Σελίδες

8/8/17

Η συναναστροφή σου με ηδύνει






«Παρ’ την φωτογραφία μου
και βαρ’την εις τον τοίχο
και κάτσε και περίμενε,
πότε θα σου μιλήσω».

Με αυτή την αφιέρωση έστειλε τη φωτογραφία του στην καλή του ένας νεαρός ερωτευμένος πριν από μερικές δεκαετίες.
Δυστυχώς δεν έχουμε τη φωτογραφία για να δούμε πώς ήταν η μορφή του. Από την ποιητική του αφιέρωση πάντως υποθέτουμε ότι ή ήταν αδέξιος και δεν ήξερε πώς να συνταιριάσει τη ρίμα του με κάποια φράση που να βγάζει νόημα (και τι ρίμα δηλαδή: τοίχο-μιλήσω, τέλος πάντων) ή διέθετε πολύ χιούμορ και φαντασία προτρέποντας την αγαπημένη του να κάτσει μπροστά στη φωτογραφία και να περιμένει πότε η φωτογραφία θα της πει καμιά κουβέντα. Εκτός, αν έκανε υπόγεια νύξη για τη βλακεία της κοπέλας, αλλά δεν το πιστεύω.

Με τέτοιους προγόνους πάντως δεν είναι παράξενο που εμείς σήμερα είμαστε αυτό που είμαστε. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Σήμερα το θέμα μας είναι οι παλιές ερωτικές κάρτες που αντάλλασσαν οι πρόγονοι, όταν ήταν νέοι και ερωτευμένοι και ακόμα δεν είχαν αποχτήσει απογόνους που με τη σειρά τους θα αποχτούσαν νέους απογόνους, δηλαδή εμάς.

Τρεις γενιές λοιπόν πίσω ή και τέσσερις, οι πρόγονοι εμφορούμενοι από το γνωστό οίστρο που καταταλαιπωρεί τη νεότητα έστελναν κάρτες στο αντικείμενο του πόθου τους ελπίζοντας σε αίσιες συναντήσεις που κάποια στιγμή θα καρποφορούσαν, δηλαδή θα έφερναν στο φως τους παππούδες μας.

Βεβαίως δεν υπήρχε τότε το κατηραμένο διαδίκτυο για να στέλνουν στις αγαπημένες τους φωτογραφίες με τα γεννητικά τους όργανα και να λαμβάνουν αντίστοιχες φωτό με τις καλές τους ολοτσίτσιδες.

Οι πρόγονοι ήταν σεμνοί. Μπορεί να φαντασιώνονταν πολύ άγριες καταστάσεις, διότι μόνο με αυτές γεννιούνται παιδάκια, όμως ποτέ δεν τις εξέφραζαν ανοιχτά. Ήταν διακριτικοί, ευγενικοί, αβροί, πλένονταν κάθε Σάββατο στο πλυσταριό (επιβίωση του εθίμου βρίσκουμε σε ένα παλιό τραγούδι του Θεοδωράκη, το «Σαββατόβραδο») και απομάκρυναν τις ψείρες από πάνω τους σχολαστικά. Κάποιοι ήταν εύποροι, οι υπόλοιποι μιμούνταν τους εύπορους και μετρούσαν τις δραχμούλες τους με πολλή προσοχή. Δεν μιλάμε εδώ για τη λαϊκή τάξη (όπως ο νεαρός που έστειλε την ομιλούσα φωτογραφία του) αλλά κυρίως για τη μικροαστική τάξη που προσπαθούσε να έχει τους τρόπους και τις συνήθειες των βέρων αστών.

Όποιος έβρισκε μια τέτοια ζωή μίζερη και θλιβερή μπορούσε ανέτως να αυτοκτονήσει (όρα Καρυωτάκη). Αλλά κάτι τέτοιο ήταν η  εξαίρεση. Οι μικροαστοί μια χαρά περνούσαν, η μιζέρια δεν τους ενοχλούσε, δεν κούραζαν το μυαλό τους με άκαιρα ερωτήματα και, όσοι ήταν νέοι, ερωτεύονταν, όπως κάνουν όλα τα ζωντανά πλάσματα του κόσμου τούτου, ανθρώπινα και μη. Κάποια ευκταία στιγμή τα κατάφερναν μάλιστα να αναπαραχθούν είτε με αυτήν που της έστελναν κάρτες ή με κάποια άλλη, δεν έχει σημασία. Και από αυτούς τους προγόνους

«βγήκαμ' εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας
…με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά...», που λέει και ο Καβάφης.

Κάρτες μιας άλλης εποχής λοιπόν.
Ας τις δούμε.




                     








                                                   Σας αγαπώ.




                                        Σκέφτεσαι αυτό που σκέφτομαι;





                                       









                    "Φιλάκια στο γλυκό σου στοματάκι και στα ματάκια σου".





         "Με χίλια γλυκά τρυφερά φιλάκια στα δυο σου γλυκά ματάκια."




                       "Με χίλια γλυκά και τρυφερά αγάπης φιλάκια."





                             Και εδώ χίλια γλυκά φιλάκια - από φαντασία μηδέν.













                      " Σου αρέσει η έκφρασις αυτή; Με χίλια φιλήματα."




                                                  Μνηστευμένοι.





                            Επί τέλους. Απόψε θα συνευρεθώμεν.




                                    Μας προέκυψεν ο Νικολάκης.




                                   Μας προέκυψαν δύο θυγατέρες.




                            Μας προέκυψαν δύο θυγατέρες και ένας υιός.




                           Επολλαπλασιάσθημεν επαρκώς.


Μίκη Θεοδωράκη «Σαββατόβραδο». Στίχοι Τάσου Λειβαδίτη. 1961.

Ωστόσο το κλίμα της εποχής το εκφράζει η Ριρίκα:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου