Να είσαι εβδομήντα χρονών – άσχετο, αν οι άλλοι σου λένε με
έκπληξη, μα όχι, δεν είναι δυνατόν! Είναι και παραείναι – και να συνομιλείς με
κάποιον γύρω στα δέκα χρόνια νεότερό σου και ο κάποιος αυτός να σε κοιτάζει και
να σου φέρεται λες και είσαι κοπελίτσα είκοσι- είκοσι πέντε χρονών… μην πάει ο νους σας εκεί που είναι έτοιμος να
πάει, λάθος καταλάβατε.
Καμιά διάθεση δεν έχει να φλερτάρει ο άνθρωπος, κάθε άλλο.
Εδώ πρόκειται για επαγγελματικό ραντεβού: του έχεις δώσει τη δουλειά σου κι
αυτός έχει αναλάβει να τη φέρει στο κοινό. Αλλά δεν βλέπει ότι έχει μπροστά του
μια γυναίκα τρίτης ηλικίας, βλέπει μια γυναίκα χωρίς ηλικία που το μόνο ίσως
γνώρισμά της είναι ότι θέλει να προωθήσει τη δουλειά της.
Και ως εδώ καλά.
Θα περίμενε κανείς μια κλασική συζήτηση, αυτό θα κάνουμε,
εκείνο θα το αποφύγουμε, έτσι πρέπει να γίνει τούτο, καλό είναι επίσης να
προσέξουμε και αυτό.
Αλλά δεν γίνεται έτσι. Ο νεότερος κύριος δεν κάνει διάκριση
σε ηλικίες. Έχει μπροστά του κάποια από τις αμέτρητες κάποιες που συναντά
καθημερινά και της φέρεται με ένα τρόπο που η εβδομηντάχρονη γυναίκα
αντιμετωπίζει αμήχανη.
Νιώθει ξαφνικά ότι είναι μια πρωτόβγαλτη μπέμπα και ο κύριος
απέναντί της τής δίνει οδηγίες αυστηρές, τη μαλώνει χαμογελαστός, τη διακόπτει,
δεν την αφήνει να του εκθέσει τις δικές της σκέψεις, με λίγα λόγια τής φέρεται
σαν να είναι μια άπειρη και ψωνισμένη κοπελίτσα, έτοιμη να κάνει τα πάντα
υπάκουα, αρκεί να προωθηθεί η δουλειά της. Πρέπει δηλαδή να πάρει σβάρνα φίλους, γνωστούς και συγγενείς,
να τους υποχρεώσει να αγοράσουν το προϊόν της, να τους πείσει ότι κι εκείνοι με
τη σειρά τους πρέπει να υποχρεώσουν τους δικούς τους φίλους, γνωστούς και
συγγενείς να το αγοράσουν, πρέπει να τρέχει πάνω κάτω, να το διαφημίζει, να το
γνωστοποιεί, να κάνει με λίγα λόγια τα πάντα, ώστε το προϊόν να πουληθεί σε όσο
γίνεται περισσότερους πελάτες.
Η εβδομηντάχρονη κυρία προσπαθεί να πει τη γνώμη της κι
αυτή, αλλά δεν εισακούεται. Προσπαθεί κάτι να ρωτήσει, αλλά παίρνει αόριστες
και κάπως προσβλητικές απαντήσεις. Και μια υπεροψία πλανάται στην ατμόσφαιρα,
μια ανεξήγητη για την εβδομηντάχρονη υπεροψία.
Εν τω μεταξύ ο νεότερος κύριος βιάζεται, τον περιμένει η
παρέα του για να συνεχίσουν την ευχάριστη συζήτησή τους που για χάρη της
διέκοψε. (Όχι αμέσως εννοείται. Την άφησε πρώτα να περιμένει κανένα εικοσάλεπτο,
καθώς η παρέα κάποιο θέμα ιλαρό ανέπτυσσε και όλοι χαμογελούσαν χαλαρά πίνοντας
τον καφέ τους).
Η σύντομη κουβέντα της με τον νεότερο κύριο έληξε με τρόπο
που δεν της επέτρεπε να ρωτήσει τίποτε περισσότερο. Βγήκε στον δρόμο νιώθοντας
περίεργα, έπειτα νιώθοντας να σιγοβράζει από θυμό. Κυρίως, όταν συνειδητοποίησε
ότι ο νεότερος κύριος την έβλεπε σαν μύγα. Όταν συνειδητοποίησε ότι ήθελε να
την μεταβάλει σε πλασιέ του προϊόντος της, κάτι που θα έκανε ίσως χωρίς
αντίρρηση, αν ήταν είκοσι χρονών, όχι όμως τώρα στα εβδομήντα της, γιατί κάτι
τέτοιο θα τη γελοιοποιούσε. Τέλος, όταν συνειδητοποίησε ότι αυτός ο νεότερος
κύριος τη θεωρούσε μια ψωνισμένη, ικανή για οποιονδήποτε εξευτελισμό, αρκεί να
πουληθεί το προϊόν της.
Δεν της απέμενε παρά μόνο τούτο: αγόρασε η ίδια ένα μέρος
του προϊόντος της και το κράτησε ανενεργό στο σπίτι της. Κάποια λίγα κομμάτια
του τα χάρισε στους φίλους της.
Τον νεότερο κύριο δεν θέλησε να τον ξαναδεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου