Δεκαέξι χρονών, όταν ήρθα στην Αθήνα, το τελευταίο μέρος που
θα ήθελα να επισκεφθώ ήταν το Πεδίο του Άρεως, το πάρκο που βρισκόταν δέκα
λεπτά πιο κάτω από το σπίτι μου.
Μεγαλωμένη δίπλα στη θάλασσα, σε μια μικρή, όμορφη πόλη,
όπως ήταν τα Χανιά τη δεκαετία του ’50 και του ’60, αυτό που με θάμπωνε στην
Αθήνα ήταν η αίσθηση ότι ζούσα τώρα σε μια μεγάλη πόλη, με φώτα, με κίνηση, με
μεγάλες λεωφόρους, με ανωνυμία – αυτό κυρίως, η ανωνυμία που ακόμα μου αρέσει –
με αμέτρητα μαγαζιά και προ πάντων με αμέτρητες καφετέριες.
Ατελείωτες ώρες πέρασα στις καφετέριες της εποχής μαζί με
τους νέους φίλους που απέχτησα εν τω μεταξύ καπνίζοντας ατελείωτα τσιγάρα και
ανακαλύπτοντας ένα καινούργιο τρόπο ζωής που με γοήτευε και με γοητεύει ακόμα.
Τα πάρκα δεν με ενδιέφεραν. Γενικώς οι εξοχές δεν με ενδιέφεραν και αυτό ισχύει
μέχρι σήμερα. Η αστική πόλη είναι ο φυσικός μου χώρος.
Αλλά το Πεδίο του Άρεως ήταν πολύ κοντά μου για να το
αγνοήσω. Τι αναμνήσεις έχω από αυτό;
Το διέσχιζα τακτικά για να πάω εκεί που ήθελα κοιτάζοντας
αδιάφορα τις μαμάδες με τα παιδάκια τους ή τους ηλικιωμένους που λιάζονταν στα
παγκάκια. Μερικές φορές έτυχε να βολτάρω στα δρομάκια του με καμιά φίλη ή και
μόνη τρώγοντας κανένα κουλούρι και κρατώντας στο χέρι κάποιο πανεπιστημιακό
σύγγραμμα που του έριχνα βιαστικές ματιές καθίζοντας σ' ένα απόμερο παγκάκι.
Προσπαθώ να θυμηθώ, αν βρέθηκα εκεί κανένα βράδυ με κάποιο αμόρε
για να ανταλλάξουμε φιλιά μέσα στο σκοτάδι. Δεν θυμάμαι. Ωστόσο θυμάμαι
ότι τα νεαρά ζευγάρια πήγαιναν εκεί γι’ αυτό το λόγο.
Με τα χρόνια το Πεδίο του Άρεως έγινε στη συνείδησή μου ένα
μέρος στενά συνδεδεμένο με την ευρύτερη γειτονιά μου, έγινε μέρος της
καθημερινότητάς μου. Η Αθήνα ήταν η πόλη μου και το Πεδίο του Άρεως ήταν μέρος
της πόλης μου. Το ένιωθα να υπάρχει εκεί, όμορφο, δροσερό, σκιερό και να
φιλοξενεί τους περιπατητές, τις μαμάδες με τα παιδάκια, τους ηλικιωμένους,
όλους όσους ήθελαν να περάσουν λίγη ώρα ηρεμίας μακριά από την κίνηση και το
θόρυβο της μεγαλούπολης.
Αυτό το Πεδίο του Άρεως δεν υπάρχει πια. Ξέπεσε αργά και
σταθερά σε στέκι ναρκομανών, εμπόρων ναρκωτικών και άλλων ύποπτων ατόμων που
κινούνται στη σκιά του νόμου.
Φταίνε οι ναρκομανείς; Όχι.
Φταίνε οι έμποροι ναρκωτικών; Όχι.
Φταίει ο υπόκοσμος που μαζεύεται εκεί και κάνει τις
συναλλαγές του; Όχι.
Όλοι αυτοί υπήρχαν από πριν, όταν ακόμα το πάρκο επιτελούσε
το σκοπό του, να δέχεται τους κατοίκους των γύρω περιοχών που ήθελαν λίγη ώρα
χαλάρωσης μέσα σε ένα ήρεμο φυσικό περιβάλλον. Όλοι αυτοί υπήρχαν και κινούνταν
σε άλλα μέρη της πόλης ήδη υποβαθμισμένα και εγκαταλειμμένα. Όταν μετακινήθηκαν
στο Πεδίο του Άρεως, η έκπτωση του πάρκου είχε ήδη ξεκινήσει. Οι άνθρωποι αυτοί
λοιπόν ένιωσαν ότι εδώ ήταν ο οικείος τους χώρος.
Δεν φταίνε επομένως αυτοί, όμως κάποιος φταίει. Φταίει
εκείνος που είχε την ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία του πάρκου και που, όταν
ξεκίνησε ο ξεπεσμός του, αδιαφόρησε. Και αυτός κάπου τώρα είναι χωμένος μεταξύ
Πολιτείας και Αυτοδιοίκησης και μεταθέτει την ευθύνη σε άλλους.
Τώρα που πια η κατάσταση δεν συμμαζεύεται, οι κάτοικοι της
περιοχής προσπαθούν μόνοι τους να καθαρίσουν την κόπρο του Αυγεία. Είναι
απελπισμένοι και δεν περιμένουν βοήθεια από πουθενά. Οι αρμόδιοι κάνουν το χαζό
και οι υποψήφιοι για αξιώματα κάνουν δηλώσεις. Στην ουσία οι κάτοικοι της
περιοχής είναι μόνοι τους. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για το πρόβλημά τους, να μην
τολμούν να ξεμυτίσουν από τα σπίτια τους, μόλις βραδιάσει. Το πάρκο είναι
παραδομένο στον υπόκοσμο. Κανείς κανονικός άνθρωπος δεν μπορεί πια να το χαρεί.
Το πράγμα περιπλέχθηκε ακόμα περισσότερο, όταν οι κανονικοί
άνθρωποι στοχοποιήθηκαν και κατηγορήθηκαν από κάτι περίεργες ομάδες, επειδή
είναι:
λευκοί
μεσοαστοί
ρατσιστές
οργισμένοι ηλίθιοι
που το πρόβλημά τους
είναι οι χρήστες και οι σύριγγές τους
που απαιτούν ασφάλεια,
καθαριότητα, φωτισμό του πάρκου (και άλλα τέτοια
απαράδεκτα πράγματα)
και που παρουσιάζουν
το πάρκο ως χωνευτήρι ανομίας και αθλιότητας,
ενώ πρέπει να καταλάβουν ότι:
το πάρκο είναι
πολυσυλλεκτικό
συγκεντρώνει
πολυεθνικούς-ές προλετάριους-ες από τις γειτονικές περιοχές
και είναι σημείο
συνάντησης για τακτικούς θιασώτες, όπως είναι διάφοροι άντρες που παίζουν τάβλι
ή χαρτοπαίκτες με στοιχήματα καθώς και άτομα τρανς.
Το πάρκο είναι βεβαίως πολυσυλλεκτικό και μπορούν άνετα να
συγκεντρώνονται εκεί λευκοί και έγχρωμοι μεσοαστοί, μικροαστοί και προλετάριοι (καθώς
επίσης και λευκές και έγχρωμες μεσοαστές, μικροαστές και προλετάριες - για να
μην ξεχνάμε και την πολίτικαλι κορέκτ διατύπωσή μας) και να παίζουν χαρτιά και
τάβλι, άμα τους κάνει κέφι, ενώ πιο πέρα θα παίζουν τα παιδιά και θα κάνουν
τζόκινγκ οι μεγάλοι.
Αλλά, αν απουσιάζουν η ασφάλεια, η καθαριότητα και ο
φωτισμός του πάρκου, τότε αναπόφευκτα θα μαζευτούν εκεί και οι χρήστες με τις
σύριγγές τους και οι έμποροι με τις ουσίες τους και άλλα περίεργα άτομα που θα
κάνουν μεταξύ τους παράνομες συναλλαγές. Και αναπόφευκτα οι κανονικοί άνθρωποι
και τα παιδιά τους θα πάρουν δρόμο.
Μήπως τελικά φταίνε αυτές οι περιθωριακές ομαδούλες που
ανακάλυψαν την αδικία του κόσμου χθες και τώρα κατηγορούν τους κανονικούς
ανθρώπους ως λευκούς ρατσιστές; Όχι, ούτε αυτές φταίνε.
Φταίει η Πολιτεία που παρακολουθεί την έκπτωση του πάρκου αναίσθητη
και απαθής, αδιάφορη και – επιτρέψτε μου – πρόστυχη, εφόσον με την αδράνειά της
και με την ανοχή της επέτρεψε να ανθίσουν αυτά τα άνθη του κακού στο κέντρο της
Αθήνας και εξακολουθεί να στέκεται αδρανής, όταν οι κάτοικοι της περιοχής
προσπαθούν μόνοι τους να τα βγάλουν πέρα.
Οι δηλώσεις των υπευθύνων και των υποψηφίων είναι για
πέταμα. Το κέντρο της Αθήνας αργά αλλά σταθερά μεταβάλλεται σε γκέτο παρανόμων.
Στα Εξάρχεια δεν κατεβαίνω πια. Τώρα ούτε απέξω από το Πεδίο του Άρεως δεν
τολμώ να περάσω.
Είστε άχρηστοι, κύριοι αρμόδιοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου