Ο Χάρτμουτ Λιμπέργκερ είναι ένας Γερμανός γύρω στα σαράντα
πέντε, ιδιόρρυθμος, αντικοινωνικός και με πειραγμένη ψυχή, που τον βρίσκουμε
στην αρχή της ιστορίας απομονωμένο σε ένα καλύβι στο βουνό μακριά από τον
κόσμο. Ο χώρος μάς είναι οικείος, πρόκειται για ένα ελληνικό νησί.
Οι κάτοικοι του διπλανού χωριού έχουν συνηθίσει την παρουσία
του, κανέναν δεν ενοχλεί, σπάνια τον βλέπουν εξάλλου, και έχουν καταλήξει στο
συμπέρασμα ότι πρόκειται για έναν άκακο τρελό.
Όμως ο Χάρτμουτ στην ερημιά του παλεύει μυστικά με τον
εσωτερικό του δαίμονα και σε κάποιες στιγμές έντασης ο δαίμονας αυτός παίρνει
σάρκα και οστά και ανοίγει μαζί του διάλογο προσπαθώντας να τον πείσει να
υποκύψει στο Κακό με κάποια σημαντικά ανταλλάγματα.
Το μοτίβο δεν είναι καινούργιο, υπάρχουν πολλές σχετικές
ιστορίες με πιο γνωστή αυτήν με τον πειρασμό του Αγίου Αντωνίου. Η διαφορά
εδώ είναι ότι ο Χάρτμουτ δεν είναι θρησκευόμενος και δεν περιμένει βοήθεια από
κανένα υπερβατικό Αγαθό Ον. Αντιμετωπίζει τον δαίμονά του με τα δικά του ψυχρά επιχειρήματα
και με μια απόλυτη περιφρόνηση προς ό,τι αντιπροσωπεύει το Κακό.
Η αναμέτρηση δεν είναι εύκολη, αφού ο Χάρτμουτ βαθιά μέσα
του έχει μια ισχυρή τάση προς τη βία που προσπαθεί να την κρατά υπό έλεγχο. Ο
δαίμονάς του θέλει να φέρει στην επιφάνεια αυτή τη βία και έχει κι αυτός τα
δικά του επιχειρήματα στη σχέση Καλού-Κακού.
Ο Χάρτμουτ παρά τη γλυκιά μέθη που του προκαλεί η σκέψη της
βίας αντιστέκεται μέχρι την τελευταία αναμέτρηση με τον δαίμονά του, όμως το
τίμημα να μην υποκύψει στο Κακό αποδεικνύεται τελικά πολύ βαρύ.
(«Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ και άλλες
ιστορίες», εκδ. Ιωλκός, 2008).
Εδώ ολόκληρη η ιστορία:
Ο
Χάρτμουτ Λιμπέργκερ, ένας μονόχνωτος άνθρωπος γύρω στα σαράντα πέντε, είχε
καταλήξει να βρει το νόημα της ζωής του κάνοντας τον ερημίτη σε μια ξένη χώρα,
μεσογειακή, μέσα σε μια καλύβα που την έδερνε ο άνεμος και ο ήλιος του
καλοκαιριού καθώς και οι βροχές του χειμώνα.
Σπάνια
κατέβαινε στη γειτονική κωμόπολη, κι αυτό μόνο, όταν του τέλειωναν οι
προμήθειες ή όταν έπρεπε να περάσει από την Τράπεζα για να πάρει το έμβασμα που
ερχόταν από την πατρίδα του.
Οι κάτοικοι
της κωμόπολης είχαν συνηθίσει την ιδιόμορφη παρουσία του - ένας ακόμα σαλεμένος
άνθρωπος που κυκλοφορούσε βρώμικος και αξύριστος μέσα στα κουρέλια του, αλλά
που δεν ενοχλούσε εν πάση περιπτώσει κανέναν.
Ο
Χάρτμουτ Λιμπέργκερ στην ερημία του δεν έκανε απολύτως τίποτα. Περιφερόταν γύρω
από την καλύβα του σε ακτίνα μερικών χιλιομέτρων σκαρφαλώνοντας στο βραχώδες
γυμνό βουνό που είχε επιλέξει ως τόπο διαμονής του, καμιά φορά μιλούσε μόνος
του στην τραχιά γλώσσα της πατρίδας του, κοίταζε από μακριά τα αγρίμια, αν
συναντούσε κανένα στο δρόμο του, και τους έστελνε φιλικά βλέμματα, και τα
βράδια, αν ο καιρός ήταν καλός, καθόταν έξω από την καλύβα και παρατηρούσε τον
έναστρο ουρανό.
Οπωσδήποτε
σκεφτόταν.
Πότε-πότε
αναστέναζε.
Περασμένα
μεσάνυχτα σηκωνόταν, έμπαινε στην καλύβα και ξάπλωνε σ’ ένα παμπάλαιο ντιβάνι
που κάποιος από την κωμόπολη του είχε πουλήσει , τον καιρό που ο Χάρτμουτ
ετοίμαζε το νοικοκυριό του.
Η
καλύβα διέθετε ακόμα ένα πρωτόγονο τζάκι, ένα ξύλινο χαμηλό τραπέζι, δυο
σκαμνιά και ένα βαρέλι με νερό που ο Χάρτμουτ ανανέωνε κατά διαστήματα.
Το
χειμώνα ο Χάρτμουτ Λιμπέργκερ έκανε κάτι περισσότερο: μάζευε ξύλα αποδώ και
αποκεί και άναβε το τζάκι του. Τα κρύα βράδια, αντί να βγαίνει έξω, έμενε μέσα,
καθισμένος σ΄ ένα από τα δυο σκαμνιά του, σκάλιζε το τζάκι και κοίταζε τη
φωτιά.
Σκεφτόταν
όμως πάντα.
Και
αναστέναζε από καιρού εις καιρόν.
Έπειτα,
όταν η νύχτα είχε προχωρήσει για τα καλά, ξάπλωνε στο παμπάλαιο ντιβάνι του,
τυλιγόταν στις κουβέρτες του, παμπάλαιες κι αυτές, και αποκοιμιόταν.
Έξω ο
αέρας φυσούσε μανιασμένα και μπαίνοντας από τις αμέτρητες χαραμάδες της καλύβας
άφηνε συριγμούς που ο Χάρτμουτ ερμήνευε κατά το δοκούν.
Θα
μπορούσε να ήταν ένας αερομάντης, αν υπήρχε τέτοια παραλλαγή μελλοντολόγου,
γιατί ο Χάρτμουτ ένιωθε πως καταλάβαινε το νόημα των συριγμών, για την ακρίβεια
ένιωθε ότι κάθε φορά που σηκωνόταν αέρας και άρχιζαν οι συριγμοί, αυτός
επικοινωνούσε με Κάτι που Ήταν Πέρα από τα Αισθητά.
Άλλοτε
πάλι άκουγε τον ήχο της βροχής ή, αν είχε καμιά καταιγίδα, άκουγε τους
κεραυνούς και τις βροντές που απειλούσαν τον έξω κόσμο κι έριχναν προειδοποιητικά μερικά νερά και
μέσα στην καλύβα, πράγμα που ο Χάρτμουτ αντιμετώπιζε ψύχραιμα μετακινώντας το
ντιβάνι του από τη μια μεριά στην άλλη.
Γενικά
πάντως τα είχε καλά με τα στοιχεία της φύσης, γι' αυτό και αυτά δεν τον πείραζαν,
απλά μερικές φορές τον ενημέρωναν ότι βρίσκονταν πολύ κοντά του.
Θα
μπορούσαμε να μιλήσουμε για το παρελθόν του Χάρτμουτ Λιμπέργκερ, να
περιγράψουμε τη ζωή του από την ώρα που γεννήθηκε σε μια
πόλη του βορρά γεμάτη ομίχλη ως
τη στιγμή που τον βρίσκουμε σκαρφαλωμένο στην πλαγιά του βραχώδους αυτού όρους
της νότιας Ευρώπης, να αναλύσουμε τα βιώματά του, αν η μητέρα του ήταν καλή ή
κακή ή αν δεν είχε καθόλου μητέρα και τον μεγάλωσε ο πατέρας του, ένας μέθυσος
εργάτης που συζούσε με μια καθαρίστρια, μια άστοργη μητρυιά για το μικρό
Χάρτμουτ, για τα δύσκολα χρόνια του στο σχολείο και αργότερα στην εφηβεία, όταν
ανακάλυψε ότι το μοναδικό του καταφύγιο, ο καλός θεός των χριστιανών, ήταν
παντελώς ανύπαρκτος, για το θεραπευτήριο που τον φιλοξένησε κατόπιν για ένα
περίπου χρόνο, για τις ερωτικές του περιπέτειες μετά που βγήκε και που είχαν
όλες ένα κακό τέλος, για τις δουλειές του ποδαριού που έκανε και γενικά για την
πλήρη αποτυχία του στη δοκιμασία της ζωής.
Ωστόσο
Αυτό που Είναι Πέρα από τα Αισθητά δεν είχε σκοπό να τον βγάλει από τη μέση
τόσο γρήγορα, γι' αυτό πάνω που όλα έδειχναν ότι ο Χάρτμουτ όδευε ταχύτατα προς
την εξαφάνισή του, εμφανίστηκε η αναπάντεχη κληρονομιά από τη μεριά της φυσικής
μητέρας του, η οποία είχε μόλις αποβιώσει κάπου στη νότια Ευρώπη.
Από
την κληρονομιά αυτή -που η μητέρα του δεν είχε καμιά πρόθεση να του αφήσει, αλλά
πεθαίνοντας ξαφνικά δεν είχε προλάβει να διευθετήσει αλλιώς- ο Χάρτμουτ
μπορούσε να έχει ένα μικρό μηνιαίο εισόδημα, αρκετό για να μην πεθάνει της
πείνας, αν δεν είχε σκοπό να ξαναδουλέψει ποτέ στη ζωή του. Ο
Χάρτμουτ Λιμπέργκερ δεν ξαναδούλεψε ποτέ
στη ζωή του.
Μετά
από μερικά χρόνια, παρακάμπτοντας τον
αλκοολισμό και τα ναρκωτικά, παρακάμπτοντας ακόμη τη φιλία, τον έρωτα και την
οικογένεια, αποδεικνύοντας δηλαδή πόσο ανίκανος ήταν για οτιδήποτε θετικό και
αρνητικό του κόσμου τούτου, ενέδωσε τελικά στην επίμονη εσώτερη τάση του να
κατέβει στη νότια Ευρώπη.
Εκεί
είδε τον κόσμο με τα μάτια της φυσικής του μητέρας ή τέλος πάντων προσπάθησε να
κάνει κάτι τέτοιο και, όταν διαπίστωσε ότι αυτό δεν είχε κανένα απολύτως νόημα,
διότι τα δικά του μάτια ήταν διαφορετικά, πήγε και κούρνιασε στο βράχο που τον
συναντάμε.
Επομένως
ο ίδιος ο Χάρτμουτ Λιμπέργκερ, παρά την πρόθεση Αυτού που Είναι Πέρα από τα
Αισθητά, επιδίωκε την εξαφάνισή του. Αυτό
είναι ένα στοιχείο της ιστορίας που δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Όλα τα
υπόλοιπα στοιχεία του παρελθόντος του μπορούμε να τα αγνοήσουμε. Όχι όμως αυτό
το τελευταίο.
Τέσσερα
χρόνια εθελοντικής ερημίας πέρασαν, κατά τα οποία ο Χάρτμουτ δεν έκανε τίποτα
περισσότερο ή λιγότερο από αυτά που περιγράψαμε πιο πάνω.
Αδυνάτισε αρκετά εν τω μεταξύ και έχοντας
αφήσει τα μαλλιά και τα γένια του να μακραίνουν με το ρυθμό που ήθελε η φύση,
φορώντας επίσης τριμμένα, φθαρμένα και βρώμικα ρούχα είχε μεταμορφωθεί σε μια
βιβλική φιγούρα από αυτές που βλέπει κανείς ζωγραφισμένες με ωραία, ζωηρά
χρώματα στις ορθόδοξες εκκλησίες του τόπου.
Οι
κάτοικοι της γειτονικής κωμόπολης μπήκαν κάποια στιγμή στον πειρασμό να τον
χαρακτηρίσουν ως ένα είδος αγίου, από την άλλη όμως αυτός ο άγιος μιλούσε μια
ακατάληπτη βόρεια γλώσσα, ενώ με πολλή
δυσκολία τη δική τους, και επίσης δεν είχε κάνει κανένα θαύμα. Προτίμησαν
λοιπόν να τον χαρακτηρίσουν μισότρελο.
Τον
τέταρτο χειμώνα που ο Χάρτμουτ κλείστηκε στην καλύβα του ακούγοντας τους
ατέλειωτους συριστικούς μονολόγους του
αέρα και έχοντας επίσης συντροφιά τη βροχή και τις συχνές καταιγίδες της
περιοχής, ένα βράδυ, καθώς σκάλιζε το τζάκι παρατηρώντας τη φωτιά σκεπτόμενος
ποιος ξέρει τι και αναστενάζοντας πού και πού, άκουσε πάλι τον αέρα που
σηκώθηκε έξω από την καλύβα.
Αυτό
τον ευχαρίστησε πολύ.
Τέντωσε
τα αυτιά του και ετοιμάστηκε να παρακολουθήσει το γνωστό μονόλογο, αν και
μερικές φορές τώρα τελευταία επενέβαινε και αυτός και έλεγε μερικά πράγματα,
όσα έκρινε ότι είχαν σχέση με το θέμα.
Συνήθως
αυτοί οι μονόλογοι περιστρέφονταν γύρω από απλά ζητήματα, όπως λόγου χάριν για
τον καιρό, για τη μοναξιά των αγριμιών εκεί έξω, για κάποιο δέντρο που είχε
ανάγκη από φροντίδα ή για το πόσο μαγευτική ήταν η σελήνη απόψε που τα σύννεφα
έτρεχαν από μπροστά της.
Ο
Χάρτμουτ τότε σηκωνόταν από το σκαμνί του και έβγαινε έξω στην παγωνιά.
Στεκόταν εκεί λίγη ώρα κοιτάζοντας στον ουρανό τη σελήνη να τρέχει αντίθετα από
τα σύννεφα και μετά ξανάμπαινε μέσα τουρτουρίζοντας.
Και ο
μονόλογος συνεχιζόταν.
Αυτό
το βράδυ όμως οι συριγμοί του αέρα ήταν ακατάληπτοι. Όσο κι
αν προσπάθησε ο Χάρτμουτ, δεν μπόρεσε να βγάλει νόημα. Ανακάθισε
νευρικά στο σκαμνί και έμεινε ακίνητος με τα αυτιά τεντωμένα και τα χέρια
ακουμπισμένα στα γόνατά του. Το βλέμμα του καρφώθηκε αφηρημένο στο τραπέζι
απέναντι, όπου υπήρχε ένα πιάτο με τα
υπολείμματα ενός μήλου.
Ξαφνικά
η φλόγα της λάμπας που κρεμόταν πάνω από το τζάκι τρεμόπαιξε και ο Χάρτμουτ το
πρόσεξε με την άκρη του ματιού του. Όμως αυτό συνέβαινε τακτικά, όταν φυσούσε ο
αέρας, γι αυτό δεν έδωσε σημασία.
Οι
ακατάληπτοι συριγμοί συνεχίζονταν και για πρώτη φορά ο Χάρτμουτ σκέφτηκε ότι
ίσως άκουγε την αληθινή γλώσσα των πνευμάτων. Αυτό
του προκάλεσε μια πρωτόγνωρη συγκίνηση. Σηκώθηκε προσεχτικά για να μην του
ξεφύγει κανένας ήχος και στάθηκε στη μέση της καλύβας κοιτάζοντας γύρω-γύρω
μέσα στο μισοσκόταδο.
-Ναι,
είπε κάποια στιγμή, σας ακούω, αλλά δεν σας καταλαβαίνω.
Οι
συριγμοί σταμάτησαν για λίγο. Μετά
από λίγα δευτερόλεπτα ξανάρχισαν με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Εξακολουθούσαν όμως
να μιλάνε στη γλώσσα των πνευμάτων και ο Χάρτμουτ δεν έβγαζε νόημα. Αυτό που
ένιωθε πάντως ήταν ότι ήθελαν να του μεταδώσουν ένα επείγον μήνυμα.
Το φως
της λάμπας άρχισε πάλι να τρεμοπαίζει και οι σκιές μέσα στην καλύβα πήγαν κι
ήρθαν. Ο
Χάρτμουτ χάιδεψε αμήχανα τη γενειάδα του. Δεν
ήταν σίγουρος, αν αυτή η σκιά πίσω από το τραπέζι, μπροστά στο ντιβάνι υπήρχε
από πριν και ήταν αποτέλεσμα της φλόγας από τη λάμπα ή είχε μόλις ξεφυτρώσει
από το πουθενά.
Ο
αέρας έξω έπεσε απότομα και μια απόλυτη ησυχία επικράτησε.
-Μάλιστα,
είπε ο Χάρτμουτ ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία του. Εσύ δεν είσαι μια σκιά του
σπιτιού μου.
Η σκιά
απέναντι αντέδρασε στα λόγια του. Φούσκωσε
απότομα και πήρε σχήμα ανθρώπου. Μετά αναδύθηκαν πάνω της χρώματα. Αναδύθηκαν
και τα χαρακτηριστικά της.
Ο
Χάρτμουτ παρακολούθησε χωρίς ταραχή τη μεταμόρφωσή της σε έναν άνθρωπο μέτριο
στο ύψος, με κοντά καστανά μαλλιά και ξυρισμένο πρόσωπο.
Σε
αντίθεση με το βιβλικό Χάρτμουτ αυτός εδώ ήταν ένας τελείως συνηθισμένος
άνδρας, από εκείνους που βλέπει κανείς χιλιάδες στο δρόμο και τους ξεχνά
αμέσως.
-Ήρθα,
είπε ο άγνωστος με ήσυχη φωνή κοιτάζοντάς τον κατάματα.
-Ποιος
είσαι; Ρώτησε αυτός ατάραχα.
Ο
άγνωστος χαμογέλασε.
-Με
καλείς κάθε βράδυ εδώ και τέσσερα χρόνια. Ξέρεις ποιος είμαι.
-Αυτός
που καλώ, δεν υπάρχει. Κι αν υπάρχει, δεν καταδέχεται τον ταπεινό Χάρτμουτ,
είπε ο Χάρτμουτ αφήνοντας επί τέλους ήσυχη τη γενειάδα του. Είσαι μια
ψευδαίσθηση.
Ο
άλλος είπε:
-Και η
ψευδαίσθηση έχει τη θέση της στην πραγματικότητα. Τίποτα δεν πετιέται. Πολύ
περισσότερο δεν πετιέμαι εγώ, που ξέρεις ποιος είμαι.
-Πολύ
καλά, είπε ο Χάρτμουτ. Είμαι έτοιμος να υποστώ τις συνέπειες. Ξέρω πως είσαι
θυμωμένος μαζί μου.
-Η
αλήθεια είναι πως δεν μ’ αρέσει να με βρίζουν οι άνθρωποι. Αλλά το έχω
συνηθίσει πια. Ωστόσο δεν είμαι θυμωμένος γι αυτό. Μπορώ να καθίσω;
Και με
μια κίνηση που έδειχνε εξωφρενική οικειότητα τράβηξε το σκαμνί και κάθισε
σταυρώνοντας τα χέρια του πάνω στο τραπέζι.
Ο
Χάρτμουτ στάθηκε για μια στιγμή αναποφάσιστος. Μετά αποδεχόμενος την τροπή των
γεγονότων είπε:
-Θα
πιεις κάτι; Έχω μόνο κρασί για κέρασμα.
Έφερε
την κανάτα και δυο ποτήρια και τα ακούμπησε στο τραπέζι. Έσπρωξε στην άκρη το
πιάτο με τα υπολείμματα του μήλου και κάθισε απέναντι στον επισκέπτη του.
-Δυστυχώς
δεν έχω άλλο μήλο, είπε. Αυτό ήταν το τελευταίο μου.
Πέρασε
τα δάχτυλά του ανάμεσα στα γένια του για να τα συμμαζέψει κάπως και σέρβιρε το
κρασί στα ποτήρια.
-Έχεις
όνομα; Ρώτησε τον άγνωστο που τον παρακολουθούσε σιωπηλός όλη αυτή την ώρα.
-Έχω, αλλά δεν μπορείς να το προφέρεις. Γι αυτό λέγε με όπως σου αρέσει.
Σήκωσαν
τα ποτήρια:
-Στην
υγειά σου λοιπόν, Κρον.
-Κρον;
-Μου
φαίνεται ότι σου ταιριάζει.
-Στην
υγειά σου, Χάρτμουτ.
Άδειασαν
τα ποτήρια και ο Χάρτμουτ τα ξαναγέμισε.
-Και
τώρα σ΄ ακούω, είπε ο Χάρτμουτ.
Ο Κρον
του έστειλε το πιο φιλικό του χαμόγελο. Μια σειρά κατάλευκα, συμμετρικά δόντια
αποδείκνυαν την άριστη στοματική του υγεία.
-Είμαι
θυμωμένος μαζί σου, Χάρτμουτ, είπε. Όχι γιατί με βρίζεις τα βράδια που κάθεσαι
στο τζάκι και σκαλίζεις τη φωτιά.
Έσκυψε
τάχα συνωμοτικά προς το μέρος του:
-Εδώ
που τα λέμε, έχεις και κάποιο δίκιο που το κάνεις. Αλλά ν’ αφήσεις τον κόσμο
και να γίνεις ερημίτης, αυτό το θεωρώ μεγάλο λάθος. Δεν φτιαχτήκατε οι
άνθρωποι για να ζείτε αδρανείς στις ερημιές. Δεν εκπληρώνεται έτσι το Σχέδιο.
-Για
ποιο σχέδιο μιλάς ακριβώς, Κρον; Ρώτησε ο Χάρτμουτ πίνοντας τώρα το κρασί του
με αργές γουλιές. Και τι μερίδιο έχω εγώ σ΄ αυτό;
Ο Κρον
ήπιε κι αυτός μια γουλιά από το κρασί του.
-Το
Σχέδιο είναι πέρα από τις δυνατότητές σου, γι' αυτό δεν θα κάνω τον κόπο να σ'το
εξηγήσω. Όμως παίρνεις μέρος κι εσύ, όπως όλοι οι άνθρωποι. Είσαι, ας πούμε,
ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα. Τι έκανες τώρα εσύ; Πήρες το λιθαράκι σου κι
έφυγες στις ερημιές. Το οικοδόμημα έχει τώρα μια μικρή τρύπα. Είναι απαράδεκτο
αυτό.
-Χμ,
έκανε ο Χάρτμουτ. Σου είμαι επομένως τόσο σημαντικός;
-Όσο
δεν φαντάζεσαι.
Ο
Χάρτμουτ έσπρωξε το σκαμνί του προς τα πίσω και τεντώθηκε μέχρι που
χασμουρήθηκε.
-Είμαι
καλά εδώ, είπε ύστερα με προσποιητή αδιαφορία και ρίχνοντας μια ματιά στο τζάκι
είδε πως η φωτιά πήγαινε να σβήσει. Σηκώθηκε
και ετοιμάστηκε να ρίξει ένα κούτσουρο.
Ο Κρον
είπε επιτακτικά:
-Γύρνα
στη θέση σου.
Η
φωτιά φούντωσε από μόνη της και η καλύβα φωτίστηκε από τις μεγάλες γλώσσες που
πετάχτηκαν μέσα από το τζάκι.
Ο
Χάρτμουτ είδε το θαύμα ψύχραιμα. Κούνησε το κεφάλι και χωρίς κανένα σχόλιο
ξαναγύρισε στο σκαμνί του.
-Όπως
σου έλεγα, είπε τον επισκέπτη του, είμαι καλά εδώ. Δεν έχω καμιά όρεξη να
επιστρέψω στον κόσμο σου.
Και
ξαναγέμισε τα ποτήρια.
-Ναι,
είπε ο Κρον πίνοντας το τρίτο ποτήρι κρασί, όμως δεν σου έκανα ακόμη την
προσφορά μου. Δεν μπορώ φυσικά να σου υποσχεθώ την αιώνια ζωή, γιατί κάτι
τέτοιο δεν υπάρχει. Όμως μπορώ να σου δώσω αυτό που τόσο πολύ πόθησες και δεν
είχες στη ζωή σου.
Ξαφνικά
ο Χάρτμουτ ένιωσε ότι τα στοιχεία της φύσης είχαν σταθεί όλα έξω από την καλύβα
και άκουγαν. Μια νεκρική σιγή είχε απλωθεί παντού. Ακόμα και ο χρόνος, στοιχείο
της φύσης κι αυτός, φάνηκε να έχει ακινητοποιηθεί.
Απέναντί
του ο Κρον άλλαξε τα χρώματά του και τα έκανε πιο σκούρα.
-Θα
σου ξαναδώσω τη ζωή σου από την αρχή, είπε στο Χάρτμουτ. Θα γεννηθείς σ’ ένα
σπίτι που θα υπάρχει η αγάπη, θα μεγαλώσεις με αγάπη και όλα θα σου έρθουν
εύκολα. Θα αγαπήσεις και θα αγαπηθείς, Χάρτμουτ. Θα πεις «ναι» στη ζωή, γιατί
αυτή θα είναι καλή μαζί σου.
Για
πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ο Χάρτμουτ ένιωσε πόνο στην καρδιά. Έσκυψε το κεφάλι πάνω από
το ποτήρι του, έκλεισε τα μάτια και για αρκετή ώρα δεν είπε τίποτα. Όταν
σήκωσε πάλι το κεφάλι, ο Κρον είχε ξαναγυρίσει στα αρχικά του χρώματα. Η σιγή
όμως του κόσμου εξακολουθούσε.
-Με
ποιο τίμημα; ρώτησε.
Ο Κρον
χαμογέλασε δείχνοντας τα αστραφτερά δόντια του. Έβαλε μετά κρασί στα ποτήρια
και σήκωσε το δικό του ψηλά:
-Το
τίμημα το ξέρεις, είπε και άδειασε μονορούφι το ποτήρι του. Πρέπει να
αποδείξεις ότι είσαι άξιος γι' αυτόν τον κόσμο. Πρέπει να πάρεις μια ζωή και να
μου τη δώσεις.
Ο
Χάρτμουτ ακούγοντας αυτά τα τελευταία λόγια του Κρον χαμογέλασε κι αυτός. Με
κάποιο τρόπο που δεν καταλάβαινε, ένιωθε ότι τα στοιχεία του κόσμου κρατούσαν
την ανάσα τους και περίμεναν την απάντησή του. Ένιωθε ακόμη πως πολλά πράγματα
του κόσμου τούτου εξαρτιόνταν από την απάντησή του.
Γι
αυτό χαμογέλασε, αν και μια τέτοια αντίδραση φάνταζε κάπως αφύσικη.
-Ποια
ζωή θέλεις να σου δώσω; ρώτησε.
Ο Κρον
είπε:
-Στην
άκρη της κωμόπολης, στο δρόμο που οδηγεί προς την πόλη και το λιμάνι, μετά τα
τελευταία σπίτια, ένα περίπου χιλιόμετρο πιο πέρα, είναι το σπίτι της Μαρίας.
Θα το διακρίνεις αμέσως, γιατί δεν υπάρχει εκεί γύρω καμιά άλλη κατοικία. Η
Μαρία ζει μόνη της, γιατί, όπως κι εσύ, δεν έχει κανέναν δικό της. Η ζωή της
είναι μάταιη επομένως. Αν την αφαιρέσεις, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στο
ρυθμό του κόσμου. Αυτή τη ζωή θέλω να μου προσφέρεις.
Ο Κρον
σταμάτησε να μιλά και κοίταξε το Χάρτμουτ βαθιά στα μάτια:
-Το
Σχέδιο δεν χρειάζεται τη Μαρία. Δεν τη χρειάζεται πια.
-Ναι,
είπε ο Χάρτμουτ και χαμογέλασε τώρα πλατιά.
Σήκωσε
το ποτήρι του:
-Όμως
εγώ είμαι καλά εδώ, είπε και ήπιε το κρασί του.
Σκούπισε
ύστερα τα γένια του με το χέρι και πρόσθεσε:
-Δεν
επιστρέφω στον κόσμο σου, Κρον. Σ'τον χαρίζω.
Και
ξέσπασε σε βροντερά γέλια, τελείως ακατάλληλα για την περίσταση, δικαιολογημένα
πάντως μετά από τόσο κρασί που είχε ρουφήξει.
Ξαφνικά
οι ήχοι της φύσης που είχαν παγώσει στο μηδέν ξανάρχισαν, κι αυτή τη φορά, έτσι
ένιωσε ο Χάρτμουτ, μετέδιδαν το μήνυμα της απάντησής του από το ένα στοιχείο
στο άλλο κάνοντας το γύρο του κόσμου. Η φωτιά στο τζάκι έστειλε τα μικρά της τριξίματα, μακρινές κραυγές αγριμιών ακούστηκαν μέσα στη νύχτα, ο αέρας σηκώθηκε δειλά και μια ριπή του τρύπωσε από τη χαραμάδα της πόρτας σφυρίζοντας χαρούμενα.
Ο Κρον
έχασε μεμιάς τα χρώματά του και ξανάγινε σκιά. Λίγο πριν χαθεί στο βασίλειό του
έστειλε στο Χάρτμουτ την προειδοποίησή του:
-Είμαι
ο Άρχοντας αυτού του κόσμου και δεν υπάρχει αντίπαλός μου. Ή θα έρθεις μαζί μου
ή θα μείνεις μόνος σου.
Ο
Χάρτμουτ έγειρε το κεφάλι στο τραπέζι και αποκοιμήθηκε βαθιά.
Η
επόμενη μέρα, αν και στην καρδιά του χειμώνα, ήταν ζεστή και γεμάτη ήλιο. Οι
σαύρες ευχαριστημένες με τόσο φως και
ζέστη είχαν βγει βόλτα στα βράχια και οι μέλισσες τριγύριζαν στα θάμνα
ψάχνοντας σχολαστικά για το κατάλληλο άνθος.
Μια
μικρή αράχνη μέσα στην καλύβα που είχε προφανώς ξεστρατίσει προχωρούσε με
αμφιβολία πάνω στο μάγουλο του Χάρτμουτ μην ξέροντας ποια ακριβώς κατεύθυνση να
πάρει. Ο
Χάρτμουτ ξύπνησε κάποια στιγμή ενοχλημένος από το γαργάλημά της και είδε πως
είχε αποκοιμηθεί στο σκαμνί του. Τινάχτηκε όρθιος και τότε ένας σουβλερός πόνος
διαπέρασε το κρανίο του. Με
αβέβαια βήματα προχώρησε μέχρι το ντιβάνι και ξάπλωσε αφήνοντας ένα μουγκρητό.
Έμεινε
εκεί αρκετή ώρα κρατώντας το κεφάλι του και βογκώντας σιγανά, ενώ εικόνες από
τη χθεσινή του περιπέτεια διέτρεχαν τη μνήμη του. Ασφαλώς όλα όσα του είχαν
συμβεί το προηγούμενο βράδυ δεν ήταν παρά μια δυνατή ψευδαίσθηση, αποτέλεσμα
του κρασιού που είχε καταναλώσει και στο
οποίο δεν ήταν πολύ συνηθισμένος.
Όταν
ένιωσε καλύτερα, άναψε μερικά ξερόκλαδα κι έφτιαξε καφέ που τον ήπιε με αργές
γουλιές έξω από την καλύβα του καθισμένος κατάχαμα. Κοίταζε
τη φύση, τις μέλισσες και τις σαύρες, και σκεφτόταν διάφορα.
Έπειτα
παίρνοντας μια γενναία απόφαση κατηφόρισε προς την κωμόπολη.
Ένα
χιλιόμετρο περίπου πιο έξω, στο δρόμο που οδηγεί στην πρωτεύουσα του νομού και
στο λιμάνι, μακριά από τα άλλα σπίτια, στεκόταν μόνο του στη μέση της ερημιάς
ένα σπίτι.
Ο
Χάρτμουτ στάθηκε στο φράχτη και κοίταξε μέσα. Ήταν
ένα μικρό αγροτόσπιτο τριγυρισμένο από κήπο - ο Χάρτμουτ παρατήρησε πόσων
πολλών λογιών λουλούδια και πρασινάδες
έθαλλαν εκεί μέσα - πολύ φροντισμένο και νοικοκυρεμένο. Μια
αίσθηση θαλπωρής αναδύθηκε από μέσα του και φαντάστηκε μια παχιά μαυροφορεμένη
φιγούρα, όπως ήταν οι περισσότερες γυναίκες αυτού του τόπου, να μαγειρεύει στην
κουζίνα και να πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε δαντελένια εργόχειρα και κακόγουστα
κάδρα κρεμασμένα στους τοίχους.
Έσπρωξε
αποφασισμένος την καγκελόπορτα και μπήκε στον κήπο. Κάποιο σκυλί ακούστηκε να
γαβγίζει από την πίσω αυλή, το δαντελένιο κουρτινάκι στο παράθυρο ανασηκώθηκε
για μια στιγμή και μετά η εξώπορτα του σπιτιού άνοιξε. Ο
Χάρτμουτ είδε τη γυναίκα που έπρεπε να λεγόταν Μαρία.
-Θέλεις
κάτι; ρώτησε αυτή ευγενικά.
Ο
Χάρτμουτ δεν ήξερε τι να πει, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να μιλήσει και με άνεση
τη γλώσσα του τόπου. Η
γυναίκα τον παρατήρησε για λίγη ώρα και μετά είπε:
-Είσαι
ο ξένος που ζει στο βουνό.
-Ναι,
είπε αυτός.
-Θέλεις
να σου φτιάξω καφέ;
Ο
Χάρτμουτ σκέφτηκε πως έδινε την εντύπωση ενός επαίτη που χρειάζεται επειγόντως
ελεημοσύνη.
-Ναι,
απάντησε στη γυναίκα και προχώρησε προς το μέρος της.
-Σώπα,
Λούσι, είναι ένας φίλος, φώναξε η γυναίκα στο αόρατο σκυλί που συνέχιζε να
γαβγίζει.
Το
σκυλί ησύχασε.
Ο
Χάρτμουτ διέσχισε τον κήπο παραμερίζοντας τις πρασινάδες κι έτριψε λίγο
βασιλικό στο χέρι του που έκοψε από μια γλάστρα. Η
γυναίκα του χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
-Πώς
σε λένε; Τον ρώτησε, καθώς αυτός έμπαινε στο σπίτι.
-Χάρτμουτ.
Εσένα;
-Μαρία,
είπε η γυναίκα κι έκλεισε τη σιδερένια εξώπορτα με το χοντρό κρύσταλλο.
Δυο
ώρες αργότερα, όταν ο Χάρτμουτ φεύγοντας έκλεινε πίσω του τη σιδερένια
καγκελόπορτα, είχε κιόλας νυχτώσει και τα πρώτα φώτα στην κωμόπολη είχαν
ανάψει. Φρόντισε
να παρακάμψει την κατοικημένη περιοχή παίρνοντας ένα χωματόδρομο που έφερνε
γύρω-γύρω την κωμόπολη, πράγμα που του στοίχισε μισή ώρα παραπάνω δρόμο.
Φτάνοντας
στην καλύβα του, ακούμπησε στο τραπέζι το δέμα που κρατούσε και άναψε τη λάμπα. Οι
σκιές πετάχτηκαν αμέσως και πήραν τη συνηθισμένη θέση τους στους γύρω τοίχους.
Αυτό τον ανακούφισε κάπως, γιατί ένιωσε ότι τίποτα δεν είχε ουσιαστικά
διαταραχτεί στη ζωή του και όλα ήταν όπως πάντα. Ξάπλωσε
στο ντιβάνι που έτριξε κάτω από το βάρος
του και κοίταξε τη γνώριμη σκιά του τραπεζιού που έπεφτε στον απέναντι τοίχο.
Δεν
είχε πια καμιά αμφιβολία ότι ο χθεσινός του επισκέπτης δεν ήταν μια
ψευδαίσθηση, μια κακή παρενέργεια του κρασιού. Όπως επίσης δεν είχε καμιά
αμφιβολία γιατί είχε επιλέξει τη Μαρία ως θύμα μιας θυσίας για πάρτη του. Η
γυναίκα αυτή ήταν μια μικρή ακίδα που
προκαλούσε στον Κρον συνεχή
ενόχληση.
Η
παγωνιά μέσα στην καλύβα τον ανάγκασε να σηκωθεί και να ανάψει το τζάκι.
Παιδεύτηκε κάμποσο μ’ αυτή τη δουλειά , ενώ στο μυαλό του ήταν καρφωμένη η
φιγούρα της Μαρίας, μιας γυναίκας ψηλής και γεροδεμένης με κοντά μαλλιά και
μεγάλα χέρια. Δεν είχε καμιά ομοιότητα με το γνωστό μεσογειακό καλούπι και επί πλέον δεν φορούσε μαύρα. Φορούσε ένα
φαρδύ καφέ παντελόνι κι ένα ξεχειλωμένο από τη χρήση χοντρό πουλόβερ και δεν
έδειχνε περισσότερο από σαράντα χρονών.
-Έχω
και χορτόπιτα, τώρα την έβγαλα από το φούρνο, του είχε πει κλείνοντάς του το
μάτι καθώς τον έμπαζε στην κουζίνα.
Η
κουζίνα μύριζε πράγματι ζεστή πίτα και ο Χάρτμουτ είδε το ταψί πάνω στον πάγκο
με τη γνωστή λιχουδιά του τόπου.
-Κάθισε,
όπου σ’ αρέσει, είπε η Μαρία γυρίζοντάς του την πλάτη για να ετοιμάσει τον
καφέ.
Κάθισε
σε μιαν άβολη καρέκλα κι ακούμπησε το ένα του χέρι στο τραπέζι. Λίγα εκατοστά πιο πέρα ήταν
αφημένο ένα μαχαίρι κουζίνας με κόκκινη λαβή, όχι κανένα επικίνδυνο όπλο, αλλά
πάντως αποτελεσματικό για έναν αποφασισμένο φονιά. Ο
Χάρτμουτ το κοίταξε σκεφτικός για μια στιγμή.
-Πώς
τον πίνεις; Ρώτησε η Μαρία, χωρίς να γυρίσει προς το μέρος του.
-Τι
είπες;
-Πώς
πίνεις τον καφέ σου; Γλυκό, μέτριο;
-Μέτριο,
είπε αυτός και παρατήρησε την κορμοστασιά της.
Ένας
φονιάς θα τα έβρισκε σκούρα με μια τέτοια γυναίκα. Ήταν φανερό πως εκτός από τη
γερή κατασκευή της, πρέπει να ήταν και καλά εξασκημένη με τις αγροτικές
εργασίες. Φαντάστηκε
το φονιά να παλεύει μαζί της και στο τέλος να παραδίδεται αποκαμωμένος με το
κεφάλι του μαγκωμένο ανάμεσα στους μηρούς της. Χωρίς να το θέλει, του ξέφυγε ένα χαμόγελο.
-Ζω
μόνη εδώ, είπε η Μαρία ανακατεύοντας τον καφέ και προκαλώντας με τα λόγια αυτά
κάθε υποψήφιο δολοφόνο. Αλλά η μοναξιά δεν μ’ αρέσει. Γι αυτό χαίρομαι που
ήρθες, Χάτμου.
-Χάρτμουτ,
διόρθωσε αυτός.
-Έχεις
δύσκολο όνομα, είπε αυτή και του σέρβιρε τον καφέ μαζί με ένα μεγάλο κομμάτι
πίτα. Και συμπλήρωσε:
-Να
έρχεσαι όποτε θέλεις.
Ύστερα
έφερε τα τσιγάρα της και κάθισε απέναντί του.
-Καπνίζεις; τον ρώτησε.
Αυτός
έκανε όχι με το κεφάλι. Η Μαρία άναψε ένα και φύσηξε τον καπνό από την αντίθετη
μεριά.
-Αυτή
είναι η παρέα μου, δικαιολογήθηκε. Αυτή και τα ζωντανά μου.
Ο
Χάρτμουτ δεν είπε τίποτα. Ρούφηξε προσεχτικά τον καυτό καφέ κι έριξε μια ματιά γύρω.
Η Μαρία δεν ήταν όπως την περίμενε, η κουζίνα της όμως ήταν: τα δαντελένια
πετσετάκια κάλυπταν κάθε άσχετη επιφάνεια κι από πάνω στέκονταν κάτι επίσης
άσχετα αντικείμενα που υποτίθεται ότι ομόρφαιναν το χώρο. Στον τοίχο κρεμόταν ένα κάδρο που παρίστανε
ένα τοπίο της δικής του βόρειας χώρας, εντελώς παράταιρο προς το μεσογειακό
τοπίο που απλωνόταν έξω από το παράθυρο. Στη μουσταρδί φρουτιέρα πάνω στο τραπέζι
μερικές μπομπονιέρες με τούλι που από άσπρο είχε γίνει μπεζ από την πολυκαιρία,
διάφορα χαρτιά, λογαριασμοί τηλεφώνου και ηλεκτρικού μάλλον, ένα ψεύτικο
κόκκινο αβγό από το περσινό Πάσχα. Πάνω στο ψυγείο με το απαραίτητο δαντελένιο πετσετάκι που ασφαλώς θα δημιουργούσε πρόβλημα, κάθε φορά που έπρεπε να ανοίξει η πόρτα του ψυγείου, μια φωτογραφία σε κορνίζα: ένας κόκκινος γάτος ξαπλωμένος αναπαυτικά κοίταζε έκπληκτος το φακό.
-Αυτός
είναι ο Ζήνος μου, εξήγησε η Μαρία. Πέθανε πριν μερικά χρόνια.
Ο
Χάρτμουτ είπε:
-Ήταν
ωραίος γάτος.
-Ω,
ναι. Και πολύ έξυπνος.
-Δεν
έχεις συγγενείς; ρώτησε αυτός δοκιμάζοντας τη ζεστή ακόμα χορτόπιτα.
-Οι
γονείς μου έχουν πεθάνει από χρόνια. Έχω έναν αδελφό στον Καναδά, αλλά μάλλον μ’
έχει ξεχάσει. Παντρεύτηκε μια γαλλίδα και τα παιδιά του μιλούν αγγλικά και
γαλλικά. Εγώ δεν παντρεύτηκα. Θέλεις λίγη πίτα ακόμα;
Ο
Χάρτμουτ αρνήθηκε.
-Θα
σου δώσω λίγη για το σπίτι, είπε αυτή και σηκώθηκε σβήνοντας το τσιγάρο.
Ο
Χάρτμουτ σταμάτησε να σκαλίζει το τζάκι.
Τώρα
θα έτρωγε ευχαρίστως λίγη χορτόπιτα ακόμα. Άνοιξε το δέμα που είχε ακουμπήσει
στο τραπέζι και βρήκε πως εκτός από τα τρία μεγάλα κομμάτια πίτας η Μαρία του
είχε βάλει ακόμα ένα κομμάτι τυρί, ελιές και παξιμάδια.
-Μαρία,
είπε δυνατά κοιτάζοντας το ανοιγμένο δέμα.
Ο ήχος
του ονόματός της του προκάλεσε μια ακαθόριστη αίσθηση, μια μάλλον οδυνηρή
αίσθηση.
-Μαρία,
ξαναείπε προσπαθώντας να ξεπεράσει αυτή την αίσθηση με την επανάληψη και την
εξοικείωση.
-Μαρία,
είπε για τρίτη φορά και η οδυνηρή αίσθηση χαμήλωσε κι έγινε μέσα του μια μικρή
κουκίδα.
Πήρε
ένα κομμάτι πίτα κι άρχισε να τη μασουλά.
Τον
είχε πάρει έπειτα και τον είχε βγάλει στην πίσω αυλή του σπιτιού της, εκεί που
περιφερόταν κουνώντας νευρικά την ουρά της η Λούσι. Πάνω στον μαντρότοιχο
κάθονταν νωχελικά πεντέξι γάτες που
γύρισαν με κουρασμένο ενδιαφέρον να παρατηρήσουν το νεοφερμένο. Πιο πίσω ήταν ο
στάβλος με το άλογο και το γαϊδούρι. Γύρισαν κι αυτά τα μεγάλα μάτια τους, όταν
άνοιξε η πόρτα, και τους κοίταξαν.
-Οι
συντοπίτες μου λένε για μένα διάφορα, αλλά δεν δίνω σημασία, είπε η Μαρία.
Μπορεί να μην είμαι πλούσια, αλλά δεν είμαι και φτωχή. Εξάλλου τι άλλο έχω να
περιμένω εγώ τώρα;
Ο
Χάρτμουτ κοντοστάθηκε αμήχανα στην πόρτα του στάβλου, όσο η Μαρία έβαζε νερό
στις λεκάνες μπροστά στα ζωντανά.
-Κάποτε βέβαια δεν πάει άλλο και τότε φωνάζω
τον κτηνίατρο για ευθανασία, είπε αυτή κι έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω της.
Έτσι η
Μαρία αγόραζε τα υποζύγια που ήταν για θάνατο και τα γηροκομούσε. Ήταν
τελείως ακατάλληλη επομένως για το Σχέδιο, τελείως έξω από τις προδιαγραφές που
ο Κρον απαιτούσε από τους εργάτες του οικοδομήματός του. Η
Μαρία δεν έφερνε λιθαράκια. Έκανε ακριβώς το αντίθετο: τα ξεκολλούσε.
Εκείνο
το βράδυ ο Χάρτμουτ κοιμήθηκε ευχαριστημένος.
Έξω,
στον κόσμο που αυτός είχε απαρνηθεί, η Μαρία χρόνια τώρα κυοφορούσε το
μελλοντικό αντίπαλο του Κρον.
2
Ήταν
μέσα του καλοκαιριού, τελευταίες μέρες του Ιουλίου, και η ζέστη του κάμπου
αναδινόταν πνιγηρή μέχρι την πλαγιά του βουνού, όπου ζούσε ο Χάρτμουτ.
Η
άνοιξη είχε περάσει γρήγορα – τα τελευταία χρόνια έτεινε να εξαφανιστεί ως
εποχή – και από τα κρύα και τις βροχές του χειμώνα η φύση είχε μεταπηδήσει σ’
ένα καυτό καλοκαίρι που τρέλαινε τα τζιτζίκια.
Στην
καλύβα του ο Χάρτμουτ δεν είχε άλλα ζωντανά εκτός από μύγες και αράχνες. Καμιά
φορά πετύχαινε και κανένα σκορπιό, τον οποίο παλιότερα σκότωνε χωρίς άλλη
σκέψη. Τώρα, μετά τη συνάντησή του με τη Μαρία, προτιμούσε να τον απομακρύνει
από την καλύβα και να τον στείλει να ζήσει την χωρίς ακριβές νόημα ζωή του
μερικά βράχια παρακάτω.
Αρκετές
φορές επίσης κάποια άταχτη κατσίκα έκανε την εμφάνισή της κοντά στην καλύβα και
ο Χάρτμουτ της σφύριζε, όπως είχε ακούσει να σφυρίζουν οι βοσκοί που περνούσαν
από το μονοπάτι λίγο πιο πέρα. Η κατσίκα τον παρατηρούσε με επιφύλαξη για λίγο
και μετά έκανε στροφή και κατηφόριζε τρέχοντας για να βρει τις συντρόφισσές
της.
Ο
καυτός ήλιος δεν επέτρεπε πολύωρες περιπλανήσεις και ο Χάρτμουτ προτιμούσε να
περνά τη μέρα του τριγυρνώντας κοντά στην καλύβα και παρατηρώντας από ψηλά τον
κάμπο και τη θολούρα της ζέστης που τον περιέβαλλε. Καμιά
φορά έπεφτε πάνω σε κανένα βοσκό που περνούσε με το κοπάδι του από τα μέρη του.
«Καλημέρα», του έλεγε ο βοσκός κι αυτός αντιχαιρετούσε στην τοπική γλώσσα, «τι
κάνεις, Χάτμου;» ρωτούσε ο βοσκός -
κανείς σ’ αυτό το μέρος δεν μπόρεσε ποτέ να πει σωστά το όνομά του – « είμαι καλά, εσύ τι κάνεις;»
απαντούσε αυτός, «καλά είμαι κι εγώ», στεκόταν ο βοσκός και τον χάζευε.
Ήταν
πάντα ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο αυτός ο ερημίτης από το βορρά που είχε έρθει
στα μέρη τους και που ήθελε να κάθεται μόνος του μέρα νύχτα, αλλά γενικά οι
ξένοι έχουν περίεργες συνήθειες: οι τουρίστες που κάθε καλοκαίρι μυρμήγκιαζαν
στις παραλίες, τριάντα χιλιόμετρα περίπου αποδώ, ήταν ένα καλό δείγμα των
διαφορετικών ηθών και εθίμων των λαών του βορρά. Μερικοί
από αυτούς ξέπεφταν κάθε τόσο και στην κωμόπολη και οι ντόπιοι τους είχαν
συνηθίσει. Ο «Χάτμου» ήταν ένας απ’ αυτούς, λίγο πιο λοξός βέβαια .
Όλους
αυτούς τους μήνες ο Χάρτμουτ αντιστεκόταν στην έντονη επιθυμία του να ξαναπάει
στο σπίτι της Μαρίας. Η
γυναίκα αυτή είχε ξυπνήσει μέσα του αισθήματα, από τα οποία εκείνος είχε
παραιτηθεί εδώ και χρόνια. Δεν ήταν βέβαια ωραία όπως η Χάννα, ούτε ανέδιδε
κανένα αισθησιασμό, όπως η Ούλρικε, δεν ήταν καν νέα, όπως η μικρούλα Χέλγκα –
η καρδιά του σφίχτηκε, καθώς πέρασαν από τη μνήμη του τα πρόσωπά τους, το
τρομαγμένο τους βλέμμα και η βαθιά απορία τους – όμως η Μαρία ανέδιδε μια βαθιά
ζεστασιά, μια υπόσχεση μητρικής αγκαλιάς και ο Χάρτμουτ τον πρώτο καιρό
χρειάστηκε να παλέψει με τον εξεγερμένο εαυτό του που ζητούσε επίμονα να ξαναβρεθεί κοντά της.
Κάθε
πρωί που ξυπνούσε, η εικόνα της θρονιαζόταν στη σκέψη του και τάραζε τη γαλήνη
του. Όμως ήξερε πως με τον καιρό οι αισθήσεις του θα αναγκάζονταν να
παραιτηθούν, το σώμα του θα ξανάπεφτε στη νάρκη και η ερημική ζωή του θα
συνεχιζόταν, όπως γινόταν εδώ και τέσσερα χρόνια. Καθώς
μάλιστα περνούσαν οι μέρες, έχασε την αρχική του βεβαιότητα και δεν ήξερε
πια τι είχε προηγηθεί: η επίσκεψη του
Κρον στην καλύβα του ή η δική του επίσκεψη στο σπίτι της Μαρίας. Τελικά
κατέληξε να πιστεύει ότι πρώτα είχε γνωρίσει τη Μαρία και μετά από το κουρασμένο από τη μοναξιά μυαλό του
είχε ξεπηδήσει το τέρας Κρον.
Στο
σπίτι της δεν ξαναπήγε.
Μέχρι
να βγει ο χειμώνας είχε τα βράδια τη συντροφιά του αέρα και των μονολόγων του.
Μέσα σ’ αυτούς δεν γινόταν καμιά αναφορά για τη Μαρία ούτε και για τον Κρον. Όμως
είναι αλήθεια ότι δεν ήταν πια οι παλιοί μονόλογοι. Ο Χάρτμουτ δυσκολευόταν να
τους παρακολουθήσει, υπήρχε διάχυτη στους συριγμούς μια ταραχή και μια τάση να
μπερδεύονται τα νοήματα και τότε αυτός σκάλιζε τη φωτιά νευρικά στο τζάκι και
άλλαζε θέσεις στο σκαμνί του. Η κατάσταση όμως δεν γινόταν καλύτερη.
Λίγο πριν το τέλος του χειμώνα η ανάμνηση της Μαρίας άρχισε σιγά-σιγά να βουλιάζει στα βαθύτερα στρώματα της συνείδησής του και τότε οι συριγμοί του αέρα πήραν πάλι το παλιό τους νόημα και ο Χάρτμουτ πέρασε μαζί τους μερικά ωραία βράδια.
Λίγο πριν το τέλος του χειμώνα η ανάμνηση της Μαρίας άρχισε σιγά-σιγά να βουλιάζει στα βαθύτερα στρώματα της συνείδησής του και τότε οι συριγμοί του αέρα πήραν πάλι το παλιό τους νόημα και ο Χάρτμουτ πέρασε μαζί τους μερικά ωραία βράδια.
Το
βράδυ εκείνο περί το τέλος του Ιουλίου, αφού είχε προηγηθεί μια πολύ ζεστή μέρα
που υποχρέωσε τη φύση να κρυφτεί σε σκιερά μέρη και να κάνει σιέστα ως το
απόγευμα, άρχισε επιτέλους να φυσά ένα δροσερό αεράκι και τα πρώτα τριξίματα
του κόσμου ξεκίνησαν δειλά-δειλά.
Ο
Χάρτμουτ δεν είχε βγει από την καλύβα του όλη τη μέρα. Ξαπλωμένος στο
σαραβαλιασμένο του ντιβάνι λαγοκοιμόταν παρέα με τις μύγες που έκοβαν
βαριεστημένες βόλτες από το πρόσωπό του μέχρι το τραπέζι τσιμπολογώντας μερικά
ψίχουλα και ξαναγυρίζοντας κοντά του σαν να του έδιναν αναφορά για τις κινήσεις
τους.
Το
μυαλό του νωθρό από τη ζέστη αρνιόταν να σκεφτεί οτιδήποτε και είχε προτιμήσει
να κουλουριαστεί γύρω από τον εαυτό του και να πέσει σε λήθαργο. Όταν
έδυσε ο ήλιος και υποχώρησε η ζέστη, ο Χάρτμουτ ένιωσε καλύτερα. Οι μύγες είχαν
αποχωρήσει για το νυχτερινό τους ύπνο κι αυτός βγήκε έξω από την καλύβα και ξάπλωσε στο χώμα.
Είχε
δροσιά τώρα. Πάντα
είχε δροσιά εδώ πάνω, όταν έπεφτε το βράδυ. Στ’ αυτιά
του έφτασε ο ήχος από τα κουδούνια ενός κοπαδιού που γύριζε καθυστερημένο στη
στάνη του. Σε λίγο η νύχτα γέμισε ήχους από τα νυχτόβια πουλιά και τα έντομα που ειδοποιούσαν το ένα το άλλο για
τις εφήμερες ανάγκες τους.
Ο
Χάρτμουτ αναστέναξε μερικές φορές, όπως συνήθιζε πάντα, και κοίταξε τον ουρανό
που ήταν τώρα φορτωμένος άστρα. Ποτέ δεν είχε μάθει να ξεχωρίζει τους
αστερισμούς. Σίγουρα εκείνος εκεί ήταν ο αστερισμός της μιας από τις δύο Άρκτους, ποιας δεν ήξερε. Αλλά δεν είχε σημασία. Ήταν ωραίο να παρατηρεί τον
ουρανό τα βράδια και να σκέφτεται διάφορα. Του έφερνε αυτό βαθιά ειρήνη και
κρατούσε κλειστές τις επικίνδυνες πόρτες της ψυχής του.
Έτσι
βυθισμένος στη γαλήνη του δεν κατάλαβε
αμέσως αυτό που άλλαξε γύρω του. Κάποια στιγμή όμως το ένιωσε και τότε τέντωσε
τις αισθήσεις του για να καταλάβει τι είχε συμβεί.
Όλα
είχαν σιωπήσει. Κάτι
παγερό είχε επέμβει εδώ και τα είχε ακινητοποιήσει όλα. Για άλλη μια φορά
ένιωσε πως ο χρόνος είχε σταθεί και περίμενε να δει κάτι που ερχόταν. Η παγωνιά σαν σκιά άγγιξε το κορμί του και μπήκε μέσα του εισχωρώντας ως το τελευταίο του κύτταρο. Ο Χάρτμουτ έσφιξε τα δόντια του που ήταν έτοιμα να κροταλίσουν.
Ύστερα
είδε τη σκιά που βγήκε από μέσα του και ξάπλωσε δίπλα του στο χώμα παίρνοντας
τη μορφή που αναγνώριζε ο Χάρτμουτ.
-Κοίταξε
τα αστέρια, Χάρτμουτ, είπε ο Κρον παρατηρώντας τον ουρανό ρεμβαστικά, σχεδόν στοχαστικά. Κανείς δεν
υπάρχει εκεί πάνω που να διευθύνει τα Πράγματα. Κανείς δεν πρόκειται ποτέ να
μας μαλώσει για τις αταξίες μας. Δεν είναι ανακουφιστικό αυτό;
Και
άφησε ένα κοφτό γελάκι.
Ο
Χάρτμουτ σκέφτηκε λίγο και μετά είπε:
-Ναι,
είναι ανακουφιστικό.
-Όμως,
συνέχισε ο Κρον, εδώ κάτω υπάρχω εγώ και με πειράζει που οι δικοί μου άνθρωποι
με προδίδουν.
-Δεν
είμαι δικός σου άνθρωπος, είπε ο Χάρτμουτ.
Ο Κρον
άφησε πάλι ένα κοφτό γελάκι:
-Έτσι
είπε κάποτε και κάποιος άλλος και ξέρεις τι του έκανα. Τον σταύρωσα.
-Ξέρω
πολλούς που έχουν πάθει χειρότερα, είπε ψύχραιμα ο Χάρτμουτ, χωρίς να γυρίσει
να τον κοιτάξει.
-Εν
τάξει, είπε ο Κρον και ανασηκώθηκε από το χώμα γυρίζοντας προς το μέρος του,
είσαι ανίκανος να κάνεις φόνο. Αυτή τη φορά θα σου ζητήσω κάτι πολύ πιο εύκολο.
Θα κάνεις μια απλή ληστεία.
-Ποιον
θέλεις να ληστέψω; ρώτησε ο Χάρτμουτ κοιτάζοντας πάντα τους μπερδεμένους
αστερισμούς στον ουρανό.
-Είναι
ένας γέρος που ζει στο λιμάνι, πάνω από το μπαρ « Λούνα». Για μια μόνο νύχτα,
την αυριανή, θα έχει στο σπίτι του μια μικρή περιουσία. Θα πας και θα του την
αφαιρέσεις.
-Και
τι μου αντιπροσφέρεις; ρώτησε ο Χάρτμουτ.
-Η
περιουσία θα γίνει δική σου. Θα επιστρέψεις στον κόσμο και θα χαρείς όλες τις
ηδονές του. Θα μπορείς να εξαγοράζεις τα πάντα, επομένως δεν θα φοβάσαι τίποτα.
Πολλές γυναίκες θα είναι πρόθυμες να μοιραστούν μαζί σου το κρεβάτι τους. Η
τύχη θα είναι με το μέρος σου και θα πολλαπλασιάσεις τον πλούτο σου παίζοντας
στα καζίνα όλου του κόσμου. Θα πεθάνεις βαθύπλουτος και σε βαθιά γεράματα. Τι
άλλο μπορεί να επιθυμήσει ένας θνητός σ’ αυτόν τον κόσμο;
-Τι
άλλο, αλήθεια; επανέλαβε ο Χάρτμουτ και
δεν ήταν σαφές, αν το εννοούσε ή αν ειρωνευόταν το συνομιλητή του.
Έπειτα
ρώτησε:
-Και
τι θ’ απογίνει ο γέρος;
-Τι σε
νοιάζει; Πάντως θα ζήσει, όσα χρόνια του απομένουν.
-Όχι,
είπε τότε ο Χάρτμουτ, δεν με ενδιαφέρουν οι ηδονές σου. Δεν επιστρέφω στον
κόσμο σου.
Και
χωρίς να δώσει άλλη ευκαιρία στο συνομιλητή του τινάχτηκε όρθιος και τον
κοίταξε από ψηλά:
-Άφησέ
με ήσυχο, Κρον. Δεν είμαι δικός σου.
Και
προχώρησε με μεγάλες δρασκελιές προς την καλύβα του.
Αλλά ο
Κρον δεν είχε ακόμα τελειώσει μαζί του. Γι' αυτό, όταν ο Χάρτμουτ μπήκε μέσα,
είδε τη γυναίκα που καθόταν στο σκαμνί με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι σαν να κοιμόταν.
Τα μακριά ξανθά μαλλιά της ήταν χυμένα
μπροστά κρύβοντας το πρόσωπό της και γύρω από αυτήν, μέσα στο σκοτάδι, χυνόταν
ένα βαθύ κόκκινο φως.
Ο
Χάρτμουτ κοντοστάθηκε, ακούμπησε στην πόρτα και κοίταξε θυμωμένος προς την
κοιμισμένη γυναίκα.
-Τι
παιχνίδια μού παίζεις, Κρον; Φύγε από το σπίτι μου πια και μη με πειράζεις,
φώναξε.
Τότε
εκείνη σήκωσε αργά το κεφάλι της και ο Χάρτμουτ είδε το μελανιασμένο της
πρόσωπο, το σκισμένο άνω χείλος της με το ξεραμένο αίμα γύρω του και τα
πρησμένα από τις γροθιές βλέφαρά της. Τα
γόνατά του λύγισαν κι ένας βαθύς πόνος διέτρεξε το κορμί του.
-Ούλρικε! ψιθύρισε, τι θέλεις εδώ;
Η
γυναίκα άνοιξε το πληγιασμένο στόμα της κι άφησε ένα δυνατό, περιπαιχτικό
γέλιο.
-Είσαι
δικός μου, Χάρτμουτ, μην προδίδεις τη φύση σου,
φώναξε ο Κρον μέσα από τη γυναίκα και αμέσως το όραμα διαλύθηκε στον αέρα και χάθηκε.
Ο
Χάρτμουτ έπεσε στα γόνατα χάνοντας όλη του τη δύναμη. Έπειτα λιποθύμησε.
Την επομένη
η ζέστη ξανάρχισε από νωρίς το πρωί και τα πουλιά που είχαν ξεκινήσει δραστήρια
την ημέρα τους γρήγορα κούρνιασαν στα φυλλώματα κι έπεσαν στη σιωπή. Ο
καυτός ήλιος κυριαρχούσε από ψηλά αποξηραίνοντας το τοπίο. Κάτι ακρίδες μόνο
αδιάφορες από την άνοδο της θερμοκρασίας και μάλλον ικανοποιημένες από αυτήν
διέγραφαν από καιρού εις καιρόν
αστραπιαίες καμπύλες στον αέρα
και έδιναν ένα μελαγχολικό τόνο ζωής μέσα στην απόλυτη σιγή.
Ο
Χάρτμουτ ξύπνησε και διαπίστωσε ότι είχε περάσει όλη τη νύχτα στο κατώφλι, ο
μισός μέσα και ο άλλος μισός έξω από την καλύβα. Σύρθηκε με κόπο μέχρι το
ντιβάνι και ξάπλωσε για να συνεχίσει τον
ύπνο του, αλλά το όραμα της προηγούμενης νύχτας ενέσκηψε στο μυαλό του και ο
ύπνος του χάθηκε μεμιάς. Σηκώθηκε
κι έριξε νερό στο κεφάλι του παίρνοντάς το με μια πλαστική σπασμένη λεκάνη από
το βαρέλι που στεκόταν στη γωνία και με την ευκαιρία είδε πως έπρεπε να το
ανανεώσει, γιατί η στάθμη του είχε κατέβει επικίνδυνα. Μετά ψάχνοντας ανάμεσα στις σακούλες που ήταν σωριασμένες δίπλα στο βαρέλι ανακάλυψε ένα ροδάκινο έτοιμο να σαπίσει και το έφαγε φτύνοντας τα σάπια κομμάτια του. Ύστερα ξάπλωσε πάλι με τα μάτια ανοιχτά κοιτάζοντας χωρίς να βλέπει τις μύγες που είχαν ξεκινήσει από ώρα τις καθημερινές τους περιφορές.
Έμεινε
έτσι κάμποση ώρα.
Έπειτα
παίρνοντας την απόφαση που επεξεργαζόταν όλη αυτή την ώρα στο μυαλό του, σηκώθηκε κι έψαξε ανάμεσα στα κουρέλια που είχε στοιβάσει σε μια γωνιά της καλύβας. Ξεχώρισε ένα μπλε
κοτλέ παντελόνι, πολύ ζεστό για την εποχή, αλλά δεν είχε τίποτα καλύτερο, και
το φόρεσε. Το παντελόνι κρεμάστηκε πάνω του άχαρο, καθώς εν τω μεταξύ αυτός
είχε αποστεωθεί στην ερημία του, και επί πλέον είχε μερικούς σκούρους λεκέδες
εδώ κι εκεί που ο Χάρτμουτ τους αγνόησε εντελώς. Βρήκε
επίσης ένα τσαλακωμένο μακό μαύρο μπλουζάκι που μύριζε περίεργα και το φόρεσε
από πάνω. Για παπούτσια δεν είχε πρόβλημα: τα πέδιλά του ήταν σε καλή κατάσταση
σχετικά, εφόσον τα είχε αγοράσει την προηγούμενη χρονιά, όταν τα αθλητικά του
παπούτσια είχαν τρυπήσει από όλες τις μεριές. Έκοψε
τα νύχια του και προσπάθησε με το νερό να τιθασεύσει κάπως τα μαλλιά και τα
γένια του κοιτάζοντας το αρχαϊκό του είδωλο σ’ ένα θαμπό σπασμένο καθρέφτη που
κρεμόταν από μια πρόκα στον τοίχο.
Το όλο
αποτέλεσμα ήταν μάλλον απογοητευτικό: ο Χάρτμουτ εξακολουθούσε να έχει την όψη
ερημίτη, ενός ανθρώπου δηλαδή που δεν είχε καμιά δουλειά να ανακατεύεται με
τους άλλους που ζουν πολύ κοντά μεταξύ τους.
Όταν
ξεκίνησε, ήταν μεσημέρι με τις ακτίνες του ήλιου να πέφτουν κάθετα στον κόσμο
και να τον τσουρουφλίζουν. Το μονοπάτι τον έβγαλε στο χωματόδρομο κι αποκεί
συνέχισε προς τα κάτω μέσα στην απόλυτη σιωπή του τοπίου. Δεν συνάντησε κανένα
στο δρόμο του, εκτός από ένα αγροτικό αμάξι με μερικά πρόβατα στην καρότσα του
που κατηφόριζε προφανώς προς το χασάπη της κωμόπολης.
Φτάνοντας
εκεί ο Χάρτμουτ βρήκε την ίδια ερημιά.
Οι
κάτοικοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους με
τα παραθυρόφυλλα γερτά για να κρατούν τη δροσιά μέσα. Τα καφενεία της
πλατείας ήταν άδεια. Απέναντι από την Τράπεζα, απ’ όπου ο Χάρτμουτ
λάμβανε κάθε μήνα το πενιχρό του έμβασμα, στεκόταν το υπεραστικό λεωφορείο,
άδειο κι αυτό. Το περίπτερο στο πεζοδρόμιο ήταν κλειστό. Από την πίσω μεριά που είχε ίσκιο δυο
μεσόκοποι άνδρες με προτεταμένες κοιλιές
κάθονταν σε δυο καρέκλες και κάπνιζαν αποβλακωμένοι από τη ζέστη.
-Πότε
φεύγει το λεωφορείο; ρώτησε ο Χάρτμουτ.
Αυτοί
τον κοίταξαν σαν να έβλεπαν φάντασμα.
-Σε
μισή ώρα, είπε ο ένας, που θα ήταν ο οδηγός.
Ο
Χάρτμουτ έψαξε να βρει ένα σκιερό μέρος για να περιμένει. Τελικά βολεύτηκε κάτω
από το φύλλωμα μιας συκιάς στο παραδίπλα χωράφι.
Το
μπαρ «Λούνα» βρισκόταν στη δεξιά μεριά
του λιμανιού, χωμένο μέσα στα μεσαιωνικά δαιδαλώδη στενάκια που μετά από μια
εγκατάλειψη δεκαετιών είχαν ξαναβρεί τη δικαίωσή τους από τα λεφούσια των
τουριστών που κατέκλυζαν κάθε καλοκαίρι τον τόπο.
Η
μπόχα από τους απαρχαιωμένους υπονόμους απλωνόταν πνιγηρή μέσα σ’ αυτές τις
στενάχωρες γειτονιές που από μπορντέλα και κατοικίες φτωχών
μεροκαματιάρηδων είχαν μεταβληθεί σε μοντέρνα μπαρ και ρεστοράν με εξεζητημένη διακόσμηση και
δυνατή αμερικάνικη μουσική. Διάφοροι
περιθωριακοί, ντόπιοι και ξένοι, είχαν μαζευτεί εδώ, όπως οι πεταλούδες στο
φως, είχαν εγκατασταθεί στα μεσαιωνικά κτίρια πάνω από τα μπαρ, σε δωμάτια
γεμάτα υγρασία και κατσαρίδες, χωρίς την παραμικρή άνεση, και υποδύονταν τους καλλιτέχνες και τους
διανοούμενους, ένα είδος μποέμ της επαρχίας.
Ο
Χάρτμουτ είχε ζήσει εδώ ένα φεγγάρι, πριν υποκύψει στην αδήριτη ανάγκη του να
καταφύγει στα βουνά, και ήξερε τα κατατόπια. Το μπαρ «Λούνα» το ξετρύπωσε εύκολα. Ήταν
ακόμα νωρίς και δεν είχε ανοίξει, αλλά το καφέ απέναντι λειτουργούσε και ο
Χάρτμουτ κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι από τα δυο τρία που είχαν τοποθετηθεί στο
σοκάκι κάνοντας προβληματική τη διέλευση των πεζών.
Το
κτίριο που στέγαζε το μπαρ ήταν διώροφο,
βαμμένο σε χρώμα ροζ με καφέ παραθυρόφυλλα. Πάνω από το μπαρ θα ήταν προφανώς
το σπίτι του γέρου. Τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά και καμιά ζωή δεν
φαινόταν να υπάρχει εκεί μέσα.
Ο
Χάρτμουτ ήπιε τον καφέ του περιμένοντας υπομονετικά. Μέσα
από το μαγαζί ερχόταν δυνατή μουσική και φωνές που προσπαθούσαν να την
επικαλύψουν και να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Κάποια στιγμή δυο νεαρές κοπέλες
με ημίγυμνο ντύσιμο βγήκαν έξω και ανηφόρισαν προς την πόλη. Ο
Χάρτμουτ διαπίστωσε με ευχαρίστηση ότι κανείς δεν έδινε σημασία στη βιβλική του
εμφάνιση, μια και εδώ κυκλοφορούσαν πολλοί παρόμοιοι και ο κόσμος είχε
εξοικειωθεί με την εικόνα τους.
Μια
συντροφιά τουριστών πέρασε από μπροστά του φλυαρώντας στη γλώσσα της πατρίδας
του. Μετά πέρασαν κι άλλοι, ξεροψημένοι από τον καυτό ήλιο του Νότου, κρατώντας χάρτες και σχεδιαγράμματα στα χέρια τους. Πίσω
απ’ αυτούς ακολουθούσε κάποιος που ο Χάρτμουτ παραλίγο να μην προσέξει, καθώς
φαινόταν να είναι ένας από το γκρουπ. Οι άλλοι προσπέρασαν, όμως αυτός που
ερχόταν τελευταίος, ξέκοψε και
κατευθύνθηκε προς την παλαιική πόρτα που βρισκόταν δίπλα στην πόρτα του μπαρ.
Ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με αραιά άσπρα μαλλιά που κρατούσε στο χέρι του
μια τσάντα, από αυτές με τις οποίες περιφέρονται οι πλασιέ. Με το άλλο χέρι
ξεκλείδωσε, μπήκε μέσα και ξανάκλεισε.
Ο
Χάρτμουτ παρακολούθησε τη διαδικασία με εξημμένο ενδιαφέρον. Σε λίγο τα δυο παράθυρα του
ορόφου άνοιξαν και μια λεπτή δαντελωτή κουρτίνα σύρθηκε μπροστά στο άνοιγμα.
Ο
ήλιος μόλις είχε δύσει χαρίζοντας στους τουρίστες που έκαναν σουλάτσο κάτω στο
λιμάνι εικόνες μιας υπέροχης χρωματικής συμφωνίας.
Ο
Χάρτμουτ πλήρωσε τον καφέ του και σηκώθηκε.
Εύκολες
αποστολές, σκεφτόταν το άλλο πρωί, καθώς το λεωφορείο τον έφερνε
πίσω στην
κωμόπολη. Νύσταζε φοβερά, μια και είχε μείνει άυπνος όλη τη νύχτα και η ζέστη της νέας μέρας παρέλυε τα μέλη του. Οι στροφές του δρόμου έφερναν τον ήλιο πότε από τη μια και πότε από την άλλη μεριά του λεωφορείου τυφλώνοντάς τον κάθε φορά που το φως έπεφτε πάνω του.
κωμόπολη. Νύσταζε φοβερά, μια και είχε μείνει άυπνος όλη τη νύχτα και η ζέστη της νέας μέρας παρέλυε τα μέλη του. Οι στροφές του δρόμου έφερναν τον ήλιο πότε από τη μια και πότε από την άλλη μεριά του λεωφορείου τυφλώνοντάς τον κάθε φορά που το φως έπεφτε πάνω του.
Οι
επιβάτες ήταν ελάχιστοι και τα περισσότερα καθίσματα άδεια. Ίσως θα ήταν
καλύτερα να βολευτεί στις πίσω θέσεις και να πάρει έναν υπνάκο, μέχρι να φτάσουν
στο τέρμα. Σηκώθηκε
και πήγε στα πίσω καθίσματα. Ο
βόμβος της μηχανής του αυτοκινήτου τον
νανούριζε και σύντομα βυθίστηκε στον ύπνο.
Η
προηγούμενη νύχτα είχε κυλήσει δύσκολα μέσα στην υγρή ζέστη του λιμανιού. Τα
ρούχα του είχαν κολλήσει πάνω στο κορμί του κι έβραζε ολόκληρος μέσα στο κοτλέ
παντελόνι του. Ο
γέρος απέναντί του δεν φαινόταν να ενοχλείται ιδιαίτερα. Κάποια στιγμή μάλιστα
τον είχε πάρει ο ύπνος πάνω στον καναπέ και ο Χάρτμουτ καθισμένος σε μια
πολυθρόνα που μύριζε έντονα μούχλα μπήκε κι αυτός στον πειρασμό να κλείσει τα
μάτια του.
Από
κάτω ερχόταν η δυνατή αμερικάνικη μουσική του μπαρ «Λούνα» και οι φωνές των
μεθυσμένων νεαρών που μπαινόβγαιναν εκεί μέσα. Ο γέρος είχε προφανώς συνηθίσει
τη φασαρία, γιατί δεν έδινε καμιά σημασία.
Ένα
ανεμιστηράκι τοποθετημένο πάνω στο παλιό ξύλινο τραπέζι στη μέση του δωματίου
υποτίθεται ότι τους δρόσιζε. Η
τσάντα με το πολύτιμο περιεχόμενο ήταν αφημένη στον καναπέ, δίπλα στο γέρο.
Για να
διώξει τη νύστα του ο Χάρτμουτ σηκώθηκε από την πολυθρόνα κι έκοψε μερικές
βόλτες μέσα στο δωμάτιο. Το πάτωμα έτριξε απαίσια και ο γέρος τινάχτηκε μέσα
στον ύπνο του και τον κοίταξε έντρομος.
-Μούδιασα
τόση ώρα ακίνητος, είπε ο Χάρτμουτ.
Το
ίδιο έντρομος τον είχε κοιτάξει το απόγευμα, όταν είχε ανοίξει την πόρτα και
είχε δει το Χάρτμουτ να τον σπρώχνει προς τα μέσα κρατώντας το μαχαίρι με τρόπο
που να μη φαίνεται από τους περαστικούς.
-Δεν
θα σε πειράξω, του είχε πει αλλά ο γέρος
έδειχνε έτοιμος να καταρρεύσει.
Η
πόρτα έκλεισε πίσω τους μαλακά κι ανέβηκαν τη στενή ξύλινη σκάλα, μπροστά ο
γέρος, πίσω αυτός με μοναδική συνοδεία τους τριγμούς που έβγαιναν από τα
ετοιμόρροπα ξύλινα σκαλοπάτια.
Η
περιοχή ήταν γνωστή για τη νυχτερινή της εγκληματικότητα και ο γέρος ίσως είχε
ληστευθεί μερικές φορές στο παρελθόν. Γι' αυτό το μαχαίρι στο χέρι του Χάρτμουτ
τον έκανε υπάκουο, αν και μέχρι να φτάσουν στην κορυφή της σκάλας, αυτός το είχε
εξαφανίσει στην τσέπη του παντελονιού του.
-Τι
θέλεις από μένα; Ρώτησε ο γέρος
ασθμαίνοντας. Δεν έχω τίποτα αξίας να σου δώσω, αν είσαι πρεζάκιας.
-Δεν
είμαι πρεζάκιας και δεν θέλω τίποτα από σένα.
Στο
κεφαλόσκαλο σταμάτησαν και κοιτάχτηκαν με αμφιβολία.
-Ξέρω
τι κουβάλησες απόψε στην τσάντα σου, είπε
ο Χάρτμουτ. Δεν πρόκειται να πάρω ούτε
δεκάρα, δεν είμαι κλέφτης. Θέλω μόνο να μιλήσουμε.
-Πώς
το ξέρεις; ρώτησε ο άλλος ανήσυχος.
Αυτός παρέκαμψε την ερώτηση:
-Θέλω
να μου μιλήσεις για τη ζωή σου, είπε.
Ήταν
συνταξιούχος δάσκαλος και ζούσε από πάντα του σ’ αυτό το σπίτι. Εδώ είχε
γεννηθεί σε εποχές πολύ δύσκολες, χωρίς πατέρα και με μια μητέρα που έπλενε τα
ρούχα των πλουσίων κυριών της πόλης, τότε που ακόμα δεν είχαν εφευρεθεί τα
πλυντήρια. Είχε
κλίση στα γράμματα, γι' αυτό και η μάνα του τον είχε στείλει στην ιερατική σχολή
για να γίνει παπάς. Έμεινε ένα χρόνο εκεί και ξαναγύρισε στο σπίτι του μισώντας
κάθε τι που είχε σχέση με παπάδες.
-Γιατί; ρώτησε ο Χάρτμουτ.
-Αυτό
δεν θα σ'το πω. Πάντως παπάς δεν έγινα. Έγινα όμως δάσκαλος.
Κατά
τα άλλα η ζωή του δεν είχε κανένα ενδιαφέρον. Δούλεψε όλα του τα χρόνια σε
σχολεία της περιοχής, κήδεψε τη μητέρα του με όλες τις καθιερωμένες τιμές, όταν
εκείνη πέθανε σε βαθιά γεράματα, και συνέχισε να ζει στο ίδιο αυτό εδώ κτίριο
που ξαφνικά απέχτησε μεγάλη αξία.
-Άλλαξαν
όλα από κάποια στιγμή κι έπειτα, είπε ο δάσκαλος που το όνομά του ήταν
Χρύσανθος. Ο τόπος πλούτισε με τον τουρισμό και το λιμάνι μεταμορφώθηκε σε
χρυσωρυχείο. Ο κόσμος ζει καλά σήμερα.
Και
αναστέναξε. Ύστερα
τον κοίταξε με ξαφνική ανησυχία:
-Γιατί
σε ενδιαφέρει η ζωή μου; Δεν έχω κάνει τίποτα σημαντικό που να αξίζει.
-Σκέφτομαι,
είπε ο Χάρτμουτ, πως κάπου είναι κρυμμένη η αξία της ζωής σου.
Ο
δάσκαλος χαμογέλασε αβέβαια. Είχε
πια σκοτεινιάσει για τα καλά και οι μουσικές από το δρόμο κάτω είχαν αρχίσει να
δυναμώνουν. Ο δάσκαλος άναψε τα φώτα.
-Κι
εσύ ποιος είσαι; τον ρώτησε δείχνοντας τώρα να έχει χαλαρώσει αρκετά από την
αρχική του ανησυχία.
-Με
λένε Χάρτμουτ Λιμπέργκερ, συστήθηκε αυτός.
-Είσαι συγγραφέας;
Ο Χάρτμουτ έκανε όχι με το
κεφάλι.
Ο άλλος έδειξε να
απογοητεύεται.
-Υπάρχουν αρκετοί από τα μέρη
σας που ενδιαφέρονται για τον τόπο και
ζητούν να μάθουν λεπτομέρειες. Ιδίως τους αρέσει να μαθαίνουν για τα παλιά
χρόνια. Έχει μεγάλη ιστορία αυτή εδώ η πόλη.
-Δεν παντρεύτηκες; ρώτησε ο
Χάρτμουτ γυρίζοντας στο θέμα που τον ενδιέφερε.
Ο άλλος έκανε μια απολογητική
χειρονομία:
-Δεν τα κατάφερνα καλά με τις
γυναίκες. Ύστερα είχα και τη μητέρα μου
που έπρεπε να φροντίζω.
Σταμάτησε λίγο και μετά
ξαναρώτησε:
-Γιατί σε ενδιαφέρει η ζωή μου;
Ο Χάρτμουτ σκέφτηκε ότι ο ρόλος
του μυστήριου άγνωστου που κάνει προσωπικές ερωτήσεις δεν του πήγαινε καθόλου.
-Για
να είμαι ειλικρινής, ναι, είμαι συγγραφέας, είπε. Γράφω για τους απλούς
ανθρώπους αυτού του τόπου και μου αρέσει πολύ να μου διηγούνται ιστορίες από το
παρελθόν.
Ο
άλλος έδειξε να χαίρεται εξαιρετικά με αυτή την απάντηση.
-Έχω
άπειρες ιστορίες να σου διηγηθώ, είπε πρόθυμα.
Μπορεί να μην έφυγα ποτέ από την πόλη μου, αλλά η ίδια η πόλη μου έχει
περάσει από πολλές καταστάσεις. Τις έχω ζήσει όλες.
-Εν
τάξει. Έχουμε καιρό να μιλήσουμε γι' αυτές. Τώρα πες μου για τα
χρήματα.
Ο
δάσκαλος επανήλθε στην πραγματικότητα αμέσως.
-Πώς
ξέρεις γι αυτά;
-Η
πόλη είναι μικρή, είπε ο Χάρτμουτ διφορούμενα. Τίποτα δεν μένει κρυφό.
-Αν
ήρθες να με ληστέψεις, θα κάνεις μεγάλη αμαρτία, είπε ο γέρος κι έριξε τη ματιά
του στην τσάντα που ήταν αφημένη στον καναπέ. Τα χρήματα δεν είναι δικά μου.
-Δεν
έχω τέτοιο σκοπό. Τίνος είναι τα χρήματα;
Τα
χρήματα ήταν προϊόν εράνων από ολόκληρο το νομό.
-Δεν
έχεις ακούσει για την Οργάνωση Άμεσης Βοήθειας; είπε ο δάσκαλος. Όταν συμβεί
μια καταστροφή στον κόσμο, ένας σεισμός, ένας πόλεμος, μια σιτοδεία, πλημμύρες,
ξηρασίες, η Οργάνωσή μας είναι η πρώτη που σπεύδει να βοηθήσει. Κρατά
στη ζωή τους ζωντανούς, μέχρι να κινητοποιηθούν οι άλλοι οργανισμοί που όσο
να' ναι χρειάζονται κάποιες μέρες ή και βδομάδες καμιά φορά μέχρι να φτάσουν στον
τόπο της καταστροφής. Όταν καταφθάσουν οι άλλοι, εμείς αποχωρούμε. Δίνουμε τις
πρώτες βοήθειες δηλαδή.
-Ναι,
είπε ο Χάρτμουτ, τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω.
Δυστυχώς
ο έρανος είχε συμπέσει με την απεργία των τραπεζικών υπαλλήλων και ο δάσκαλος
μαζί με τα άλλα δύο μέλη της Οργάνωσης που περιόδευσαν στο νομό ήταν
υποχρεωμένοι να κρατούν πάνω τους όλα τα χρήματα.
-Αύριο
επιτέλους οι Τράπεζες θα λειτουργήσουν και θα καταθέσουμε το ποσόν, είπε ο
δάσκαλος.
Πολύ
παρακινδυνευμένο, σκέφτηκε ο Χάρτμουτ.
-Δεν
μπορούσε να κρατήσει τα χρήματα κανείς
άλλος;
-Τα
άλλα δύο μέλη είναι γυναίκες και φοβούνται περισσότερο από μένα, απάντησε ο
γέρος.
-Ωραία,
είπε ο Χάρτμουτ παίρνοντας εκείνη τη στιγμή την απόφασή του.
Έβγαλε
το μαχαίρι από την τσέπη του και το ακούμπησε στο τραπέζι σπρώχνοντάς το προς
το μέρος του δασκάλου:
-Δεν
είχα βέβαια σκοπό να σε πειράξω. Τι θα 'λεγες να αρχίσουμε αυτές τις ιστορίες σου
για την πόλη; Έτσι θα περάσει ευχάριστα η νύχτα και το πρωί θα πάμε μαζί να
καταθέσουμε τα χρήματα.
Ο
άλλος τον κοίταξε δύσπιστα:
-Γιατί
το κάνεις αυτό;
Ο
Χάρτμουτ αναγκάστηκε να πει ένα ακόμα ψέμα για να γίνει πιστευτός:
-Κάποιοι
σχεδιάζουν απόψε να σε ληστέψουν. Δεν θα το κουνήσω αποδώ.
Οι
ιστορίες της πόλης ιδωμένες μέσα από τα μάτια του δασκάλου δεν συγκίνησαν
ιδιαίτερα το Χάρτμουτ. Εξάλλου αυτός δεν ήταν συγγραφέας, ήταν ερημίτης που
αναγκάστηκε να ξαναμπεί στον κόσμο για λίγο και το μόνο που ήθελε ήταν να
ξημερώσει, να τελειώνει με το γέρο και να γυρίσει στην καλύβα του.
Ο
δάσκαλος, είτε γιατί είχε ξεπεράσει τις αναστολές του και είχε εκτιμήσει τη γενναία απόφαση του Χάρτμουτ να γίνει ο
σωματοφύλακάς του για μια νύχτα είτε γιατί ήθελε να διώξει το φόβο του, άρχισε να φλυαρεί ακατάπαυστα αναφερόμενος
κυρίως στους τοπικούς ήρωες και ανακατεύοντας τις προσωπικές του περιπέτειες με
αυτές της ιστορικής του πόλης.
Αργότερα
έφερε από την κουζίνα ένα δίσκο που περιείχε τυρί, ντομάτες κομμένες στα
τέσσερα και μια καράφα κόκκινο κρασί.
Από
το δρόμο η φασαρία , φωνές ανθρώπων και μουσικές, δυνάμωνε ολοένα, όσο
περνούσαν οι ώρες, και τα πρώτα κουνούπια έκαναν την εμφάνισή τους τσιμπώντας
το Χάρτμουτ και το δάσκαλο με θρασύτητα. Η ζέστη ανακατεμένη με τη μπόχα του λιμανιού έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική.
Ο
Χάρτμουτ ένιωσε κάποια στιγμή να ζαλίζεται. Ίσως έφταιγε και το κρασί που ο
δάσκαλος με περηφάνια του το σύστησε ως παλιό και αγνό, από ένα χωριό εκεί
γύρω. Η
επιθυμία του να κλείσει τα μάτια και να κοιμηθεί ήταν έντονη, αλλά κάτι τέτοιο
δεν θα το επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του.
Ο
δάσκαλος καθισμένος στον καναπέ, πολύ κοντά στην πολύτιμη τσάντα του, συνέχισε
για αρκετή ώρα ακόμα την αφήγησή του και κάποια στιγμή κουρασμένος από τις
αναμνήσεις του έγειρε στο πλάι και αποκοιμήθηκε. Ο
Χάρτμουτ σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα
για να διώξει τη νύστα του. Το πάτωμα έτριξε και ο γέρος τινάχτηκε
έντρομος επάνω.
-Μούδιασα
τόση ώρα ακίνητος, δικαιολογήθηκε αυτός.
Οι
ώρες μέχρι το ξημέρωμα πέρασαν δύσκολα,
χωρίς να γίνεται τίποτα. Από
κάτω η φασαρία συνεχιζόταν.
Αργά
πια, αφού η νέα μέρα είχε από ώρα ξεκινήσει, ο δρόμος ησύχασε.
Έξω
από την Τράπεζα, όταν πια τα χρήματα
ήταν ασφαλή στα ταμεία της, ο δάσκαλος αφήνοντας κατά μέρος το απλοϊκό του ύφος, ρώτησε:
-Ποιος
σε έστειλε, Χάρτμουτ;
Και
τα μάτια του τον περιεργάστηκαν με σοβαρότητα.
-Πρώτη
φορά λέει κάποιος σωστά το όνομά μου, χαμογέλασε αυτός.
-Ποιος
σε έστειλε; επέμεινε ο άλλος.
-Αν
σ'το πω, δεν θα το πιστέψεις. Να προσέχεις. Οι καιροί είναι
πονηροί, συμπλήρωσε, καθώς απομακρυνόταν με κατεύθυνση την αφετηρία των
υπεραστικών λεωφορείων.
Ο
γέρος έμεινε στην ίδια θέση παρατηρώντας τον.
Το βλέμμα του είχε γίνει βαθύ και στοχαστικό.
Και
αυτός, όπως και η Μαρία, κυοφορούσε εδώ και χρόνια το μελλοντικό αντίπαλο του
Κρον, σκέφτηκε ο Χάρτμουτ, καθώς
ανέβαινε στο υπεραστικό λεωφορείο που θα τον έφερνε πίσω.
Στην
καλύβα του έφτασε το μεσημέρι. Μπήκε
μέσα εξαντλημένος από την αϋπνία και την ανάβαση κάτω από τον ανελέητο ήλιο και
πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι του. Κοιμήθηκε
ως αργά το απόγευμα.
3
Η
ψευδαίσθηση είναι μέρος της πραγματικότητας, του είχε πει ο Κρον και ο Χάρτμουτ
δεν ήταν πια σίγουρος για τίποτα.
Είχε
πράγματι συναντήσει το συνταξιούχο δάσκαλο με το εξωτικό όνομα Χρύσανθος σ’ ένα
παλιό σπίτι στο λιμάνι και είχε μείνει μαζί του μια ολόκληρη νύχτα
προστατεύοντας την τσάντα με τα χρήματα;
Υπήρχε
το απομονωμένο σπίτι της Μαρίας έξω από την κωμόπολη και την είχε πράγματι
επισκεφθεί;
Ο Κρον
ήταν υπαρκτός, δηλαδή πλάσμα του κόσμου έξω από τον Χάρτμουτ και τη συνείδησή
του; Κι αν
δεν ήταν έτσι και ο Κρον έβγαινε από το κεφάλι του, αυτό τον έκανε λιγότερο
υπαρκτό; Αν η Μαρία και ο γέρος δεν υπήρχαν έξω στον
κόσμο, αλλά υπήρχαν μόνο στο μυαλό του, αυτό τους έκανε λιγότερο υπαρκτούς;
Υπήρχαν
χιλιάδες, εκατομμύρια πρόσωπα που θα μπορούσαν να είναι Μαρίες και συνταξιούχοι
δάσκαλοι. Αυτό τους έδινε επομένως το δικαίωμα να διεκδικήσουν και την ατομική
τους ύπαρξη: δεν ήταν τίποτα πρωτότυπο.
Ωστόσο
υπήρχε μια εσωτερική σύνδεση ανάμεσα στη δική του Μαρία και το δικό του
δάσκαλο, μια σύνδεση που ο Κρον γνώριζε καλά και ήθελε να καταστρέψει.
Όσο ο
Χάρτμουτ αρνιόταν να συναλλαγεί με τον Κρον, αυτός θα ερχόταν και θα ξαναρχόταν
και θα του υποδείκνυε πρόσωπα άγνωστα μεταξύ τους που όμως ενώνονταν
με αυτή την εσωτερική σύνδεση.
Μια
οργάνωση μυστική, τόσο μυστική που τα περισσότερα μέλη της δεν γνωρίζονταν
μεταξύ τους, εξαπλωνόταν στον κόσμο, μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει σε
εποχές πολύ μακρινές και προχωρούσε με αυξανόμενη επιτάχυνση, όσο περνούσε ο
καιρός, απειλούσε τη βασιλεία του Κρον.
Ο
ίδιος ο Χάρτμουτ δεν μπορούσε να γίνει μέλος της. Η δική του μοίρα ήταν η
ερημία. Με κατεστραμμένη την εσωτερική του δομή, ανίκανος επομένως να τα βάλει
με τον κόσμο, είχε επιλέξει την οδό της εξορίας. Ο Κρον
τον θεωρούσε δικό του. Αλλά
δεν ήταν πια. Είχε
πάψει από καιρό να τον υπηρετεί.
Το
καλοκαίρι πέρασε και μαζί μ’ αυτό πέρασαν και οι καύσωνες. Τα
χρώματα του κόσμου άρχισαν να χάνουν σε λάμψη και να κερδίζουν σε
διακριτικότητα. Έπεσαν οι πρώτες βροχές. Η φύση
ξαπλώθηκε νωχελικά γύρω από την καλύβα του Χάρτμουτ και του έστειλε το βλέμμα της, γεμάτο από γλυκιά
μελαγχολία, σαν γυναίκα που θέλει να
αγαπιέται από μακριά.
Το
ήρεμο φθινόπωρο της νοτιότατης Ευρώπης έφερε πάλι στην καρδιά του Χάρτμουτ την
ειρήνη.
Οι
ταραγμένες σκέψεις του κατακάθισαν και ξεκίνησε τους μοναχικούς του περιπάτους
ακολουθώντας τα μονοπάτια των βοσκών. Κάθε φορά που επέστρεφε στην καλύβα του,
κουβαλούσε και μια αγκαλιά ξύλα που άλλα τα στοίβαζε στις γωνιές κι άλλα έξω
κατά μήκος της ξερολιθιάς που κάποιοι κάποτε είχαν φτιάξει, άγνωστο για ποιο
λόγο ακριβώς. Οι
αναγκαστικές του διεισδύσεις στον κόσμο, η Μαρία, ο δάσκαλος, έγιναν μακρινές
αναμνήσεις με έντονη τάση να αρχειοθετηθούν στο χώρο της φαντασίας του. Δεν
έκανε τον κόπο να συγκρατήσει αυτή τη μεταβολή.
Ο
χειμώνας τού έφερε ένα συγκάτοικο. Κυνηγημένο
ποιος ξέρει από ποιο επικίνδυνο περιβάλλον ένα
γκρίζο ποντίκι δήλωσε την παρουσία του αρχές του χειμώνα, όταν έξω ο
κόσμος άρχιζε σιγά-σιγά να παγώνει.
Ο
Χάρτμουτ δέχτηκε με ευχαρίστηση το νεοφερμένο και άφηνε κάθε βράδυ δίπλα στο
βαρέλι ένα κομμάτι ψωμί ή ένα μικρό παξιμάδι. Το τραγάνισμα που άκουγε κατόπιν,
όταν αυτός είχε ξαπλώσει και είχε σβήσει τη λάμπα, του έδινε την ψευδαίσθηση
ότι το σπίτι του είχε μια υποτυπώδη ζωή.
-Θα σε
ονομάσω Τσίκο, του είπε ένα βράδυ, καθώς το είδε να περνά τρέχοντας ξυστά από
τον απέναντι τοίχο και να χάνεται μέσα στις παλιές εφημερίδες που βρίσκονταν
στη βάση του βαρελιού.
Ο
Τσίκο δεν έμαθε ποτέ ότι είχε αποχτήσει όνομα, ότι δηλαδή δεν ήταν πια μια
ανακυκλούμενη ζωική ύλη αλλά μια οντότητα με καθορισμένα περιγράμματα,
αναγνωρίσιμη από την ανθρώπινη συνείδηση. Ωστόσο ξεθάρρεψε με τον καιρό αρκετά και δεν
έτρεχε ιλιγγιωδώς κάθε φορά που χρειαζόταν να διασχίσει μια απόσταση μέσα στην
καλύβα.
Τα
πρώτα χιόνια έπεσαν στα βουνά. Το
κρύο δυνάμωσε, αν και στην πλαγιά που ήταν σκαρφαλωμένη η καλύβα του Χάρτμουτ,
δεν έπιανε χιόνι παρά πολύ σπάνια.
Φέτος
όμως ο χειμώνας αποδείχθηκε βαρύς και ένα πρωί ο Χάρτμουτ, όταν σηκώθηκε από το
κρεβάτι του, είδε έξω τον κόσμο κατάλευκο.
Οι
περιπλανήσεις του διακόπηκαν για αρκετές μέρες και ο καιρός του περνούσε
σκαλίζοντας τη φωτιά στο τζάκι και κουβεντιάζοντας με τον Τσίκο που τώρα
τελευταία έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον στα λεγόμενά του. Η καλύβα ήταν δύσκολο βέβαια να ζεσταθεί με τόσα ανοίγματα που διέθετε, αλλά, αν καθόταν πολύ κοντά στη φωτιά, τότε η κατάσταση ήταν υποφερτή.
Ένα
τέτοιο παγωμένο βράδυ με το Χάρτμουτ να κάθεται στο τζάκι έχοντας γυρισμένη
την πλάτη του στο υπόλοιπο δωμάτιο και μιλώντας στο σύντροφό του Τσίκο που τον
άκουγε να χαρχαλεύει στο βάθος, ο Κρον έκανε την τρίτη του επίσκεψη.
Ο
Χάρτμουτ το κατάλαβε από τη μυρωδιά. Ένα
βαρύ λιγωτικό άρωμα πλανήθηκε στον αέρα κι εκείνος σήκωσε απορημένος το κεφάλι
και άνοιξε τα ρουθούνια του, όπως το ζώο που οσμίζεται μακρινό κίνδυνο.
Ύστερα
γύρισε απότομα το κεφάλι του και κοίταξε πίσω του.
-Καλησπέρα,
Χάρτμουτ.
Ο Κρον
καθόταν μεγαλόπρεπος, όπως ταιριάζει σε βασιλέα, σ’ ένα ψηλό κάθισμα που ο
Χάρτμουτ δεν μπορούσε να διακρίνει καθώς το κάλυπταν τα βαρύτιμα φορέματά
του σε πορφυρό και χρυσαφί χρώμα.
Τα
μαύρα μαλλιά του δεμένα πίσω σε περίτεχνη κόμμωση με βοστρύχους να πέφτουν
δεξιά και αριστερά γυάλιζαν από στρώματα
αλοιφής. Ένα χρυσό σκουλαρίκι στολισμένο με γαλάζιες πέτρες κρεμόταν από το
αριστερό του αυτί. Τα χείλη του ήταν περασμένα με κόκκινο χρώμα και το δέρμα
του ήταν κατάλευκο από στρώσεις πούδρας. Του
χαμογελούσε μ’ ένα άκαιρο χαμόγελο θριάμβου.
Ο
Χάρτμουτ δεν έκανε τον κόπο να σηκωθεί από το σκαμνί του. Το γύρισε μόνο προς
τη μεριά του και τον κοίταξε καλά-καλά.
-Πάλι
εσύ; του είπε ενοχλημένος.
Ο Κρον
αγνόησε την αγενή υποδοχή.
-Κάνει
παγωνιά εδώ μέσα, είπε κοιτάζοντας γύρω του κάπως ακατάδεχτα. Και ο χειμώνας
προβλέπεται μακρύς φέτος.
-Έτσι
λες; είπε ο Χάρτμουτ παρατηρώντας την εξεζητημένη εμφάνιση του άλλου. Αλήθεια, γιατί μασκαρεύτηκες έτσι;
Ο Κρον
έγειρε ελαφρά το κεφάλι του προς τα πλάγια και του έστειλε ένα αιχμηρό γαλάζιο
βλέμμα. Ύστερα άπλωσε το χέρι προς το
μέρος του, ένα εξαιρετικά μακρύ χέρι που έφτασε ως τη μύτη του Χάρτμουτ:
-Είσαι
άραγε τόσο ατρόμητος, όσο δείχνεις;
Από τα
στενόμακρα δάχτυλά του, φορτωμένα βαριά δαχτυλίδια, ξεφύτρωσαν πέντε τεράστια
γαμψά νύχια σε μπλάβο χρώμα. Ο
Χάρτμουτ κατάπιε με δυσκολία το σάλιο του. Έπειτα
με μια αστραπιαία κίνηση αυτό το μακρύ χέρι έφτασε ως τη βάση του βαρελιού και
επανήλθε μπροστά στο πρόσωπο του Χάρτμουτ. Ο Τσίκο καρφωμένος από τα γαμψά
νύχια άφηνε ψιλές κραυγές αγωνίας και τίναζε το γκρίζο κορμάκι του απελπισμένα.
Ο
Χάρτμουτ ένιωσε να σκίζονται τα σωθικά του από τον πόνο.
-Άσε
κάτω το ποντίκι, είπε ξέπνοα, και λέγε τι θέλεις.
Ο Κρον
ξανάφερε το χέρι του σε φυσικές διαστάσεις.
Με την
άκρη του ματιού του ο Χάρτμουτ είδε τον Τσίκο να τραγανίζει αμέριμνος το
παξιμάδι του.
-Θέλω
να γυρίσεις στον κόσμο μου, είπε ήσυχα ο Κρον.
-Τι
πρέπει αυτή τη φορά να κάνω;
-Τίποτα.
Δεν σου ζητώ κανένα αντάλλαγμα. Μου αρκεί να γυρίσεις πίσω.
-Είμαι
σαράντα έξι χρονών, είπε ο Χάρτμουτ, δεν ξέρω να κάνω καμιά δουλειά και δεν έχω
κανένα φίλο. Αν γυρίσω στον κόσμο σου, θα διαλυθώ μια ώρα αρχύτερα.
Ο Κρον
είπε:
-Σου
υπόσχομαι ότι οι πόρτες του κόσμου θα ανοίξουν για σένα, τη στιγμή που θα
αποφασίσεις να επιστρέψεις. Θα βρεις δουλειά, θα κάνεις οικογένεια και θα
ζήσεις καλά μέχρι το τέλος του βίου σου. Η Μαρία σε περιμένει ακόμα.
-Ναι,
είπε ο Χάρτμουτ, το φαντάζομαι αυτό.
Σηκώθηκε
κι έφερε την κανάτα με το κρασί.
-Θα
καταδεχτείς να πιεις ένα ποτηράκι μαζί μου;
Ο Κρον
χαμογέλασε δείχνοντας τα λευκά του δόντια που στο Χάρτμουτ φάνηκαν αυτή τη
φορά ότι ήταν μια ιδέα μυτερά. Πάνω
στο τραπέζι υλοποιήθηκαν δυο χρυσές κούπες με πολύτιμα πετράδια κολλημένα στην
επιφάνειά τους.
-Θα
πιούμε από το κρασί σου, αλλά ας το πιούμε με βασιλικό τρόπο, είπε.
Ο
Χάρτμουτ έβαλε στη μια κούπα κρασί και μετά πήρε το ποτήρι του από το τζάκι.
-Εγώ
θα πιω από το ποτήρι μου, είπε.
-Στην
υγειά σου λοιπόν, Χάρτμουτ, είπε ο Κρον σηκώνοντας ψηλά την κούπα του.
-Εις
υγείαν, απάντησε αυτός και ρούφηξαν το κρασί ως τον πάτο.
Ο
Χάρτμουτ ξανακάθισε στο σκαμνί του.
-Λέγαμε
λοιπόν για τη Μαρία, είπε ο Κρον.
-Ναι,
γι αυτήν λέγαμε, επανέλαβε ο Χάρτμουτ σκύβοντας το κεφάλι και κοιτάζοντας το
πατημένο χώμα της καλύβας του. Όπως ξέρεις, Κρον, δεν είμαι πια δικός σου. Έχω
ορκιστεί να μην ξαναπλησιάσω γυναίκα.
-Θυμήσου
την απέραντη ηδονή, Χάρτμουτ, είπε ο Κρον και η φωνή του τώρα είχε γίνει γλυκιά
και μαλακή σαν γυναικεία, θυμήσου την
έκσταση και τη μέθη της. Θυμήσου τις ατέλειωτες ώρες πάνω από το σώμα της
Ούλρικε. Κανείς ποτέ δεν θα τολμήσει να σε ενοχλήσει, γιατί θα σε προστατεύω
εγώ. Η Μαρία θα τα υπομείνει όλα. Σ'το υπόσχομαι.
Ο
Χάρτμουτ έσκυψε ακόμα πιο πολύ στο σκαμνί του κι έσφιξε τα χέρια γύρω από το σώμα του, σαν να ήθελε να τα
δέσει με αόρατα δεσμά.
-Δεν
θα ξαναχτυπήσω ποτέ γυναίκα, είπε. Δεν σου ανήκω πια. Άδικα με γυροφέρνεις.
-Ανείπωτη
ηδονή, Χάρτμουτ. Η ανθρώπινη γλώσσα σας δεν έχει τις αντίστοιχες λέξεις για να
την περιγράψει. «Μεσαήμ όλοϊ σεφθεράν»: κάποιοι θα έδιναν και τη ζωή τους ακόμα
για να νιώσουν αυτό που έχεις νιώσει εσύ. Ατέλειωτες ώρες πάνω από το κορμί της
Χέλγκας, της Χάννας, της Ίνγκε, της Έντελγκαρτ. Να ανεβαίνει η ηδονή σου κατακόρυφα και να αρνείσαι
να ενωθείς μαζί τους, να είναι αυτή η φοβερή απόλαυση των ματιών και των
αυτιών σου που θέλεις να την παρατείνεις επ’ άπειρον, η διεστραμμένη ηδονή του
μυαλού σου που οξύνει τις αισθήσεις σου και κρατά το σώμα σου σε άγρια
διέγερση. Ποτέ οι κοινοί άνθρωποι δεν θα νιώσουν αυτό που μπορείς εσύ να
νιώσεις: ατέλειωτες ώρες σε άγρια διέγερση, Χάρτμουτ, και μετά ο βιασμός, η άφατη ηδονή σου, η ολοκλήρωση μέσα στη δική
σου πραγματικότητα. Όλα αυτά μπορεί τώρα να σ'τα δώσει η Μαρία. Στο εγγυώμαι εγώ.
Όσο ο
Κρον περιέγραφε το πάθος του, ο Χάρτμουτ έμενε σκυφτός, τα χέρια του σφιγμένα
γύρω από το σώμα του σαν να ήθελε να το συγκρατήσει να μην πεταχτεί επάνω, τα
μάτια του καρφωμένα στο χώμα, κι όταν τέλειωσε η περιγραφή, πάλι αυτός δεν
έκανε τίποτα, συνέχιζε να κάθεται σ’ αυτή την άβολη στάση για ώρα πολλή,
βουβός, με σκέψεις που κουβαριάζονταν στο μυαλό του κι ένιωθε μέσα του τις
πόρτες του να ανοιγοκλείνουν, δρόμους να ανοίγονται ανάμεσα σε φωτιές, την
ηδονική παραφροσύνη να τα λειαίνει όλα και να τα κάνει εύκολα.
-Τίποτα
δεν απαγορεύεται, συνέχισε ο Κρον με τη γυναικεία φωνή του, γιατί απέναντί μου
δεν υπάρχει κανείς. Αυτό που νομίζεις εσύ κακό και καλό δεν είναι παρά μια
παραλλαγή χρωμάτων: το ένα πράσινο, το άλλο κίτρινο. Δεν έχουν καμιά ηθική διαφορά. Σήκω,
Χάρτμουτ, πήγαινε στη Μαρία. Κανείς δεν πρόκειται να σε δει μέσα στη νύχτα και
το χιόνι.
Ο
Χάρτμουτ γλίστρησε από το σκαμνί κι έπεσε με τα γόνατα στο χώμα. Χωρίς να
σηκώσει το κεφάλι του, κοιτάζοντας τη φωτιά στο τζάκι είπε:
-Υπάρχει εκεί έξω κάποιος που ροκανίζει τη βασιλεία
σου. Δεν είσαι χωρίς αντίπαλο, Κρον.
Άπλωσε
το χέρι του και πήρε το μαχαίρι που είχε ακουμπισμένο στην άκρη του τζακιού.
Ύστερα σηκώθηκε όρθιος και γύρισε προς το μέρος του Κρον.
-Ο
κόσμος τούτος είναι δικός μου, είπε ο Κρον κάνοντας πάλι τη φωνή του ανδρική.
Τα εξαιρετικά μακριά του χέρια κατέβηκαν ως το τραπέζι και ανανέωσαν με κρασί την κούπα του και το ποτήρι του Χάρτμουτ.
Τα εξαιρετικά μακριά του χέρια κατέβηκαν ως το τραπέζι και ανανέωσαν με κρασί την κούπα του και το ποτήρι του Χάρτμουτ.
Ήπιαν
το κρασί κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, χωρίς να παίξουν τα βλέφαρά τους.
-Άσε
κάτω το μαχαίρι, είπε ο Κρον.
Ο
Χαρτμουτ δεν κουνήθηκε.
Ο Κρον
ακούμπησε την κούπα του στο τραπέζι. Ο
Χάρτμουτ άφησε κι αυτός το ποτήρι του απέναντι από την κούπα του Κρον.
-Δεν
υπάρχει θεός εκεί έξω και το ξέρεις, είπε ο Κρον και φούσκωσε ξαφνικά σαν μπαλόνι, μέχρι που τα βαρύτιμα φορέματά του συμπιέστηκαν πάνω στα τοιχώματα της καλύβας.
Ο
Χάρτμουτ απάντησε ήσυχα:
-Υπάρχει
όμως ο άνθρωπος. Οι μέρες της βασιλείας σου είναι μετρημένες.
Ο Κρον
σώπασε και κοίταξε το Χάρτμουτ με μίσος.
-Αυτόν
τον άνθρωπο πρέπει να τον εξοντώσουμε. Έλα με το μέρος μου, Χάρτμουτ. Σου δίνω
μια τελευταία ευκαιρία.
-Όχι,
είπε ο Χάρτμουτ. Θέλω να φύγεις αποδώ.
Κι
έπαιξε στα χέρια του το μαχαίρι.
-Ανόητε
και προδότη της φύσης σου, φώναξε τότε ο Κρον θυμωμένος, δεν φοβάσαι αυτό που
μπορώ να σου κάνω;
Και
αργά, απολαμβάνοντας ίσως τη μεταμόρφωσή του, τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του
άρχισαν να τεντώνονται προς τα πίσω, τα μάτια του έγιναν δυο μακριές οριζόντιες
σχισμές, οι άκρες των χειλιών του τραβήχτηκαν μέχρι τις ρίζες των αυτιών του
και τα αιχμηρά του δόντια πετάχτηκαν έξω, τα αυτιά του μάκρυναν και πήραν το
μυτερό σχήμα των αυτιών του λύκου, από τα δάχτυλά του ξεπετάχτηκαν τα γαμψά
μελανά νύχια. Με φωνή που θύμιζε βρυχηθμό θηρίου είπε:
-Με
πρόδωσες, Χάρτμουτ, και η τιμωρία σου θα είναι φριχτή. Θα μπω στο κορμί σου και
θα σαπίσω τις σάρκες σου. Το αίμα σου θα
ξεφύγει από τις αρτηρίες του και θα χυθεί ανεξέλεγκτο στα σπλάχνα σου.
Θα σε κρατήσω ένα βήμα πριν από το θάνατο και θα σου χαρίσω όλους τους πόνους
που έχω στην εξουσία μου. Θα παρακαλάς για έλεος και δεν θα το έχεις. Όπως
ακριβώς δεν είχαν έλεος τα θύματά σου.
Ο
Χάρτμουτ έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω. Ύστερα είπε:
-Τίποτα
απ’ αυτά δεν θα μπορέσεις να μου κάνεις, Κρον. Γιατί εγώ ορίζω το σώμα μου, εγώ
ορίζω και το θάνατό του.
Και με
μια γρήγορη κίνηση κάρφωσε στην καρδιά του το μαχαίρι που κρατούσε, έπεσε στα
τέσσερα και μετά σωριάστηκε πάνω στο χώμα της καλύβας. Λίγο
πριν εξατμισθεί η συνείδησή του στην περιβάλλουσα φύση, πρόλαβε να δει τον Κρον
να διαλύεται και να αδειάζει η καλύβα
από την πονηρή του παρουσία.
Πέθανε
χωρίς ιδιαίτερη οδύνη αλλά με την απορία, αν είχε όντως ζήσει αυτή την περιπέτεια ή αν όλα ήταν παιχνίδια
ψευδαισθήσεων.
Λίγα
βήματα πιο πέρα το ποντίκι που με το θάνατο του Χάρτμουτ είχε μεταπέσει πάλι σε
ανακυκλούμενη ζωική ύλη, κοίταζε με τα μικρά κουτά μάτια του το πτώμα.
Και
έξω είχε αρχίσει πάλι να χιονίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου