Δεν πολιτικολογώ, κοινωνιολογώ.
Συγγενείς αριστερούς δεν είχα ούτε φίλους, ώστε να μπορώ
τώρα να καταθέσω μαρτυρίες για τη μεταχείρισή τους επί χούντας. Επίσης ήμουν
πολύ νέα, όταν μας επιβλήθηκε το καθεστώς, και η πολιτική δεν ήταν κάτι που με
ενδιέφερε τότε άμεσα.
Άμεσα όμως είδα τη διαφορά τού πώς είναι να ζει κανείς επί
δημοκρατίας και μετά επί δικτατορίας. Η όποια ποιότητα ζωής που είχαμε επί
δημοκρατίας ξέπεσε σε ένα φτηνιάρικο στιλ ζωής και όποιος ήθελε να προφυλαχτεί
από αυτό, έπρεπε να κλειστεί στον εαυτό του και να περισώσει ό,τι πολύτιμο
είχε, όπως τον διαφορετικό τρόπο σκέψης του και επίσης δίσκους και βιβλία που
είχε αποχτήσει πριν τη χούντα.
Έπρεπε επίσης να κλείσει το ραδιόφωνό του – το βασικό ΜΜΕ
της εποχής, εφόσον η τηλεόραση ήταν στα σπάργανα – και να βουλώσει τα αφτιά του.
Τα ωραία τραγούδια, μολονότι δεν απαγορεύονταν, εφόσον δεν ήταν του Θεοδωράκη,
έπαψαν να αναμεταδίδονται και στη θέση τους ακούγονταν τώρα με επιμονή εύκολα
τραγουδάκια με εύπεπτους στίχους.
Μια άλλη, μεγάλη όμως κατηγορία, ήταν τα «πατριωτικά»
τραγούδια. Ασήμαντα πολλά, αλλά και άλλα με ποιότητα είχαν πάρει φόρα και
υμνούσαν λοχίες, Τεπελένια, Μικρά Ασία (ωραίος δίσκος αλλά με θέμα πιασάρικο
της εποχής), μάχες, στρατούς και τα παρόμοια.
Τα δημοτικά τραγούδια αντιλαλούσαν νυχθημερόν σε όλη την
Ελλάδα. Αυτό με την πρώτη ματιά δεν ήταν κακό, αλλά με μια δεύτερη ματιά
διέκρινε κανείς κι εδώ τη σχετική πατριδοκαπηλία. Δημοτικό τραγούδι ίσον Έθνος
Ελληνικόν και τα συνακόλουθα: Ιστορία γενναίου έθνους, μάχες, νίκες, δόξες και
τα τοιαύτα. Παρ’ όλα αυτά ομολογώ ότι με τόσο βροντοκόπημα δημοτικής μουσικής
στα αφτιά μου, τελικά ανακάλυψα την ομορφιά της που ως τότε σνόμπαρα.
Το Θέατρο της Δευτέρας στο ραδιόφωνο ξέπεσε κι αυτό, δεν
άντεχες να το παρακολουθήσεις.
Ο ελληνικός κινηματογράφος ξέπεσε επίσης σε κάτι σαχλές
κωμωδίες και από τότε δεν συνήλθε ποτέ. Παρατηρώ τώρα στην τηλεόραση τις
ελληνικές ταινίες που είχαν γυριστεί πριν το 1967 και όσες γυρίστηκαν μετά το
1967. Η διαφορά είναι συντριπτική.
Μια και η τάση μου ήταν να ασχολούμαι με τον άνθρωπο και την
κοινωνία και όχι με την πολιτική, σύντομα διαπίστωσα ότι μερικά πράγματα δεν ήταν
απαγορευμένα επισήμως, ήταν όμως απαγορευμένα ατύπως, όπως να αμφισβητεί κανείς
την τρέχουσα μικροαστική ηθική, τον θεσμό της οικογένειας ή της Εκκλησίας . Όσο
για την ιδέα της πατρίδας ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε όλοι να είμαστε ένθερμοι
οπαδοί της, αλλά με τον τρόπο που ήθελαν οι συνταγματάρχες. Ο τρόπος αυτός
απεικονιζόταν θαυμάσια στις πατριωτικές ταινίες της εποχής, βλέπε πχ
Παπαφλέσσα. Ξαφνικά ο ελληνικός κινηματογράφος έγινε ένας πολύ πατριωτικός
κινηματογράφος και πλήθος ανάλογων ταινιών κατέκλυσε τις κινηματογραφικές
αίθουσες πουλώντας φτηνό πατριωτισμό – ή πατριδοκαπηλία, θα έλεγα εγώ. Το κοινό
όμως πήγαινε και έβλεπε αυτές τις ταινίες και τις ευχαριστιόταν.
Τα ίδια έπαθε και η τηλεόραση που στα επόμενα χρόνια μπήκε τελικά
στα σπίτια των Ελλήνων. Κορυφαία τηλεοπτική επιτυχία – γκραν σουξέ – της εποχής
«ο Άγνωστος Πόλεμος», μια ελεεινή κατά τη γνώμη μου τηλεοπτική σειρά που δόξαζε
τα ελληνικά στρατά και που σύμπας ο ελληνικός λαός λάτρεψε.
Μια και είχε σηκώσει τέτοιο μπαϊράκι η Ελλάς των
συνταγματαρχών, επόμενο ήταν να ακολουθήσουν και άλλες γελοιότητες, όπως κάτι
πατριωτικές φιέστες με αρχαίες φορεσιές και άρματα και τέτοιες αηδίες, όπως η
«Πολεμική Αρετή των Ελλήνων» που έλαβε χώρα στο Στάδιο. Ο λαός συμμετείχε
ωστόσο και έδειχνε ευχαριστημένος, να τα λέμε αυτά.
Μόνη καταφυγή από αυτή τη φτηνιάρικη κουλτούρα ήταν κάποιες
ξένες ταινίες που μας έβγαζαν από την καθημερινή μιζέρια μας και μας έδειχναν
έναν άλλο κόσμο πιο συμβατό με τις πεποιθήσεις μας.
Και κάποια βιβλία επίσης, όπως, θυμάμαι τώρα, το «Τι
πιστεύω» του Μπέρτραντ Ράσελ που αγόρασα από το βιβλιοπωλείο και το ρούφηξα
διψασμένη απολαμβάνοντας τη σκέψη ενός φιλόσοφου που είχε να μου πει επιτέλους
κάτι ουσιαστικό πέρα από τις αερολογίες που κυκλοφορούσαν.
Στη χούντα μάθαμε, όσοι διαφωνούσαμε, να είμαστε κρυψίνοες
και να μη λέμε φωναχτά τις σκέψεις μας. Το πολύ πολύ να τα λέγαμε μεταξύ μας
οι φίλοι.
Γενικά, αυτό που επικρατούσε στην κοινωνία επί χούντας ήταν
η πατριδοκαπηλία, μια εξαμβλωματική ανάγνωση της Ιστορίας μας, μια ηθική στεγνή
και χωρίς μεγαλοψυχία, μια τέχνη μαραζωμένη, μια μικροαστική κακομοιριά και μια
σκέψη κοκαλωμένη σε ξεπερασμένα στερεότυπα. Κανένας άνεμος καινοτομίας δεν
φυσούσε. Όλα ήταν ακίνητα και ο λαός ένα φρόνιμο παιδί. Στην πλειοψηφία του.
Κάποιοι δεν ήταν φρόνιμοι.
Κάτι είναι τέλος πάντων κι αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου