Σελίδες

11/7/17

"Έξι νύχτες"




Νύχτα Τρίτης
Ξύπνησα αργά το απόγευμα με μια άγρια μελαγχολία. Ήπια καφέ, κάπνισα δυο τσιγάρα. Ύστερα χώθηκα κάτω από τις κουβέρτες  και σκεφτόμουν τον Τάκη. Θα ήθελα να τον έβλεπα, αλλά ο Τάκης είναι δύσκολος, δεν εμφανίζεται, όποτε θέλω εγώ. Κι όλα εδώ μέσα ακίνητα, καμιά ελπίδα. Σκεπάζομαι ως επάνω με την κουβέρτα και βρίζω όλο τον κόσμο. Στις εννιά τηλεφωνεί ο Θανάσης, θέλει να με δει. Νυστάζω, του λέω. Έμεινα όλη τη νύχτα ξάγρυπνη και καταχτυπούσα φλιτζάνια και ποτήρια σαν το φάντασμα. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να καταπιώ όλα τα χάπια που υπήρχαν στο σπίτι, ύστερα μετάνιωσα.

Νύχτα Τετάρτης
Βγήκα με το Θανάση.
Με κουβαλά σαν αποσκευή από σπίτι σε σπίτι και με δείχνει στους άλλους. Μου δίνει να πιω, μου δίνει να καπνίσω, ύστερα με ξεχνά και πιάνει κουβέντα με τους φίλους του. Κάθομαι ανάμεσα σε άγνωστα πρόσωπα και βαριέμαι. «Πες μας ένα τραγούδι», μου λέει κάποια στιγμή κι εγώ υπακούω μηχανικά όπως η αρκούδα του γύφτου. Αρχίζω να τραγουδώ - τι κωμωδία είναι αυτή, σε τι τσίρκο μ’ έφεραν πάλι και με επιδεικνύουν -  οι άλλοι σωπαίνουν και ακούνε. Τραγουδώ με λαρυγγισμούς και κορδελάκια και τελειώνω μέσα σε χειροκροτήματα. Μου σφίγγουν το χέρι, μου λένε συγχαρητήρια. Ύστερα βάζουν μουσική, κάποιοι σηκώνονται και χορεύουν.
Έφαγα μια κλωτσιά στο καλάμι και μαζεύτηκα στον καναπέ. Μετά βαρέθηκα. Πήγα στην τουαλέτα και κλειδώθηκα. Ωραία είναι εδώ. Δεν βγαίνω. Κάθισα άκρη-άκρη στη μπανιέρα και χάζευα τις πετσέτες. Αποσμητικά, κολόνιες, δυο χτένια, χρωματιστά σαπούνια, κάτι σαγιονάρες. Στον καθρέφτη κοιτάχτηκα αμήχανα. «Τι θέλεις εδώ;» Μέσα γινόταν χαμός. Σε λίγο ήρθε ο Θανάσης και βροντούσε την πόρτα. Πάμε, μου είπε και μ’ έσυρε έξω. Στο σπίτι του μπήκαμε αθόρυβα, κοιμάται ο μικρός, πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα και κλείσαμε την πόρτα.

Νύχτα Πέμπτης
Στις δέκα το βράδυ τηλεφώνησε ο Τάκης. «Πού είσαι, πες μου πού είσαι να έρθω, σε παρακαλώ, πες μου πού είσαι...» Δεν μου λέει, όχι, δεν μου λέει. Κουκουλώνομαι με τις κουβέρτες και κάθομαι σαν πεθαμένη. Όλη τη νύχτα κάθομαι σαν πεθαμένη και αδειάζω το μπουκάλι με τη βότκα.

Νύχτα Παρασκευής
Τηλέφωνο, η Έλλη, θα πάνε στα μπουζούκια, μεγάλη παρέα. Πήγα μαζί τους, μέθυσα, ανέβηκα στην πίστα. Γονάτισα πάνω στα σπασμένα γυαλιά, ύστερα κατέβηκα από την πίστα, βγήκα από το μαγαζί και περιπλανήθηκα στα διπλανά χωράφια. Ξάπλωσα σε κάτι θάμνους και κοίταζα τον ουρανό. Το πρωί είδα τα ξεραμένα αίματα στα γόνατά μου.

Νύχτα Σαββάτου
Δυο ώρες ολόκληρες τον περίμενα ολομόναχη στο μπαρ του ξενοδοχείου. Γύρω οι μόρτες μού έκαναν σινιάλα. Το ήξερα πως δεν θα ερχόταν, έτσι είναι ο Τάκης, δύσκολος,  κι εγώ εδώ και μήνες παίζω μ’ ένα φάντασμα, έχω ξεχάσει ακόμα και το πρόσωπό του. Ένας αλήτης είναι. Του έστειλα και τη φωτογραφία μου να τη δείχνει στους φίλους του και να γελούν όλοι μαζί, παρέα.  Είμαι ηλίθια.

Νύχτα Κυριακής
Πάλι γονάτισα σε σπασμένα γυαλιά. Δεν πονάνε καθόλου, δεν νιώθω τίποτα, μόνο μια βαθιά ηδονή, καθώς χορεύω κι ο κόσμος από κάτω μού κρατά το ρυθμό κι οι μπουζουξήδες χαμογελάνε. Προσγειώνονται τα πιάτα απανωτά και σπάνε στα πόδια μου κι εκείνος ο χοντρός για χάρη μου αναποδογυρίζει το τραπέζι και τα κάνει όλα λίμπα. Έρχονται ατσαλάκωτοι οι σερβιτόροι και στήνουν ξανά το τραπέζι, φέρνουν πάλι απ’ όλα, νέο τραπεζομάντιλο, νέο μπουκάλι με ουίσκι, ποτήρια, φρούτα, σταχτοδοχεία, γίνεται τζίρος εδώ και τρέχουν τα χιλιάρικα.
Κατεβαίνω από την πίστα ματωμένη, ο δαίμονας μέσα μου έχει κάπως μουδιάσει, ρουφώ το ουίσκι, μυρίζω τη γαρδένια που μου πρόσφερε ο τύπος και, «μ’ αρέσεις», του λέω, «θα κάνω μαζί σου σχέση, γιατί θα είναι πολύ εξευτελιστική, θα τα πάμε καλά εμείς οι δύο, θείο».
Κοιτάζω γύρω μου, όλοι είναι εδώ μέσα εξευτελισμένοι, αγράμματοι και μεθυσμένοι και τα πουτανάκια της παρέας μου κρατάνε πόζα, έχουν μέλλον λαμπρό. Κατρακυλώ και μ’ αρέσει κι ο Τάκης ολοένα ξεθωριάζει στο μυαλό μου, έμαθα να σπάω με χάρη τα ποτήρια, έτσι που να γίνονται θρύψαλα μ’ ένα κρότο κάπως μουσικό.
Έξω από το σκυλάδικο ο χοντρός μ’ αγκαλιάζει, είμαστε κι οι δυο μας τύφλα, σωριαζόμαστε κάτω, από πάνω οι φωτεινές επιγραφές με πράσινα, κόκκινα γράμματα,  δεν μπορώ  να σηκωθώ και μπουσουλώ, ψάχνω να βρω το σκουλαρίκι μου που έχασα. Στο ξενοδοχείο πέφτουμε στο κρεβάτι, κυλιόμαστε σαν γουρούνια.
Με σένα, χοντρέ, θα βρω τη γιατρειά μου, δεν ξέρω πώς δουλεύει αυτό, αλλά μ’ αρέσει που έγινα η τσούλα σου.

Δευτέρα
Τηλέφωνο, ο Τάκης.
-Τελειώσαμε, του λέω.

Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή: "Ανθολογία μικρού διηγήματος για τη νύχτα"., εκδ. κύμα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου