Στο Ζ της Ιλιάδας ο Έκτωρ ψάχνει τον αδελφό του Πάρι και πού
τον βρίσκει; Στα δώματα της Ελένης, δίπλα στις γυναίκες που υφαίνουν, ενώ έξω
από τα τείχη οι μάχες μαίνονται.
Η Ελένη έχει φαίνεται βαρεθεί προ πολλού τον μαλθακό εραστή
της. Διότι, εντάξει, όμορφος είναι ο Πάρις, αλλά αυτό δεν φτάνει. Πρέπει να
έχει και ανδρισμό, να είναι γενναίος πολεμιστής, να υπερασπίζεται την πόλη του
και τα γυναικόπαιδά της. Στο κάτω κάτω εξαιτίας του έχει ανάψει αυτός πόλεμος.
Όταν λοιπόν ο Έκτωρ έρχεται στα διαμερίσματά της για να τον
ξετρυπώσει, η Ελένη δεν κρατιέται. Και ενώ δείχνει σεβασμό στον Έκτορα – και πώς
αλλιώς; Ο Έκτωρ είναι το πρότυπο του σωστού άνδρα, σύζυγου και πατέρα ανά τους
αιώνες – για τον Πάρι έχει μόνο περιφρόνηση. Αλλά και για τον εαυτό της δεν
έχει καλύτερη γνώμη. Εννοείται ότι έχει μετανοήσει πικρά που εγκατέλειψε τον Μενέλαο,
τον νόμιμο σύζυγο, για να ακολουθήσει αυτόν εδώ τον ομορφονιό.
Συμπέρασμα (διαχρονικό): οι ωραίοι και οι ερωτιάρηδες είναι για
να περνά η ώρα. Για γάμο είναι οι σοβαροί και οι υπεύθυνοι.
Λέει λοιπόν η Ελένη στον Έκτορα:
Αντράδελφέ μου, μακάρι εμέ τη σκύλα,
την κακούργα, την απαίσια
τη μέρα που με γέννησε η μάνα μου
άγρια ανεμοθύελλα να με άρπαζε
και στο βουνό να με έριχνε
ή μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα
να με έπνιγαν τα κύματα,
πριν γίνουν τούτα εδώ τα πράγματα.
Αλλά μια και οι θεοί
κανόνισαν
έτσι άσχημα να γίνουν,
μακάρι να ήμουν ενός ανδρός καλύτερου γυναίκα
που να ένιωθε τις κατηγόριες
και τις πολλές βρισιές του κόσμου.
Μα αυτός εδώ μυαλό δεν έχει ούτε τώρα
ούτε θα βάλει και ποτέ.
Γι’ αυτό και θα καλοπεράσει, πίστεψέ με.
Αλλά έλα όμως τώρα εσύ, αντράδελφέ μου,
κάθισε σε αυτό το δίφρο,
γιατί εσένα πιο πολύ από όλους
βαραίνουν οι σκοτούρες το μυαλό σου
και αιτία είμαι η σκύλα εγώ
και η ανόσια πράξη του Αλέξανδρου
που ο Δίας μοίρα κακή μάς όρισε
στα χρόνια που έρχονται να λένε
οι άνθρωποι στα τραγούδια τους για μας.
Δάερ εμείο, κυνός κακομηχάνου οκρυοέσσης,
ως μ’ όφελ’ ήματι τω , ότε με πρώτον τέκε μήτηρ,
οίχεσθαι προφέρουσα κακή ανέμοιο θύελλα
εις όρος ή εις κύμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης,
ένθα με κύμ’ απόερσε πάρος τάδε έργα γενέσθαι.
Αυτάρ επεί τάδε γ’
ώδε θεοί κακά τεκμήραντο,
ανδρός έπειτ’ ώφελλον αμείνονος είναι άκοιτις,
ος ήδη νέμεσίν τε και αίσχεα πόλλ’ ανθρώπων.
Τούτω δ’ ούτ’ αρ νυν φρένες έμπεδοι ούτ’ αρ οπίσσω
έσσονται, τω και μιν επαυρήσεσθαι οίω.
Αλλ’ άγε νυν είσελθε και έζεο τωδ’ επί δίφρω,
δάερ, επεί σε μάλιστα πόνος φρένας αμφιβέβηκεν
είνεκ’ εμείο κυνός και Αλεξάνδρου ένεκ’ άτης,
οίσιν επί Ζευς θήκε κακόν μόρον, ως και οπίσσω
ανθρώποισι πελώμεθ’ αοίδιμοι εσσομένοισι.
Ιλιάδα, Ζ΄, στίχοι 344-358.
(Η μεταφορά στη νεοελληνική είναι δική μου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου