδια του
Θεοδωράκη. Ήταν κι αυτά πολύ όμορφα, πώς ήταν δυνατόν να τα απορρίψω; Ωστόσο τα
άκουγα με κάποια επιφύλαξη και τα ψιλοτραγουδούσα κι αυτά.
Φαίνεται
όμως, αν και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, ότι υπήρχε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ
Χατζιδακικών και Θεοδωρακικών. Μια οικογενειακή φίλη, βαμμένη κομμουνίστρια,
θυμάμαι πόσο αγαναχτισμένη έλεγε στη μητέρα μου: «Μα τι αηδίες είναι αυτές,
φέρτε μου ένα μαντολίνο για να δείτε πώς πονώ! Τι σαχλαμάρες, τι ανόητα λόγια
είναι αυτά, αίσχος!» Η μητέρα μου δεν είχε τι να της απαντήσει, αυτηνής της
άρεσε ο Γούναρης και δεν τη συγκινούσε ούτε ο Χατζιδάκις ούτε ο Θεοδωράκης. Και
η οικογενειακή φίλη τον Γούναρη προτιμούσε, αλλά πώς να μην υποστηρίξει τον
Θεοδωράκη τον ομοϊδεάτη της; Ούτε και ήθελε να ξέρει ότι το «Μαντολίνο» ήταν
τραγούδι από θεατρική παράσταση και οι στίχοι του είχαν σχέση με το έργο.
Μια
και ήμουν Χατζιδακική, δεν υπήρχε τραγούδι του Μάνου που να μην το ξέρω και να
μην το τραγουδώ. Τραγουδούσα όμως και πολλά του Θεοδωράκη – δεν γινόταν
διαφορετικά, μου άρεσαν κι αυτά. Όχι όμως όλα, μόνο τα ανώδυνα, αυτά που άκουγα
στο ραδιόφωνο, τα άλλα δεν τα ήξερα.
Εν
τω μεταξύ οι δύο μεγάλοι συνθέτες μας διατελούσαν εν πλήρει αρμονία, ενώ ο
λαουτζίκος φαγωνόταν – όπως κάνει και σήμερα εξάλλου.
Η
φαγωμάρα τέλειωσε με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 και την απαγόρευση των
τραγουδιών του Θεοδωράκη. Στη μεταπολίτευση ο Θεοδωράκης έγινε, όπως ήταν
αναμενόμενο, το μεγάλο ίνδαλμα του λαού, ενώ ο Χατζιδάκις συνέχιζε αδιατάραχτος
τη δική του προσωπική πορεία. Και με τις δηλώσεις του κάθε τόσο έγινε τελικά αντιπαθής
και μισητός σε μια μερίδα του κόσμου.
Οι
καιροί όμως αλλάζουν.
Σήμερα
υμνούν τον Χατζιδάκι - που μας άφησε νωρίς - δεξιοί και αριστεροί. Αναπαράγουν
τις δηλώσεις του και τις κρίνουν σοφές εκείνοι, που αν σήμερα ζούσε ο συνθέτης,
θα τους περιέλουζε με τα επίθετα που τους αξίζουν.
Ο
Θεοδωράκης εξακολουθεί να είναι πολύ αγαπητός στον κόσμο, αλλά όχι σε όλον τον
κόσμο. Βλέπετε και αυτός κάνει κατά καιρούς δηλώσεις που δεν αρέσουν στο κοινό
που ξινίζει τα μούτρα του.
Βέβαια
και στην περίπτωσή του θα συμβεί ό,τι και με τον Μάνο Χατζιδάκι. Όταν θα φύγει
από τον κόσμο τούτο, θα ακολουθήσει θρήνος πολύς και αργότερα θα αρχίσουμε να
αναπαράγουμε τις δηλώσεις του που τότε θα μας αρέσουν. Ζωή
να’ χει βέβαια ο άνθρωπος.
Ξέχασα
κάτι; Ναι, ξέχασα τον Σαββόπουλο. Τα ίδια θα περάσει κι αυτός ο μεγάλος
τραγουδοποιός, ζωή να’ χει ο άνθρωπος.
Στη
μνήμη της αγαπητής φίλης και συμμαθήτριας Νίτσας Α. που έφυγε από κοντά μας πριν
λίγες μέρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου