Με αφορμή μια τρομαχτική εικόνα που είδα προ ημερών στην
τηλεόραση, την πλημμυροπαθή Μάνδρα τη νύχτα βυθισμένη στο απόλυτο σκότος χωρίς
ηλεκτρικό ρεύμα, σκέφτηκα τι τρόμος και φόβος θα επικρατούσε, όταν νύχτωνε στις
πόλεις της αρχαιότητας και του μεσαίωνα, τότε που δεν είχαν οι άνθρωποι την πολυτέλεια των φωτισμένων δρόμων.
Για να πάρουμε μια ιδέα της κατάστασης, αρκεί να θυμηθούμε
την ανησυχία που νιώσαμε, αν κάποιο βράδυ γυρνώντας σπίτι μας τα φώτα το δρόμου
ήταν σβηστά για κάποιο λόγο. Φανταστείτε τώρα μια ολόκληρη πόλη να βυθίζεται
στο σκότος με το που δύει ο ήλιος.
Οι φρόνιμοι άνθρωποι κλείνονταν στα σπίτια τους, άναβαν τους
λύχνους τους, έκαναν καμιά δουλειά και έπεφταν να κοιμηθούν
νωρίς νωρίς – γιατί τι άλλο να έκαναν μέσα σε ένα
μισοσκότεινο σπίτι που το περιέβαλλε η σιγή και το σκοτάδι; Οι πονηροί πάλι, οι
κλέφτες, οι ληστές και οι παρόμοιοι ξεπόρτιζαν μέσα στα σκοτάδια, μήπως
πετύχουν κανέναν αργοπορημένο διαβάτη ή κανένα μεθυσμένο για να τον ληστέψουν
και να τον μαχαιρώσουν, αν χρειαζόταν κι αυτό. Τρύπωναν βέβαια και στα σπίτια
και γι’ αυτό οι νοικοκυραίοι είχαν το νου τους.
Μερικές φορές οι πόλεις στην Αίγυπτο, στην Ελλάδα και στη
Ρώμη φωτίζονταν τη νύχτα με την ευκαιρία κάποιας γιορτής. Οι Εβραίοι φώτιζαν
τους δρόμους της Ιερουσαλήμ επί οχτώ συνεχείς νύχτες στην επέτειο της θεμελίωσης
του Ναού τους.
Οι κεντρικοί δρόμοι της Κωνσταντινούπολης είχαν φαίνεται
φωτισμό σε ορισμένες εποχές, όπως επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄, Μαυρίκιου και
Ιουστινιανού. Και το Πάσχα οι δρόμοι της πόλης στολίζονταν με γιορταστικά
φανάρια. Έχουμε επίσης πληροφορίες από πατερικά κείμενα ότι κατά τον 4ο αιώνα
οι κεντρικοί δρόμοι της Αντιόχειας ήταν μόνιμα φωτισμένοι και το ίδιο συνέβαινε
και στην Έδεσσα της Συρίας το 505 μΧ.
Αυτά βέβαια είναι εξαιρέσεις. Ο κανόνας ήταν να είναι
σκοτεινές και επικίνδυνες οι πόλεις της αρχαιότητας και του μεσαίωνα με ό,τι
αυτό συνεπάγεται. Ήτοι απόλυτη ερημιά στους δρόμους, νεκρική σιγή και ένας
διάχυτος περιπλανώμενος φόβος.
Μπορούμε να φανταστούμε μια τεράστια πόλη ενός εκατομμυρίου
κατοίκων να είναι βουτηγμένη στο μαύρο σκοτάδι κάθε νύχτα;
Η μεγαλόπρεπη Ρώμη (1.000.000 κάτοικοι στην ακμή της) με τα
επιβλητικά μνημεία της , τα ανάκτορα και τα μέγαρά της έχανε τη νύχτα κάθε
γοητεία. Κάποιοι κεντρικοί δρόμοι μπορεί να ήταν πλακόστρωτοι και
φωτισμένοι, όμως οι υπόλοιποι ήταν άθλια σκοτεινά στενάκια στριφογυριστά γεμάτα
λάσπες και όποιος τύχαινε να βρεθεί εκεί τη νύχτα, το λιγότερο που μπορούσε να
πάθει ήταν να χάσει τον προσανατολισμό του και να τριγυρίζει απελπισμένος μέσα
στο λαβύρινθο της πόλης, μέχρι να ξημερώσει. Το περισσότερο ήταν να ληστευθεί ή
και να χάσει τη ζωή του.
Υπήρχαν νυχτερινές περιπολίες που περιέρχονταν με δάδες τους
κυριότερους δρόμους, αλλά αυτό δύσκολα έσωζε τον απερίσκεπτο που είχε
καθυστερήσει να γυρίσει σπίτι του. Λέει ο Γιουβενάλης: « Αν πάει κανείς να
δειπνήσει σε κάποιο σπίτι, χωρίς να έχει κάνει τη διαθήκη του, κινδυνεύει να
κατηγορηθεί για απρονοησία».
Οι πλούσιοι Ρωμαίοι, όπως και οι Αθηναίοι άλλωστε, ήταν ξενύχτηδες. Αλλά, όταν επέστρεφαν στα σπίτια τους,
είχαν μαζί τους ολόκληρη συνοδεία από σκλάβους που τους προστάτευαν και
κράταγαν δάδες ή φανάρια για να φωτίζουν
το δρόμο τους.
Στην Κωνσταντινούπολη (500.000 κάτοικοι περίπου στην ακμή
της) η κατάσταση είναι η ίδια. Οι δρόμοι της πρωτεύουσας αλλά και των άλλων
πόλεων της εποχής ήταν πολύ βρώμικοι. Αν και υπήρχε διάταξη που επέβαλλε να
ρίχνει ο κόσμος τα σκουπίδια του έξω από την πόλη, κανείς φαίνεται δεν την
τηρούσε. Στους δρόμους μπορούσες λοιπόν να δεις: κουρέλια πεταμένα, φθαρμένα
δέρματα, ψοφίμια, περιττώματα, σκουπίδια από τα σπίτια, μολυσμένα νερά.
Καθώς δεν υπήρχε σύστημα αποχέτευσης των ομβρίων υδάτων, σε
πολλά σημεία σχηματίζονταν λάκκοι που οι γύρω κάτοικοι τούς παραγέμιζαν με πέτρες
και χώματα. Μετά τη βροχή οι λάκκοι αυτοί ήταν γεμάτοι λάσπη ή λιμνάζοντα νερά
και όποιος περνούσε γλιστρούσε συχνά και έπεφτε αφήνοντας παράλληλα και μερικές
κατάρες. Αν αυτό συνέβαινε την ημέρα, μπορούμε να φανταστούμε πόσο επικίνδυνο
ήταν να περπατά κανείς σε τέτοιους δρόμους τη νύχτα.
Στρατιωτικά τμήματα έκαναν περιπολίες και, αν έπιαναν
κανέναν να τριγυρίζει στους δρόμους σε προχωρημένη ώρα, τον μαστίγωναν. Έτσι ο
κόσμος καθόταν φρόνιμα στο σπιτάκι του, μόλις έπεφτε ο ήλιος, διότι δεν
κινδύνευε μόνο από τους κακοποιούς, κινδύνευε και από την Πολιτεία.
Εκτός από τις στρατιωτικές περιπόλους υπήρχαν και οι
νυχτοφύλακες που έκαναν την ίδια δουλειά προστατεύοντας τους φιλήσυχους πολίτες
που κοιμούνταν στα σπίτια τους. Λέει ο Χρυσόστομος: «Αιδεσθώμεν, ει μηδένα
άλλον, τους νυκτερινούς φύλακας. Εκείνοι δι’ ανθρώπινον νόμον περιίασιν
(περπατούν) εν κρυφώ βοώντες μεγάλα και διά στενωπών βαδίζοντες, βρεχόμενοι,
πολλάκις πεπηγότες (παγωμένοι) διά σε και την σωτηρίαν την σην και των χρημάτων
την σην φυλακήν».
Πάντως ασφάλεια και σιγουριά, όσο κρατούσε η νύχτα, δεν είχε
κανείς. Ο Χρυσόστομος αναφέρει τους μιαρούς που τη νύχτα κρυφά «εν σκότω πάντα
πράττουσιν», για τους «αγρυπνούντας και οπλιζομένους και τα βιοτικά
αρπάζοντας», για τους κλέφτες που κυκλοφορούν τις νύχτες και ανοίγουν τρύπες
στους τοίχους των σπιτιών μέσα στο σκοτάδι.
Η ίδια κατάσταση επικρατούσε και στις μεσαιωνικές πόλεις της
Ευρώπης. Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί και κάποιοι εθελοντές νυχτοφύλακες
περιπολούσαν για να υπάρχει μια στοιχειώδης ασφάλεια. Οι αρχές απαιτούσαν να
μένει ο κόσμος κλεισμένος στα σπίτια του τη νύχτα. Ο κίνδυνος από τους κάθε λογής
κακοποιούς ήταν μεγάλος, αλλά κι αν ακόμα ξέφευγε κανείς από αυτούς, άνετα θα
μπορούσε να τραυματιστεί ή και να χάσει τη ζωή του μέσα στα σκοτάδια
σκοντάφτοντας σε πέτρες και άλλα εμπόδια, πέφτοντας σε λάκκους ή σε κανένα
ποτάμι.
Τον 17ο αιώνα σε κάποιες περιοχές ο κόσμος έπρεπε
να έχει αναμμένο στην εξώθυρα ένα φανάρι, αν η νύχτα ήταν ασέληνη. Αργότερα το
μέτρο αυτό το ανέλαβε η κοινότητα που επέβαλλε ένα ειδικό φόρο για να συντηρεί
τους δρόμους φωτισμένους με φανάρια. Το φως εννοείται ότι ήταν αμυδρό και
φώτιζε ένα περιορισμένο χώρο. Έπρεπε να φτάσουμε στις αρχές του 19ου
αιώνα για να φωτιστούν επιτέλους οι δρόμοι των περισσότερων πόλεων της Ευρώπης
και των Ηνωμένων Πολιτειών με γκάζι.
Ως τότε οι άνθρωποι ζούσαν τις νύχτες με τον ίδιο τρόπο πάνω
κάτω που ζούσαν και οι άνθρωποι της παλαιολιθικής εποχής. Δηλαδή με λύχνους,
λάμπες, φανάρια, δάδες, κεριά και με το φως που ερχόταν από το τζάκι. Οι
πλούσιοι μπορούσαν να έχουν πολλά τέτοια φωτιστικά μέσα, οι φτωχοί όμως όχι.
Και όλοι έπρεπε να έχουν το νου τους. Γιατί εκτός από την κάπνα και τη βαριά
μυρωδιά που περιπλανιόταν στο χώρο, υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να αρπάξει το σπίτι
φωτιά και αυτό ήταν συχνό φαινόμενο εκείνα τα χρόνια.
Αυτό που απολαμβάνουμε εμείς σήμερα, δηλαδή τα τελευταία
εκατό και κάτι χρόνια, ήταν αδιανόητο για όλους τους προγόνους μας μέχρι τον
προπάππο μας ή και τον παππού μας. Ζούμε σε πόλεις λουσμένες στο φως μέσα στη
νύχτα, τόσο έντονα φωτισμένες που αρχίζουμε πια να μιλάμε για ρύπανση από το
ηλεκτρικό φως που διαχέεται στην ατμόσφαιρα.
Αυτό που εμείς λέμε νυχτερινή ζωή ήταν κάτι άγνωστο μέχρι
πριν εκατό χρόνια. Νυχτερινή ζωή είχαν ορισμένα καταγώγια και ο υπόκοσμος. Οι
ταβέρνες και τα καπηλειά έκλειναν με τη δύση του ήλιου.
Ούτε νυχτερινά ταξίδια γίνονταν τότε. Ούτε νυχτερινές επισκέψεις
και γλέντια – εκτός αν ήσουν πλούσιος και είχες την οπλισμένη συνοδεία σου.
Ούτε ρολόγια υπήρχαν να ξέρεις τι ώρα είναι και να κανονίσεις την επιστροφή σου
στο σπίτι. Κοίταζες τον ουρανό, έβλεπες την πορεία του ήλιου και κανόνιζες κι
εσύ τη δική σου πορεία.
Και γυρνώντας σπίτι, τι άλλο να κάνεις εκτός από το να πας
για ύπνο; Μήπως είχες τηλέφωνο, να πάρεις κανένα φίλο να κουβεντιάσετε
λιγάκι; Μήπως είχες τηλεόραση, να την
αράξεις και να δεις καμιά ταινία; Μήπως είχες υπολογιστή, να σερφάρεις ως τις δύο
το πρωί; Ούτε καν ένα πλυντήριο ρούχων δεν είχες, να βάλεις τα ρούχα να πλυθούν
με νυχτερινό ρεύμα.
Τίποτα δεν είχες. Ένα λύχνο είχες και, αν ήσουν πολύ φτωχός,
κοίταζες το λαδάκι να σώνεται και τον έσβηνες κι αυτόν για οικονομία. Και σε
καιρούς μεγάλης πείνας τον έτρωγες.
Κι απέξω να απλώνεται η πόλη σκοτεινή και επίφοβη και να μην
τολμάς να ξεμυτίσεις μέσα στο έρεβος. Να ξέρεις πως κυκλοφορούν τα κακοποιά
στοιχεία και να έχεις στημένο το αφτί μη σου τρυπήσουν τον τοίχο και μπουκάρουν
μέσα.
Κι έπειτα, ξημερώνει ο Θεός τον κόσμο και όλοι οι φόβοι της
νύχτας διαλύονται. Οι δρόμοι γεμίζουν κόσμο, ανοίγουν τα μαγαζιά, κυκλοφορούν
οι μικροπωλητές, χαζεύουν οι αργόσχολοι, περνούν με τις άμαξές τους οι πλούσιες
κυρίες, έφιπποι στρατιώτες ανοίγουν δρόμο μέσα στο πλήθος, μικροαπατεώνες
βρίσκουν ευκαιρίες μέσα στο συνωστισμό, παιδιά παίζουν, μεγάλοι ουρούν στις
γωνίες, ανάπηροι ζητιανεύουν, μάγοι κάνουν κόλπα μαγικά, ολόκληρη η πόλη είναι
μια βουή και μια αέναη κίνηση.
Μέχρι να δύσει πάλι ο ήλιος.
Και τότε ξανά ο φόβος και ο τρόμος. Τότε ξανά η πόλη βυθίζεται
στο μαύρο σκοτάδι. Και οι άνθρωποι, όπως τα κοτόπουλα, κουρνιάζουν στις φωλιές
τους.
Αυτά μέχρι χθες σχεδόν. Αλλά εμείς σήμερα τα έχουμε ξεχάσει.
Νομίζουμε πως έτσι ήταν πάντα ο κόσμος, φωτισμένος μέρα νύχτα.
Πόσο πληθυσμό να είχαν άραγε οι σπουδαιότερες πόλεις της
αρχαιότητας και του μεσαίωνα που βίωναν αυτές τις σκοτεινές, επίφοβες νύχτες;
Ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά:
Το 7.000 πΧ
έχουμε ήδη δύο οικισμούς που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως τις πρώτες πόλεις
στον κόσμο.
Τσατάλ Χουγιούκ
(Τουρκία): 1000 κάτοικοι. Το 6.000 πΧ ανέρχονται σε 3.000.
Ιεριχώ
(Δυτική Όχθη): 1000-2.000 κάτοικοι.
2.500 πΧ
Λαγκάς
(Ιράκ): 60.000 κάτοικοι.
Ουρούκ
(Ιράκ): 50.000 κάτοικοι. Το 1500 πΧ ο πληθυσμός ανέρχεται στις 75.000.
1600 πΧ
Κνωσσός:
40.000-100.000
Ακρωτήρι Θήρας:
15.000-30.000
1400 πΧ
Θήβες (Αίγυπτος):
80.000. Το 1100 πΧ οι κάτοικοι φτάνουν τις 120.000.
1300 πΧ
Μυκήνες:
30.000- 35.000
Αθήνα:
10.000- 15.000
Τύρινθα:
10.000
Θήβα:
8.000
700 πΧ
Νινευί (Ιράκ):
100.000-120.000
500 πΧ
Βαβυλώνα
(στην ακμή της): 150.000-250.000
500-400 πΧ, Ευρώπη
Συρακούσες:
200.000-1.200.000
Αθήνα:
150.000-600.000
Ακράγας:
200.000-500.000
Σύβαρις:
100.000-300.000
Κόρινθος:
50.000-100.000
Κρότων:
50.000-100.000
Σπάρτη:
40.000-50.000
Άργος:
30.000-60.000
Θήβα:
30.000-60.000
Αίγινα:20.000-40.000
Και η Ρώμη:
130.000
100 πΧ
Αλεξάνδρεια:
400.000-1.000.000
100 πΧ έως 200 μΧ
Ρώμη:
1.000.000
Μεσαίωνας, 1000 μΧ,
Ευρώπη
Κωνσταντινούπολη:
500.000
Κόρδοβα:
450.000
Παλέρμο:
350.000
Σεβίλλη:
90.000
Αμάλφι:
80.000
Γένοβα:
80.000
Βενετία:
60.000
Κίεβο:
45.000
Θεσσαλονίκη:
40.000
Ρώμη:
30.000
Νάπολη:
30.000
Γρανάδα:
26.000
Λονδίνο:
20.000-25.000
Παρίσι:
20.000
Λυών:
20.000
Κολωνία:
20.000
Φλωρεντία:
15.000
Πράγα:
10.000
1100 μΧ
Βαγδάτη:
200.000
Δημοσιεύτηκε στην Ελεύθερη Ζώνη
Καλησπέρα, σας ευχαριστούμε για το άρθρο αυτό! Θα ήθελα να κάνω μια ερώτηση, πώς γνωρίζουμε τον πληθυσμό των εκάστοτε πόλεων;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ!
Είναι πολύπλοκη διαδικασία και λαμβάνονται υπόψη πολλοί παράγοντες. Τα δε αποτελέσματα δεν είναι σίγουρα. Για περισσότερα:
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://irows.ucr.edu/research/citemp/estcit/estcit.htm
Σας ευχαριστώ πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ιστορία από ένα διαφορετικό πρίσμα ! Εξαιρετικό! Σας ευχαριστώ πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔέσποινα Τελώνη
Κι εγώ σ' ευχαριστώ, Δέσποινα.
ΑπάντησηΔιαγραφή