Μέσα στον σάλο και την ταραχή που ξεσήκωσε η υπόθεση
Φαμπρ στη χώρα μας, πολλοί διατύπωσαν με σεμνότητα τις θέσεις τους ξεκινώντας
με τη φράση: «Δεν είμαι ειδικός περί τα καλλιτεχνικά, αλλά νομίζω ότι...» και
λοιπά.
Αλλά ποιος είναι ειδικός περί τα καλλιτεχνικά, αν
όχι το κοινό, ο αποδέκτης δηλαδή του καλλιτεχνικού έργου;
Είναι ειδικός περί την τέχνη αυτός που έχει
εξασφαλίσει μια στήλη σε έντυπο και γράφει τη γνώμη του ποδηγετώντας το κοινό;
Και είναι το κοινό ένα κοπάδι πρόβατα που προσανατολίζεται προς την ορθή τέχνη
με τις οδηγίες του κριτικού;
Το θέμα μπορεί να εξεταστεί από πολλές πλευρές,
δεδομένου ότι πράγματι το κοινό συχνά λατρεύει φτηνιάρικα και τιποτένια έργα, τα οποία δικαίως αλλά ματαίως οι
κριτικοί καταδικάζουν και περιφρονούν.
Από την άλλη πάλι το κοινό ευλαβικά παρακολουθεί τις
διάφορες κριτικές και προσπαθεί να προσαρμόσει το γούστο του σ’ αυτό που οι
κριτικοί τού υποδεικνύουν ως μεγάλη τέχνη. Μερικές φορές συμβαίνει όντως να
είναι μεγάλη τέχνη, άλλες όμως φορές δεν είναι.
Σε μια εποχή παρακμής της δυτικής κουλτούρας, είναι επόμενο
να αναφαίνονται παρακμιακά καλλιτεχνικά έργα και δεν είναι παράξενο που το ευρύ
κοινό έχει διαχωρίσει τη θέση του και προτιμά ευκολοχώνευτα καλλιτεχνικά
προϊόντα που μπορεί να τα καταλάβει και να συγκινηθεί από αυτά.
Ίσως πρέπει να παραδεχτούμε κατ’ αρχάς ότι, εφόσον
ζούμε σε παρακμιακή καλλιτεχνικά εποχή, παρακμιακή θα είναι και η τέχνη που την
συνοδεύει. Η Ιστορία της Τέχνης στο μέλλον θα καταγράψει τα κορυφαία
καλλιτεχνικά έργα της εποχής μας που θα είναι βεβαίως όλα παρακμιακά και που θα
πάρουν τη θέση που τους αξίζει στην παγκόσμια Ιστορία της Τέχνης.
Αυτή η καλλιτεχνική παρακμή υποχρεώνει τους
φιλότεχνους να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και να αγαπήσουν ή έστω να
συμπαθήσουν ή έστω να ανεχθούν την καλλιτεχνική παραγωγή του καιρού τους. Στο
κάτω-κάτω τούς εκφράζει. Μπορεί δηλαδή να θαυμάζουν τον Ρέμπραντ, αλλά
παράλληλα θαυμάζουν και τον Πικάσο. Κάποιοι άλλοι προσπαθούν να τον θαυμάσουν
και πείθουν τον εαυτό τους ότι εδώ πρόκειται για μεγάλη τέχνη. Κάποιοι τέλος
δεν τον θαυμάζουν καθόλου, άσχετα ότι δεν το βροντοφωνάζουν.
Τέχνη χωρίς κοινό δεν έχει νόημα, αυτό το
καταλαβαίνουμε όλοι μας ελπίζω. Αν ο καλλιτέχνης δημιουργεί, αλλά το έργο του
παραμένει χωρίς θεατές ή αναγνώστες, τότε άδικα κοπιάζει. (Υπάρχει βέβαια η
παρηγοριά ότι κάποτε μια τέτοια μοναχική δημιουργία θα βρει το κοινό της, αλλά δεν
είναι δυστυχώς αυτός ο κανόνας).
Όμως πόσο μεγάλο πρέπει να είναι αυτό το κοινό, ώστε
να καταξιωθεί η τέχνη του δημιουργού; Αν οι θαυμαστές του είναι δέκα, είκοσι,
εκατό άνθρωποι, μάλλον δεν έχει καταφέρει να επικοινωνήσει με τον κόσμο. Αν το
ευρύ κοινό αδιαφορεί για το καλλιτεχνικό έργο παρά τις παραινέσεις των
κριτικών, κάτι δεν πάει καλά στην υπόθεση.
Για να το πούμε αλλιώς: σε εποχές υγιείς και όχι
παρακμιακές οι καλλιτέχνες επικοινωνούν με τον κόσμο, το έργο τους συγκινεί τον
κόσμο, ο κόσμος το αποδέχεται, το θαυμάζει και το αναδεικνύει. Επειδή περνά
μέσα στην ψυχή του. Κάτι του λέει. Κάποια ευαίσθητη χορδή τού αγγίζει.
Αν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο καλλιτέχνης παίζει
με τα οράματά του μοναχός και, αν δεν έχει οράματα, παίζει με τις εντυπώσεις.
Κάνει απλώς θόρυβο, φασαρία. Είναι εφετζής. Το δε φιλότεχνο κοινό που παρά
ταύτα επιμένει να τον παρακολουθεί, παραμένει ψυχρός θεατής. Τίποτα μέσα του
δεν δονείται.
Ο πολύς κόσμος όμως που νιώθει αποκομμένος από μια
τέτοιου είδους τέχνη, έχει την εντύπωση ότι «δεν είναι ειδικός». Οι ειδικοί,
δηλαδή οι κριτικοί της εποχής του, του κανοναρχούν όμως ότι πρόκειται για
μεγάλη τέχνη.
Γιατί το κάνουν;
Για διάφορους λόγους. Κυρίως επειδή είναι κι εκείνοι
παρακμιακοί, άρα μια προκλητική κατασκευή που σκανδαλίζει και στέλνει μηνύματα
απόλυτης παρακμής τούς κινεί το ενδιαφέρον. Είναι ειλικρινείς επομένως, όταν
εκθειάζουν ένα τέτοιο έργο. Μπορεί να μη συγκινούνται – αδύνατο θα ήταν άλλωστε
– αλλά το πιστεύουν. Αυτό είναι το μόνο τους ελαφρυντικό. Κατά τα άλλα, είναι
ολίγιστοι και ακατάλληλοι για τη δουλειά που κάνουν.
Άλλοι πάλι, όχι απλώς ολίγιστοι, αλλά μηδαμινοί,
μιμούνται τους πρώτους και αναπέμπουν διθυράμβους προς έργα που ούτε τους
αρέσουν ούτε τους συγκινούν ούτε τίποτα. Αισθάνονται όμως ότι έτσι πρέπει να
κάνουν, εφόσον έτσι κάνουν και οι προηγούμενοι.
Τέλος κάποιοι άλλοι εξυμνούν τέτοια έργα, επειδή
αυτά τα έργα είναι της μόδας. Πρέπει να αποδείξουν ότι βρίσκονται κι αυτοί μέσα
στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της εποχής τους. Πρόκειται για τενεκέδες.
Και το κοινό;
Το καημένο το κοινό δισταχτικά και ντροπαλά πάει να
πει τη γνώμη του λέγοντας «δεν είμαι ειδικός, αλλά...». Είναι ένα κοινό
σαστισμένο, αμήχανο, με ένα αδικαιολόγητο αίσθημα μειονεξίας, αίσθημα που του
έχουν προκαλέσει οι βαρύγδουποι «ειδήμονες» που ξέρουν πώς να ζαλίσουν τους
ανυποψίαστους αναγνώστες τους με ομιχλώδεις αερολογίες.
Όχι, αγαπητό κοινό, εσείς είστε οι ειδικοί, εσείς είστε
οι πλέον αρμόδιοι να διατυπώσετε δημόσια τη γνώμη σας, γιατί η τέχνη
απευθύνεται σε σας και όχι στους ολίγιστους. Εσείς πρέπει να καταξιώσετε ή να
απαξιώσετε το καλλιτεχνικό έργο.
Όταν στέκεστε μουδιασμένοι και ενοχλημένοι μπροστά
σε μια καλλιτεχνική κατασκευή, εικόνα ή παράσταση και νιώθετε ότι εκπέμπει
χυδαιότητα, αυτό σημαίνει ότι η κατασκευή, η εικόνα, η παράσταση πράγματι εκπέμπει
χυδαιότητα. Αν δεν είστε άξεστοι, αγροίκοι, θρησκόληπτοι ή σεμνότυφοι, αν έχετε
μάθει γράμματα και έχετε μια επαφή με την τέχνη, τότε έχετε το κριτήριο και το
σωστό αισθητήριο για να εκτιμήσετε αυτό που βλέπετε. Αν σας απωθεί, αυτό
σημαίνει ότι έχετε μπροστά σας ένα κακό έργο.
Μην ακούτε τι λένε οι «ειδικοί». Οι «ειδικοί» έχουν
τους ιδικούς τους λόγους να παινεύουν την παρακμιακή και εφετζίδικη τέχνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου