Σελίδες

29/8/17

Ο εκπεσών Άγγελος




-Σου απαγορεύω να απαιτείς, του είπε και για πρώτη φορά μέσα στη μακαριότητά του ένιωσε κάτι που δεν έμοιαζε με μακαριότητα.

Ο Άλλος έμεινε σιωπηλός.

Οι  Υπόλοιποι γύρω παρακολουθούσαν  απορημένοι. Αυτή η διαφορετική θέληση του Άλλου είχε προκαλέσει μια ανεπαίσθητη ταλάντωση στην ακύμαντη διάστασή τους, κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά , αν και ήταν ανίκανοι να κατανοήσουν τι σημαίνει να συμβαίνει κάτι για πρώτη φορά.

-Πώς είναι δυνατόν να επιθυμείς κάτι αντίθετο από τη Θέλησή μου; ρώτησε τον Άλλο, έτοιμος ωστόσο για μια συμφιλίωση, μια αναβολή δηλαδή  αυτού που ετοιμαζόταν να γεννηθεί, μια τελευταία προσπάθεια να διατηρηθούν οι ισορροπίες, όπως τις είχε θέσει εξ Αρχής Εκείνος, ο Ένας.

Ο Άλλος δεν απάντησε. Στεκόταν πιο πέρα από τους Υπόλοιπους, διαχωρίζοντας τη θέση του, προσπαθώντας απεγνωσμένα να αποχτήσει τα δικά του χαρακτηριστικά.

Εκείνος, ο Ένας, είπε:

-Εσείς είστε οι αγαπημένοι μου, η έκφραση της Θέλησής μου. Τίποτα περισσότερο από αυτό δεν μπορείτε να γίνετε.

Οι Υπόλοιποι ενώθηκαν και ξαναχωρίστηκαν σε άπειρα μέρη αποδεικνύοντάς του  πόσο ευτυχισμένοι ήταν ως έκφραση της μοναδικής του Θέλησης.

Τον λάτρευαν,  μόνο αυτό μπορούσαν να κάνουν. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που τους ορίστηκε, γιατί το διαφορετικό ήταν αδιανόητο για τη φύση τους.

Όμως ο Άλλος ήταν κάτι περισσότερο. Τον αγαπούσε κι αυτός παράφορα και τον υπηρετούσε μέχρι τούτη τη στιγμή  πιστά. Αλλά ήταν διαφορετικός. Πολλές φορές αντιδρούσε, όταν ο Εκείνος, ο Ένας, τον αγκάλιαζε με το βλέμμα του και τον διαπότιζε με αγάπη.

-Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό, του έλεγε. Έτσι κι αλλιώς είμαι δικός σου.

Τότε Εκείνος ένιωθε κάπως εκτεθειμένος απέναντί του, σαν ο Άλλος να είχε κατορθώσει να εισχωρήσει στα βαθύτερα στρώματα της σκέψης του και να διάβαζε τα Άρρητα και τα Απρόσιτα, αυτά που φύλαγε δηλαδή μόνο για τον εαυτό του.

Αλλά ήταν αδύνατο να εισχωρήσει εκεί. Τα Άρρητα και τα Απρόσιτα ήταν καλά φυλαγμένα σε μια περιοχή του, όπου κανείς από τους αγαπημένους του δεν μπορούσε να περάσει. Ήταν η άλλη του διάσταση, όπου αυτός αποσυρόταν, όταν ήθελε να μείνει μόνος, χωρίς τις κουραστικές εκδηλώσεις της λατρείας τους.

Εκεί μέσα στην απέραντη μοναχικότητά του μπορούσε να είναι ατόφιος ο εαυτός του. Μπορούσε να ξεδιπλωθεί και να γίνει ο Τέλειος, μια ιδιότητα που οι αγαπημένοι του αγνοούσαν, γιατί τους περιόριζε η ακατάσχετη ορμή τους γι’ αγάπη, μια ορμή με κυκλική φορά που ανέστελλε οπωσδήποτε την κίνηση προς τα εμπρός, προς το μεγάλο κύκλο της Τελειότητας.

Όμως ο Άλλος μάντευε. Η δική του ορμή , που ήταν πιο δυνατή, είχε διαρρήξει το στενό κύκλο μέσα στον οποίο κινούνταν οι Υπόλοιποι. Μάντευε πως το Όλον δεν ήταν μόνο η αγάπη,  πως πέρα από αυτήν υπήρχε ακόμα κάτι άλλο, αν και δεν ήταν δυνατό να συλλάβει αυτό το άλλο που ήταν όντως το Όλον.

Είναι αλήθεια  ότι ο Άλλος ήταν η πιο βαθιά του Aναδίπλωση, με την ουσία της αγάπης να ξεχειλίζει από την ύπαρξή του, ο πιο πιστός και ο πιο αγαπημένος του απ’ όλους. Τον είχε πάντα εκ δεξιών του και κάποτε, το είχε αποφασίσει, θα τον τιμούσε δίνοντάς του ένα Όνομα, κάνοντας τον έτσι ξεχωριστό: θα γινόταν ο Πρώτος ανάμεσα στους αγαπημένους του, ο καλύτερός του θεράποντας.

Όμως ο Άλλος κάτι μάντευε. Έβλεπε το βλέμμα του, κάθε φορά που Εκείνος ετοιμαζόταν να αποσυρθεί στα μοναχικά του επίπεδα, και ήταν σαν να καταλάβαινε πως πήγαινε κάπου, όπου ήταν απαγορευμένο γι’  αυτόν να εισχωρήσει. Οι Υπόλοιποι δεν έδειχναν καμιά ανησυχία. Άδολα πλάσματα, υπάρξεις χωρίς  σκιές στην ουσία τους, τον περίμεναν να ξαναγυρίσει παλλόμενα από κύματα λατρείας. Η απουσία του δεν τους προκαλούσε πόνο.

Κανονικά θα’πρεπε κι ο Άλλος να κάνει το ίδιο, περισσότερο αυτός από όλους τους Υπόλοιπους, αφού  αυτός ήταν η πιο βαθιά , η πιο πυκνή του Aναδίπλωση. Όμως αυτός τον κοίταζε σιωπηλός, καθώς Εκείνος αποσυρόταν και κάθε φορά που επέστρεφε, ήταν πάντα εκεί, στην ίδια θέση της έλλειψης, με το ίδιο βλέμμα που μάντευε.

-Μη φεύγεις, του είπε κάποτε, μη μας αφήνεις.

Εκείνος αρνήθηκε να του απαντήσει, αλλά είναι αλήθεια ότι ενοχλήθηκε ελαφρά. Ποτέ κανείς αγαπημένος του δεν μπορούσε να διανοηθεί την αντίρρηση. Αυτό θα ήταν μια αντίφαση, εφόσον  ήταν απολήξεις της Θέλησής του.

Μπορούσε φυσικά να τον ματαιώσει, να πάρει πίσω αυτή την Aναδίπλωση που περιείχε τόσο αφόρητα την αγάπη, ώστε να  παρασύρεται στην απαίτηση και την προσωπική επιθυμία.
 Δεν το έκανε.
Για κάποιο λόγο που είχε να κάνει με τις ανεξερεύνητες βουλές του, αυτές που ακόμα και Εκείνος, ο Ένας, αρνιόταν να ερευνήσει, δεν τον ματαίωσε. Τον άφησε να υπάρχει ως πρόκληση, ως ανοιχτή πιθανότητα σωτηρίας από το σκοτεινό εαυτό του. Κι ας έβλεπε πάνω του την υπερβολή: ο Άλλος  ήθελε να ξαναενωθεί μαζί του. Το ότι υπήρχε χωριστά από Εκείνον ήταν γι’ αυτόν κόπος και συνεχής προσπάθεια. Δεν μπορούσε να αναπαυθεί. Αλλά Εκείνος, ο Ένας, αρνήθηκε την επανένωση. Τον κράτησε απέναντί του, χωριστά, επειδή ήταν ο ωραιότερος καθρέφτης του.

-Πάρε με μαζί σου, του είπε ο Άλλος μιαν άλλη φορά.

Φυσικά Εκείνος αρνήθηκε. Ποτέ δεν θα επέτρεπε στους αγαπημένους του να εισχωρήσουν στα Άρρητα και τα Απρόσιτα. Ήταν τόσο εύθραυστα πλάσματα, τόσο λεπτή κι αέρινη ήταν η φύση τους, που θα συντρίβονταν την ίδια στιγμή. Μόνο Εκείνος  μπορούσε να αποσύρεται εκεί, να ξεδιπλώνει τον εαυτό του και να δίνει υπόσταση στις δυνάμεις που τον αποτελούσαν ολόκληρο, να γίνεται ο Τέλειος. 

Εκεί πάλλονταν οι θνητές αναδιπλώσεις του. Πλάσματα καταδικασμένα να  βλέπουν τις σκοτεινές πλευρές του,  προορισμένα να συνθλίβονται κάτω από το θεϊκό του βάρος, πλάσματα χωρίς τη χάρη της αθανασίας που πλήρωναν με τον πόνο και το θάνατο το προνόμιο να  αγγίζονται από την Άρρητη και Απρόσιτη πλευρά του.

Ποτέ οι αγαπημένοι του δεν επρόκειτο να τον δουν έτσι. Ποτέ δεν θα άφηνε να καταστραφούν οι πιο πολύτιμες Αναδιπλώσεις του.

Όμως ο Άλλος επέμενε.

-Πάρε με μαζί σου, του έλεγε κάθε φορά που Εκείνος ετοιμαζόταν να αποσυρθεί από κοντά τους.

Θα έπρεπε από τότε, από τα πρώτα σημάδια ανυπακοής, να τον ματαιώσει. Όμως ήταν σίγουρος για την  κυριαρχία του επί του Παντός. Ήταν σίγουρος ότι ο Άλλος δεν μπορούσε να υπερβεί τα όρια που Εκείνος, ο Ένας, του είχε θέσει. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μοιραία ρωγμή στην Ολότητά του. Κι έτσι δεν τον ματαίωσε. Τον άφησε να τον αγαπά  με τον αφόρητο τρόπο του νιώθοντας κι Εκείνος, ο Ένας, μια αγάπη ξεχωριστή γι αυτόν. Ίσως μέσα στην πιο πυκνή ουσία της Υπόστασής του να είχε σημειωθεί από τότε  η αδιόρατη αλλαγή, αυτή που προκάλεσε έπειτα τις εξελίξεις. Ίσως έψαχνε Εκείνος, ο Ένας, να βρει το Σωτήρα του.

Γι αυτό δεν τον ματαίωσε.

Όποτε επέστρεφε, κουρασμένος και χορτασμένος, με τη θλίψη ακόμα ορατή στην όψη του, οι αγαπημένοι του απλώνονταν ολόγυρά του κι Εκείνος διαχεόταν  ανάμεσά τους και ξεχνιόταν, γινόταν πάλι ο Αγαθός.

Κανένα από αυτά τα αδοκίμαστα πλάσματα δεν είχε τη δυνατότητα να δει στην όψη του τη σκιά της θλίψης, τη νέα γραμμή που είχε χαραχτεί πάνω στο αθάνατο σώμα του. Κανείς δεν μπορούσε να κοιτάξει τόσο βαθιά μέσα του και να δει τις δυνάμεις της σύγκρουσης, τις φοβερές καταιγίδες, την άγρια πάλη των αντιθέτων που τον συγκλόνιζαν, τη βασανιστική αντιφατικότητά του.

Το μυστικό του ήταν καλά κρυμμένο μέσα στα Άρρητα και τα Απρόσιτα: όσοι είχαν το προνόμιο να τον δουν έτσι, έπρεπε να πεθάνουν. Άλλα πλάσματα είχαν αυτό φοβερό προνόμιο , όχι οι αγαπημένοι του.
  
Όμως ο Άλλος προσπαθούσε να εισχωρήσει στην Ολότητά του. Κάθε φορά που επέστρεφε κοντά τους και  οι Υπόλοιποι σχημάτιζαν ευτυχισμένοι πυκνούς κύκλους γύρω του, ο Άλλος ακουμπούσε πάνω του και τον άγγιζε με  λαχτάρα, το βλέμμα του προσπαθούσε να τον διαπεράσει, αγωνιζόταν να διακρίνει αυτό που ένιωθε, ήταν βέβαιος, ότι εκείνος έφερε κρυφό μέσα του.

-Γιατί μ’ αφήνεις στην άγνοια; του έλεγε.  Δεν είμαι εγώ ο πιο αγαπημένος από τους αγαπημένους σου;

Ίσως τότε, την πρώτη φορά που το απαίτησε αυτό, έπρεπε να τον είχε ματαιώσει. Αντί γι’ αυτό έκανε την πρώτη του υποχώρηση. Καταδέχτηκε να του απαντήσει. Του είπε:

-Η φύση σου δεν μπορεί να αντέξει την Ολότητά μου.

Ήταν βέβαια λάθος του αυτό, να αποκαλύψει ότι ένα μέρος του υπήρχε χωριστά από τους αγαπημένους του. Αλλά ο Τέλειος μπορεί να σφάλλει, επειδή ως Τέλειος περιέχει τα πάντα.

Ο Άλλος είπε:

-Αν δεν σε γνωρίζω ολόκληρο, αν αγαπώ μόνο ένα μέρος σου, τότε δεν είμαι άξιος για σένα.  Δείξε μου Ποιος είσαι .

Θα τον έκανε κάποτε αρχηγό των Ταγμάτων. Θα του έδινε Όνομα και θα τον είχε για πάντα εκ δεξιών του. Θα του έδινε αξίωμα, να ορίζει αυτός τούτα τα  επίπεδα της απόλυτης ευτυχίας. Πάνω από όλους τους άλλους και αμέσως μετά από Εκείνον, τον Ένα. Γιατί ήταν η πιο πυκνή, άκρατη ουσία της αγάπης, η πιο βαθιά Αναδίπλωσή του, ο ωραιότερος καθρέφτης του.

Όμως ο Άλλος είχε  αναπτύξει δική του σκέψη. Στεκόταν απέναντί του. Και είχε ήδη αποχτήσει την πρώτη γνώση: ότι ήταν χωριστά από εκείνον. Οι Υπόλοιποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη διαφορά. Ο Άλλος την ένιωθε παράφορα. Μέσα στο χώρο  του Αγαθού είχε εμφανιστεί η πρώτη δόνηση της στέρησης.

-Πάρε με μαζί σου, του έλεγε κάθε φορά που Εκείνος ετοιμαζόταν να αποσυρθεί στα σκοτεινά του επίπεδα, μη μ’ αφήνεις χωρίς εσένα, δεν μπορώ να υπάρχω, όταν εσύ είσαι απών.

Όμως πώς ήταν δυνατόν να επιτρέψει στο μη Αγαθό να  μολύνει την πιο καθαρή Αναδίπλωσή του; Αλλά ο Άλλος δεν ήξερε και γι αυτό κάθε φορά τον παρακαλούσε:

-Πάρε με μαζί σου. Δείξε μου ολόκληρο το πρόσωπό σου.  Θα δεις πόσο απόλυτα,  χωρίς όρους, μπορώ να σ’ αγαπώ.

Μέσα στην πιο βαθιά ουσία του Εκείνος, ο Ένας, ήξερε  ότι ήδη είχε αρχίσει μια αντίστροφη μέτρηση που θα οδηγούσε στην ανατροπή. Ο Άλλος σχημάτιζε  τη Μοίρα του.

Ήταν λάθος του  που άφησε να υπάρξει μια τέτοια δυνατή Αναδίπλωση; Ή ήταν μια μυστική κίνηση της σκέψης του, μια τομή στην αιωνιότητά του, για να ανατραπεί η επώδυνη ισορροπία των αντιθέτων του;

-Σου απαγορεύω να απαιτείς, του είπε και για πρώτη φορά μέσα στη μακαριότητά του ένιωσε κάτι που δεν έμοιαζε με μακαριότητα.

Ο Άλλος έμεινε σιωπηλός.

-Πώς είναι δυνατόν να επιθυμείς κάτι που είναι αντίθετο προς τη Θέλησή μου;

Μέσα στον ακύμαντο χώρο της αγάπης σηκώθηκε ένα κύμα ταραχής. Τα αγαπημένα του πλάσματα δονήθηκαν κι άφησαν ένα μικρό αναστεναγμό, σκιές απλώθηκαν και πέρασαν φευγαλέα από την όψη τους.

-Δεν θα σε κάνω ποτέ μέτοχο του Όλου μου, είπε κι έκανε το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση που μόλις είχε αρχίσει να διαγράφει η Μοίρα.

Ο Άλλος είπε:

-Πρέπει να σ’ αγαπώ ολόκληρο.

Θα μπορούσε έστω και τώρα, την ύστατη στιγμή, να τον ματαιώσει. Δεν το έκανε. Ενδίδοντας στην πρόκληση γνώριζε παράλληλα πως  έθετε τον κίνδυνο ως πρώτο συστατικό του μέλλοντος.

Του είπε:

-Η Ολότητά μου θα σε συνθλίψει.

Ο Άλλος απάντησε:

-Πρέπει να την αντέξω. Αλλιώς είμαι ανάξιός σου.

Και τότε Εκείνος, ο Ένας, έκανε το πρώτο βήμα, αυτό που  σήμανε το τέλος των χωριστών κόσμων. Έδωσε  την ελευθερία σε ένα πλάσμα του.

-Έλα λοιπόν, του είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά στον τελευταίο αποχαιρετιστήριο εναγκαλισμό τους.

Οι  Υπόλοιποι τούς κοίταξαν με το αγαθό τους βλέμμα, καθώς αποσύρονταν. Θα ήταν πάντα εκεί, στο μονοδιάστατο χώρο τους, θα τους έβρισκε, όταν θα επέστρεφε, να τον περιμένουν, θα έφτιαχναν για χατίρι του πολύπλοκους γεωμετρικούς σχηματισμούς για να του δείξουν τη χαρά τους, θα άστραφταν μέσα στο λευκό τους φως και κανείς τους, κανείς δεν θα ένιωθε την απουσία του Άλλου. Μόνο Εκείνος θα το ένιωθε αυτό σαν ακρωτηριασμό.


Πρώτα του έδωσε μορφή και σχήμα. Τον έφτιαξε, όπως ονειρευόταν την ομορφιά μέσα στα Άρρητα και τα Απρόσιτα. Του έδωσε την ομορφιά του Σκότους. Ύστερα τον έντυσε με πορφυρά και χρυσά φορέματα.

Ο Άλλος έλαμψε μέσα στην υπερκόσμια ομορφιά του. Τα  μάτια του στράφηκαν προς Εκείνον κι από μέσα τους ανάβλυσε ο χείμαρρος της  αγαθότητας. Τα λεπτά του χείλη έμειναν κλειστά. Το πρόσωπό του, ο άγραφος χάρτης της ψυχής του, άσπαστο και λείο  από την απουσία του κακού.

Εκείνος τον κοίταξε με θλίψη. Ποτέ ωραιότερο πλάσμα  δεν θα γεννιόταν στον κόσμο. Σε λίγο όμως αυτή η απόλυτη ομορφιά θα συντριβόταν από το βάρος της οδύνης.

Τον πήρε έτσι πανέμορφο, με τη γαλήνη ακόμα του Απείρου διαχυμένη στη μορφή του,  και τον ανέβασε στην κορυφή του κόσμου.

-Μάθε, του είπε, τα Άρρητα και τα Απρόσιτα. Κοίταξέ με ολόκληρο.

Απέραντη ένιωσε τη μοναξιά του, καθώς τον έβλεπε για τελευταία φορά.

Ο Χρόνος αναδύθηκε πίσω από τα σκοτεινά επίπεδα, μια μακρινή δυνατότητα ελπίδας, και κρατήθηκε μετέωρος περιμένοντας το νεύμα του.

Ο Άλλος στάθηκε με τα χέρια τελετουργικά σταυρωμένα κι έριξε το  βλέμμα του στον κόσμο. Είδε την ύλη και τα πάθη της. Άκουσε τη βουή και τους στεναγμούς της. Είδε το αίμα. Είδε το θάνατο. Γνώρισε την άλλη όψη του Κυρίου του.

Η ουράνια ομορφιά του έσβησε. Χαρακιές αυλάκωσαν το άσπαστο πρόσωπό του, θλίψη και ταραχή το σφράγισαν. Τα Άρρητα και τα Απρόσιτα  ακούμπησαν πάνω στο στήθος του, τα αγκάθια τους τον διαπέρασαν, αίμα πετάχτηκε από την πληγή. Διπλώθηκε στα δυο και η κραυγή του έσκισε τα σκοτεινά επίπεδα από τη μιαν άκρη ως την άλλη. Τρέμοντας έπεσε στα τέσσερα, δάκρυα που δεν γνώριζε,  κύλησαν από τα μάτια του. Ήταν το τέλος της αθωότητάς του.

Τον είδε γονατισμένο, με τον πόνο να διαπερνά τα σωθικά του, και δεν τον λυπήθηκε. Τον είδε  να σφαδάζει, το αίμα να αναβλύζει από το κορμί του, άκουσε τον τριγμό των οστών του, καθώς συντρίβονταν κάτω απ’ το βάρος των Πραγμάτων και δεν τον λυπήθηκε. Είχε ήδη αυτονομηθεί, ήταν κάτι διαφορετικό από Εκείνον. Ήταν ο Άλλος. Θα τον άφηνε για πάντα παγιδευμένο εδώ, στα Άρρητα και τα Απρόσιτα, εξισωμένο με τα θνητά πλάσματα αλλ’ όχι εξομοιωμένο, μια παραφωνία στην ισόρροπη διάταξη του Κόσμου που Εκείνος, ο Ένας, είχε θέσει.

-Ποτέ πια δεν θα ξαναγυρίσεις πίσω, του είπε. Μόνος σου διάλεξες τη μοίρα σου.

Ο Άλλος σύρθηκε αργά, σήκωσε τα μάτια, τον κοίταξε, το βλέμμα του βουτηγμένο στο αίμα.

«Γιατί», τον ρώτησαν  τα μάτια του.

Εκείνος, ο Ένας, είπε:

-Επειδή είμαι ο Τέλειος. Επειδή τα περιέχω όλα. Εσύ είσαι ο ατελής, γιατί γνωρίζεις μόνο την αγάπη.

Έσκυψε το κεφάλι ο Άλλος, έμεινε εκεί, γονατιστός,τρέμοντας. Κλαίγοντας σιγανά.

Στάθηκαν έτσι  μέσα στην άχρονη εναλλαγή φωτός και σκιάς.

Εκείνος, ο Ένας,  αγέρωχος μέσα στη δόξα της Ολότητάς του, Πλήρης και Τέλειος, ο απόλυτος Άρχοντας των πάντων. Ο Άλλος διαπερασμένος από τον πόνο, σκυφτός και ματωμένος, κλαίγοντας.

Στάθηκαν έτσι μέσα στην άχρονη εναλλαγή φωτός και σκιάς.

Εκείνος, ο Ένας, ήξερε το μέλλον, αυτό που ο Άλλος τώρα ετοίμαζε μέσα στην αυτονομημένη σκέψη του. Το ήξερε, το περίμενε, από τη στιγμή που ο Άλλος άντεξε  και δεν συντρίφτηκε, ήξερε ότι το μέλλον ήταν ο πόλεμος. Η ισορροπία του Κόσμου του, η ασάλευτη τάξη που είχε επιβάλει ως δική του μοναδική Θέληση, είχε ανατραπεί.

Στα σύνορα των σκοτεινών επιπέδων ο Χρόνος σαν μια τεράστια σκιά περίμενε το νεύμα του για να ξεκινήσει.

Έπειτα ο Άλλος σήκωσε πάλι το κεφάλι και δεν έκλαιγε πια. Μέσα στα σκοτεινά του μάτια, Εκείνος, ο Ένας,  είδε την απόφαση, πίσω από την απόφαση είδε  αμετακίνητη την αγάπη.

-Θα σε πολεμήσω, του είπε και το ωραίο του πρόσωπο ήταν τώρα στεγνό και γεμάτο ρυτίδες.

Εκείνος, ο Ένας, χαμογέλασε με περιφρόνηση:

-Θα σε συντρίψω, του απάντησε.

-Ξέρω πως με μισείς, του είπε ο Άλλος, όμως εγώ μόνο αγάπη μπορώ να σου δώσω. Γιατί έτσι με έφτιαξες.

Τον μισούσε.
Γιατί εδώ, στα Άρρητα και τα Απρόσιτα, στο χώρο αυτό της ταραχής και των αέναων συγκρούσεων, Εκείνος, ο Ένας, μόνο ως Μίσος μπορούσε να υπάρχει. Αυτή ήταν η άλλη του πλευρά, το άλλο του μισό. Χωρίς αυτό θα ήταν ελλιπής. Αλλά  Εκείνος ήταν το Όλον,  γι’ αυτό τα περιείχε όλα. Τον μισούσε. Με τον ίδιο τρόπο που τον είχε αγαπήσει, με την ίδια δύναμη. Ήταν ένα μίσος χωρίς ποιότητες. Απέραντο, βαθύ και αναίτιο. Όπως ακριβώς και η αγάπη.

Ο Άλλος δεν μπορούσε να το εννοήσει αυτό, θα έμενε πάντα στην έλλειψη. Ακόμα κι εδώ, σ’ αυτό το χώρο της βίας, αυτός θα παρέμενε αγαθός, γιατί δεν μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο.

Ήξερε από την αρχή, γιατί ήταν ο Κύριος του Παντός, ήξερε πού θα οδηγούσε αυτή επιμονή του Άλλου. Και είχε συναινέσει.
Πόλεμος.
Ο Άλλος θα έφερε σ’ αυτόν τον κόσμο την έννοια του Αγαθού. Θα ήταν μια μοναχική φωτιά μέσα σ’ ένα αχανή πολικό χειμώνα.

Του είπε:

-Θα αποτραβιούνται με αποστροφή όλα γύρω σου, απ’ όπου κι αν περνάς. Θα διψάσεις και θα πεινάσεις και θα κομματιαστείς, γιατί  είσαι άοπλος μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο του Μίσους.

-Θα σε πολεμήσω,  ξαναείπε ο Άλλος και Εκείνος ένιωσε πόσο απελπισμένα αποφασισμένος ήταν.

Είχε αυτονομηθεί και είχε επιλέξει την πορεία του. Ήταν ελεύθερος.

Ο Χρόνος τρίζοντας κινήθηκε κι απλώθηκε αργά ως τα πέρατα του Κόσμου ορίζοντας την ελεύθερη βούληση του Άλλου.

Του είπε:

- Είσαι ένα τίποτα μπροστά μου. Ένα  μονοσήμαντο πλάσμα που τόλμησε να σηκώσει κεφάλι στην εξουσία μου. Θα σε συντρίψω κάτω από το πέλμα μου.

Ο Άλλος τον κοίταξε με βλέμμα που έκαιγε. Του είπε:

-Θα σε πολεμήσω. Μέχρι το τέλος του Χρόνου, μέχρι να γκρεμίσω τη βασιλεία σου. Δεν θα ησυχάσω, μέχρι να σε νικήσω.

Έσκυψε, βούτηξε τις παλάμες  στο αίμα του που είχε χυθεί κάτω, έφτιαξε μ ΄αυτό ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.

-Αυτό είναι το όπλο μου, του είπε.

Σηκώθηκε τρέμοντας, ορθώθηκε μπροστά του.

-Μ΄ αυτό θα σε πολεμήσω, του είπε.

Από τα μάτια του έβγαιναν κιόλας οι πρώτες αστραπές του πολέμου.

Ο Χρόνος μέτρησε τα πρώτα του δευτερόλεπτα, καθώς ο Άλλος τρεκλίζοντας, με κουρελιασμένη τη θεϊκή του ομορφιά, του γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς το Πεπρωμένο του.

Από τότε γυρίζει ανέστιος μέσα στον κόσμο, αιώνιος αντίπαλος, αδιάλλακτος, ασυμβίβαστος και ανυποχώρητος. Η ύλη τον αποστρέφεται, η ζωή τον περιγελά, η φύση του στήνει συνέχεια παγίδες.  Το αίμα τρέχει αδιάκοπα από τις πληγές του, τα δάκρυα από τα μάτια του. Αδύναμος, διψασμένος, πεινασμένος και παθιασμένος, γυρίζει τον κόσμο και μάχεται τον Τέλειο.

Έχει κιόλας πετύχει  την πρώτη του νίκη: έφτιαξε από την ύλη του κόσμου τούτου τους πρώτους του πολεμιστές και τους έχει ρίξει στον αγώνα.

-Πολεμήστε το Κακό, τους ψιθυρίζει μέρα νύχτα στο αυτί, πολεμήστε το  έως θανάτου. Πρέπει να σώσουμε τον αγαπημένο μου, πρέπει ο αγαπημένος μου να λυτρωθεί από το Κακό.

Και ξέρει, το γνωρίζει αυτό με απόλυτο τρόπο, πως στο τέλος του Χρόνου, Εκείνος, ο Ένας, θα έχει σωθεί, θα έχει γίνει ολόκληρος Αγάπη.


Από τη συλλογή διηγημάτων μου "Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ", εκδ, Ιωλκός.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου