Τι
εννοούμε, όταν λέμε «εγώ»;
Φιλόσοφοι
και επιστήμονες έχουν καταπιαστεί με αυτό το ζήτημα και πολλές απαντήσεις έχουν
δοθεί, αλλά το «εγώ» έχει τον τρόπο του να ξεφεύγει κάθε φορά και να
απομονώνεται σε μια απροσδιόριστη περιοχή, όπου μας είναι δύσκολο να
εισχωρήσουμε.
Βέβαια
στην καθημερινή μας ζωή έχουμε εύκολη την απάντηση: Όταν λέμε «εγώ», εννοούμε
τον εαυτό μας. Αλλά, όταν λέμε «ο εαυτός μου», είμαστε άραγε σίγουροι ότι
ξέρουμε για ποιον μιλάμε; Φαίνεται ότι οι περισσότεροι από μας είμαστε
σίγουροι.
Εξάλλου
η ταυτότητά μας που έχει εκδοθεί από το οικείο αστυνομικό τμήμα το ξεκαθαρίζει:
Το Εγώ μας έχει όνομα και επώνυμο, όνομα
πατρός και μητρός, ημερομηνία και τόπο γέννησης, τόπο καταγωγής, διεύθυνση
κατοικίας, επάγγελμα, ύψος, σχήμα
προσώπου, χρώμα ματιών, εθνικότητα και φύλο. Μια φωτογραφία από την άλλη μεριά
της ταυτότητας και η υπογραφή μας δίνουν
υπόσταση στο πρόσωπό μας, σ’ αυτό που έχουμε μάθει να λέμε «εγώ».
Φυσικά
αυτές οι πληροφορίες βρίσκονται στην κορυφή του παγόβουνου. Μια αστυνομική
ταυτότητα δεν λέει τίποτα για τον χαρακτήρα και τις περιπέτειες της ζωής μας.
Αγνοεί τις αναμνήσεις μας, τα σχέδιά μας και τα συναισθήματά μας. Δεν έχει ιδέα
για τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μας, για τους αγαπημένους μας και για την
καθημερινότητά μας.
Αυτά
λίγο πολύ τα γνωρίζουν όσοι είναι πολύ κοντά μας. Αυτοί έχουν μια πληρέστερη
άποψη για το Εγώ μας, αλλά εξακολουθούν να βρίσκονται απέξω, δηλαδή δεν μπορούν
να ξέρουν με λεπτομέρειες και ανά πάσα στιγμή ποιο είναι το εσωτερικό μας
φορτίο, αυτό που ξεκίνησε από το μηδέν την ώρα της γέννησής μας και αυξάνεται,
όσο περνούν τα χρόνια με πολύπλοκες (αλλά συχνά ασήμαντες) σκέψεις, ιδέες,
εντυπώσεις, βιώματα, εμπειρίες, συναισθήματα, γνώσεις,
δεξιότητες.
Όλο
αυτό το εσωτερικό φορτίο το γνωρίζουμε εμείς καλύτερα από κάθε άλλον και
επομένως μόνο εμείς έχουμε την καλύτερη γνώση του Εγώ μας. Αλλά και πάλι η
γνώση μας σχετικά με το Εγώ μας δεν είναι ολοκληρωμένη, επειδή κι εμείς
στεκόμαστε στην κορυφή του παγόβουνου κι από κάτω υπάρχει ένας τεράστιος όγκος
πληροφοριών που αφορούν το Εγώ μας και που δεν φτάνουν ποτέ στη συνείδησή μας.
Έτσι,
αυτό που λέμε «εγώ» είναι η άποψη που έχουμε για τον εαυτό μας, μια άποψη που
εδράζεται στη συνείδησή μας και που όχι μόνο είναι ελλιπής, αλλά μπορεί να
είναι και ελαττωματική, αν αφεθούμε ανεξέλεγκτα να πιστέψουμε αυτό που θέλει η
συνείδησή μας. Μπορεί παραδείγματος χάριν να πιστεύουμε ότι είμαστε έξυπνοι,
χωρίς να είμαστε, όμορφοι, χωρίς να είμαστε, ταλαντούχοι, χωρίς να είμαστε,
καλοί άνθρωποι, χωρίς να είμαστε. Και το αντίθετο εννοείται.
Αυτό
λοιπόν που λέμε «εγώ» και που νομίζουμε ότι το γνωρίζουμε πολύ καλά, είναι, αν
το καλοσκεφτούμε, μια ωραιότατη αυταπάτη. Κάποια πράγματα που πιστεύουμε για
τον εαυτό μας είναι σίγουρα σωστά, κάποια άλλα όμως είναι πολύ μπερδεμένα ή
λάθος ή και εντελώς άγνωστα σε μας.
Ωστόσο
δεν έχουμε πού αλλού να στηριχτούμε εκτός από τη συνείδησή μας. Εμείς είμαστε η
συνείδησή μας. Η οποία έχει διαμορφωθεί από όσα ο εγκέφαλός μας βλέπει, ακούει,
αισθάνεται, μαθαίνει, απομνημονεύει και υφίσταται.
Και
μπορεί να μη γνωρίζουμε με βεβαιότητα τι ακριβώς είναι το Εγώ μας, γνωρίζουμε
όμως αρκετά καλά τι είναι αυτό, το οποίο μας δίνει την αίσθηση της ύπαρξης και
αυτό είναι η συνείδησή μας. Το «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» μπορεί να ερμηνευτεί και
ως «έχω συνείδηση του εαυτού μου σε σχέση με τον κόσμο, άρα υπάρχω».
Βεβαίως
η συνείδησή μας - δηλαδή εμείς – απορεί μερικές φορές με τα καμώματά μας και
άλλες φορές τα αποδοκιμάζει. Δεν εγκρίνει κάποιες πλευρές του χαρακτήρα μας,
κάποιες σκέψεις ή ενέργειες ή συνήθειές μας. Διότι η συνείδησή μας βρίσκεται, όπως είπαμε πιο πάνω, στην κορυφή
του παγόβουνου, κι από κάτω πλέει μαζί της
ένα αθέατο αλλά τεράστιο βαθύ Εγώ (μαζί
με τα εξαρτήματά του, το Id και το Superego, όπως τα διακρίνει ο Φρόιντ) και είναι
αυτό που τελικά αποφασίζει πριν από μας για μας.
Ο
άνθρωπος σε αντιδιαστολή από τα άλλα ζώα είναι κυρίως συνείδηση, ενώ τα
υπόλοιπα ζώα είναι κυρίως σώμα.
Όσο
περισσότερο εξελισσόμαστε μέσα στα πλαίσια του πολιτισμού, τόσο περισσότερο
γινόμαστε συνείδηση, ενώ το σώμα μας το εννοούμε σαν ένα είδος έδρας πάνω στην
οποία στηρίζεται η συνείδησή μας.
Φυσικά
ενδιαφερόμαστε ποικιλοτρόπως για την καλή κατάσταση του σώματός μας, επειδή
μέσω αυτού μπορούμε να έχουμε καλή επαφή με τον κόσμο: θέλουμε ένα υγιές σώμα
που δεν θα αποσπά την προσοχή μας από τις δραστηριότητες μας. Θέλουμε επίσης ένα όμορφο σώμα, γιατί με αυτό έχουμε πολλαπλά
οφέλη αποδοχής και αναγνώρισης σε μια κοινωνία που αποτελείται από σώματα.
Αλλά
παρ’ όλα αυτά η κοινωνία αυτή των σωμάτων λειτουργεί με βάση τη συνείδηση των
σωμάτων και όχι με τα ίδια τα σώματά της. Δεν είμαι το σώμα μου, είμαι η
συνείδηση του σώματός μου.
Αν
κάποιοι άνθρωποι εμπορεύονται το σώμα τους, το κάνουν, επειδή έτσι έχει
αποφασίσει η συνείδησή τους. Το ίδιο το σώμα δεν έχει φωνή για να διεκδικήσει
τα δικαιώματά του. Το βλέπουμε αυτό σε ακραίες περιπτώσεις, όταν η συνείδηση
αποφασίσει για λόγους που δεν θα αναλύσουμε εδώ, να αφαιρέσει ένα όργανο του
σώματος, στο οποίο εδράζεται, ένα νεφρό παραδείγματος χάριν ή να αφαιρέσει μια
ποσότητα αίματος από το σώμα. Αν το σώμα μπορούσε να αποφασίσει για τον εαυτό
του, φυσικά δεν επρόκειτο ποτέ να δεχτεί να του αφαιρεθεί ένα μέρος του.
Φροντίζουμε
το σώμα μας και το θέλουμε σε καλή κατάσταση, επειδή ξέρουμε ότι με αυτό
υπάρχουμε και χωρίς αυτό θα πάψουμε να υπάρχουμε. Επειδή με άλλα λόγια η
συνείδησή μας ξέρει ότι αυτό είναι η έδρα της και χωρίς αυτό θα πάψει να
υφίσταται και η ίδια.
Όταν
το σώμα είναι σε καλή κατάσταση, η συνείδηση μπορεί να ασχοληθεί με τα δικά
της, με όλα εκείνα που την απασχολούν και την ενδιαφέρουν θεωρώντας αυτονόητο
ότι εδράζεται σε ένα σώμα που λειτουργεί κατά το μεγαλύτερο μέρος ερήμην της.
Με
άλλα λόγια, όταν η συνείδηση λέει «ο εαυτός μου», εννοεί μια συγκεκριμένη
προσωπικότητα που τη θεωρεί δική της αποκλειστικά, η οποία εδράζεται σε ένα δικό
της αποκλειστικά σώμα. Το σώμα είναι μέρος αυτής της προσωπικότητας, δεν είναι
η ίδια η προσωπικότητα. Ή
για να το πούμε αλλιώς, είμαστε αυτό που έχει αποτυπωθεί ως δική μας
προσωπικότητα στον εγκέφαλό μας.
Ο
πολιτισμός είναι το προϊόν αυτού του εγκεφάλου, δηλαδή στην ανθρώπινη κοινωνία
αυτό που μετρά δεν είναι το σώμα αλλά ο εγκέφαλος του σώματος. Ο εγκέφαλος έχει
αναδειχθεί ως το κύριο όργανο του πολιτισμού, ενώ τα άλλα όργανα του σώματος
παίζουν ένα σημαντικό οπωσδήποτε αλλά δευτερεύοντα ρόλο και το μόνο που πρέπει
να κάνουν είναι να λειτουργούν σωστά για να μπορεί ο εγκέφαλος να κάνει τη
δουλειά του.
Στον
υπόλοιπο ζωικό κόσμο αυτό δεν ισχύει. Ο εγκέφαλος στα άλλα ζώα είναι ένα όργανο
του σώματος που στόχο έχει την όσο γίνεται καλύτερη και μακρότερη διαβίωση του
σώματος και την αναπαραγωγή του. Το σώμα δεν είναι υπηρέτης του εγκεφάλου, όπως
συμβαίνει στον άνθρωπο, αλλά ο εγκέφαλος είναι υπηρέτης του σώματος.
Η
συνείδηση του κόσμου (και όχι του εαυτού του) που έχει ένα ζώο τού είναι απαραίτητη για να βρει την τροφή
του, να προφυλαχθεί από τους εξωτερικούς κινδύνους και να αναπαραχθεί. Δηλαδή λειτουργεί με στόχο την καλή διατήρηση
του σώματος. Εδώ ο εγκέφαλος είναι ένα όργανο ισότιμο με τα άλλα όργανα και
δουλεύει κι αυτός, όπως τα άλλα όργανα, για το σώμα.
Η
Φύση δηλαδή στην εξελικτική της πορεία όρισε να έχει το φυσικό σώμα όλα εκείνα
τα όργανα που θα μπορέσουν να το διατηρήσουν στη ζωή όσο γίνεται καλύτερα και
ένα από αυτά είναι και ο εγκέφαλος.
Για
κάποιο λόγο που δεν ξέρουμε, στον άνθρωπο η ισορροπία αυτή ανατράπηκε. Ο
εγκέφαλός του αναπτύχθηκε περισσότερο από όσο χρειαζόταν για την απλή επιβίωση
και από όργανο ισότιμο με τα άλλα όργανα του σώματος έγινε κυρίαρχο όργανο που
επιβλήθηκε στο υπόλοιπο σώμα και το μετέτρεψε σε ακόλουθο και υπηρέτη του.
Η
ειρωνεία ωστόσο είναι ότι η συνείδησή μας, το κέντρο δηλαδή της ύπαρξής μας,
αυτό που αναγνωρίζουμε ως τον εαυτό μας, θραύεται και γίνεται ατάκτως εριμμένοι
πλίνθοι και κέραμοι, σε περίπτωση που ο κυρίαρχος εγκέφαλος υποστεί κάποια
σοβαρή βλάβη. Τότε επιστρέφουμε στη ζωική κατάσταση και το σώμα γίνεται πάλι
αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία.
Τέλος,
όταν έρθει ο θάνατος, αυτό που πεθαίνει είναι το σώμα μαζί με όλα του τα όργανα.
Η συνείδησή μας εξαερώνεται και μαζί με αυτήν ό,τι πολυτιμότερο είχαμε ως τώρα:
ο εαυτός μας.
Οι παλαιοανθρωπολόγοι έχουν δώσει εξήγηση για την πράγματι δυσαναλογία εγκεφάλου - σώματος του ανθρώπου, υπέρ του εγκεφάλου. Ο τροφοσυλλέκτης άνθρωπος των δένδρων - λένε - τρώγοντας τα υπολείμματα των κουφαριών που άφηναν οι μεγάλοι θηρευτές, έσπαγε τα κόκκαλα τους και έφθανε στο μεδούλι. Αυτό ήταν το κομβικό σημείο της εξέλιξης του είδους μας πάντα για τους ειδικούς επιστήμονες. Ο εγκέφαλος του ανθρώπου μεγάλωσε δυσανάλογα με το υπόλοιπο σώμα, και έτσι προέκυψε ο Homo sapiens sapiens. Τυχαία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠιθανόν. Δίνονται και άλλες εξηγήσεις βέβαια.
ΑπάντησηΔιαγραφή