Σελίδες

12/3/16

Αθήνα, Αύγουστος 1898: πειρατές, Ροκαμβόλ, βλεννόρροια και πρόσφυγες




ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Ληστοπειρατεία
Και άλλο κρούσμα εν Άνδρω
Ηγγέλθη χθες εξ Άνδρου ότι πειρατικόν πλοίον προσήγγισεν εις απόκεντρόν τινα ακτήν του Γαυρίου. Εκ του πλοίου απεβιβάσθησαν ένοπλοι πειραταί, οίτινες διήρπασαν ποίμνιον εξ 90 βοών. Οι ποιμένες αντέστησαν κατά της διαρπαγής και εκ τούτου επήλθε συμπλοκή μεταξύ αυτών και των πειρατών. Κατά την συμπλοκήν ταύτην επληγώθη ο ποιμήν Μπαξεβάνης επικινδύνως. Το πειρατικόν πλοίον ηνήχθη εις το πέλαγος και εξηφανίσθη, καθά δε ελέχθη, εκυβερνάτο υπό του γνωστού ανά το Αιγαίον πειρατού Αλυφραγκή.

Σύλληψις άλλου πειρατού
Τηλεγραφικώς ηγγέλθη εις το υπουργείον των ναυτικών ότι συνελήφθη εν Ύδρα ο πειρατής Βόγλης, αδελφός του προχθές συλληφθέντος περιφήμου αρχηγού της πειρατικής συμμορίας.

Ο φόνος του ληστού Κουλουριώτη
Ο συνταγματάρχης του πυροβολικού κ. Βυζάντιος επεραίωσε τας ανακρίσεις δια τον φόνον του ληστή Κουλουριώτη. Το πόρισμα των ανακρίσεων είνε ότι τον ληστήν εφόνευσεν ο αδελφός του και επομένως ούτος πρέπει να λάβη την αμοιβήν της επικηρύξεως.

Πειρατές λυμαίνονται το Αιγαίο και ληστές την ηπειρωτική Ελλάδα την ωραία εκείνη και αθώα εποχή. Αντί να ληστεύουν κοσμηματοπωλεία ή να «απαλλοτριώνουν» Τράπεζες, αρπάζουν τα βόδια των βοσκών.  Διότι κάθε εποχή έχει και το δικό της τύπο εγκλημάτων. Στη φτωχή Ελλάδα του 1898 τι να βρει κανείς να κλέψει; Βόδια βρίσκει, βόδια κλέβει.

Όσο για τον τύπο εκείνο που σκότωσε τον αδελφό του για να εισπράξει την αμοιβή της επικήρυξης, ουδέν σχόλιον.



Του Κόσμου

Ποτέ δεν διεδέχθησαν ωραιότερον αι τρομεραί σκηναί τας τραγικάς εις σύγχρονον μυθιστόρημα, όσον εις τον Ροκαμβόλ. Εκεί που το έργον πλέει εις το αίμα και πνίγεται εις τον καπνόν των ρεβόλβερ ή θάπτεται εις μυστηριώδη υπόγεια, ακολουθεί αίφνης μία σελίς αγνή, μυρωμένη, μία σειρά παρθενικής απλότητος και αφελείας, μία περιγραφή γραμμένη όχι με γραφίδα αλλά με το άκρον πτερόν πεταλούδας.

Ο Πονσόν δε Τεράιλ, ο συγγραφεύς του Ροκαμβόλ, δικαίως επωνομάσθη ο ανατόμος των ψυχών.

Ο ανατόμος των ψυχών μεσιέ Πονσόν δεν ξέρω τι πέραση είχε στη Γαλλία, εδώ όμως ήταν, καθώς φαίνεται, πολύ δημοφιλής συγγραφέας. Και ενώ οι πειρατές κλέβουν βόδια και σκοτώνουν τους βουκόλους και ο αδελφός σκοτώνει τον αδελφό για να πάρει λίγα φράγκα και να πορευτεί στην άχαρη και μίζερη ζωή του, το λεπτεπίλεπτο αναγνωστικό κοινό των Αθηνών (κυρίως) παθιάζεται με τον Ροκαμβόλ και με τας αγνάς σελίδας μυρωμένας, παρθενικής απλότητος και αφελείας, γεγραμμένας με το άκρον πτερόν μιας πεταλούδας.

Αλλά η πραγματικότητα δεν σ’ αφήνει να το ευχαριστηθείς. Διότι μπορεί να κυκλοφορούν αγνές παρθένες μυρωμένες στο μυθιστόρημα του μεσιέ Πονσόν, κάποιες άλλες όμως στο έργο της πραγματικής ζωής πάσχουν από βλεννόρροια:

Διαφημίσεις
Αντιβλεννορροιακόν υγρόν
Εφευρεθέν εν έτει 1884
Εστεμμένον υπό χιλιάδων επιτυχιών
Το γνήσιον πωλείται μόνον εν τω φαρμακείω «Γαληνός», διασταύρωσις οδών Ιπποκράτους και Σόλωνος 75. Εν τω φαρμακείω παραμένει ειδικώς ο ιατρός και εφευρέτης του φαρμάκου, δεχόμενος δωρεάν τους πάσχοντας άνδρας και γυναίκας. Διά τας γυναίκας ιδιαιτέρα αίθουσα 8-12 και 3-7μμ.

Άλλες  διαφημίσεις

Φλανέλλαι, εσώβρακα, κάλτσαι, τσιράπια, κασκορσέ τρικώ. Δι’ όλας τας ηλικίας.

Ομβρέλλαι ηλίου ελαφρόταται. Σάρπας διά τας demoiselles. Γραβάται φωκόλ δι’ όλα τα γούστα. Μπαστούνια.

Φλανέλλες, αν δεν το ξέρετε, έλεγαν τότε τις φανέλες. Τα δε τσιράπια, διαβάζω στη Βικιπαίδεια, ήταν χειροποίητες χοντρές κάλτσες από μαλλί προβάτου. Τα κασκορσέ πάντως τα πρόλαβα, λίγο πριν η λέξη χαθεί για πάντα από τη γλώσσα μας.

Οι demoiselles  είναι προφανώς εκείνες οι μυρωμένες, αγνές παρθένες του Ροκαμβόλ που και το ελαφρότατο ψυχρό αεράκι φέρνει ρίγη στις ευαίσθητες πλάτες τους και που φυσικά δεν ασχολούνται με βουκόλους. Αυτές ασχολούνται με κυρίους που φορούν εσώβρακα, γραβάτας φωκόλ και κρατούν κομψά μπαστούνια. Οι ίδιες για να διατηρήσουν την παρθενική τους λευκότητα και να μη μοιάζουν με γύφτισσες κυκλοφορούν με ομβρέλλας ηλίου ελαφροτάτας, μην πάθουν και καμιά τενοντίτιδα και σακατέψουν τα ντελικάτα χεράκια τους.





Αθηναϊκή ζωή
Οι άρρωστοι

Σταματώ και τους βλέπω τους ατυχείς αυτούς ανθρώπους με τας κιτρινισμένας μορφάς, με τους σβησμένους οφθαλμούς, με τα καμπτόμενα γόνατα εκ της αδυναμίας, με τα μαραμένα χείλη, οι οποίοι συνωστίζονται, κάθε ημέρα έξω από την Αστυκλινικήν. Πόσοι είνε! Το πεζοδρόμιον κατέχεται ολόκληρον, η θύρα του κτιρίου είναι αδιάβατος, αι κλίμακες πλημμυρίζουν από τον όγκον της δυστυχίας, ο οποίος αναμένει εκεί την δωρεάν προστασίαν της επιστήμης και τα δωρεάν φάρμακα.
(...)
Αιφνιδίως εμφανίζεται ο ιατρός. Όλοι σιωπούν, παραμερίζουν δια να τον κάνουν τόπον να εισέλθη και κατόπιν προσπαθούν να τον ακολουθήσουν εις την κατάμεστον είσοδον.
Σπεύδω και σταματώ τον ιατρόν:
-Μου επιτρέπετε να έλθω μαζί σας;
-Ορίστε.
(...)
Η εξέτασις των πλείστων γίνεται με σιδηροδρομικήν ταχύτητα. Από μίαν ματιάν ο ευφυής επιστήμων αντιλαμβάνεται του νοήματος του εξεταζομένου και τον διευθύνει εις το φαρμακείον. Με εκπλήσσει ο αριθμός των παρελαυνόντων ασθενών.
-Η υγεία της πόλεως, γιατρέ, φαίνεται δεν πηγαίνει καλά. Σαν πολλούς αρρώστους βλέπω.
-Μπα! Δεν βαριέσαι. Οι περισσότεροι από αυτούς που βλέπεις δεν είνε ασθενείς.
-Αλλά τι είνε λοιπόν;
-Νηστικοί.
Μένω εννεός.
-Μάλιστα, εξακολουθεί ο ευφυής επιστήμων, είνε πεινασμένοι. Πάσχουν από την νηστείαν. Τίποτε άλλο δεν έχουν.
-Αλλά τότε πώς τους διατάσσετε φάρμακα και δεν τους στέλνετε εις κανένα ξενοδοχείον;
-Είνε όλοι πτωχοί! Ως επί το πλείστον πρόσφυγες, οι οποίοι νομίζουν ότι πάσχουν ενώ πραγματικώς πεινούν.
-Και τι φάρμακα τούς δίνετε;
-Ακίνδυνα εντελώς! Διά να αναπαύσουν την συνείδησίν τους. Έχουμε βρασμένη φασκομηλιά, τίλιο, αλτέα, αγριάδα και τα παρόμοια. Με αυτά τούς γεμίζουμε τα μπουκαλάκια τους και φεύγουν ήσυχοι.


Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ’ αυτό εδώ το χρονογράφημα;

Ας δούμε πρώτα-πρώτα ποιοι ήταν αυτοί οι πρόσφυγες που λιμοκτονούσαν στην Αθήνα του 1898: ήταν Έλληνες από τις τουρκοκρατούμενες περιοχές που κατέφευγαν στην ελεύθερη Ελλάδα μετά την αποτυχία απελευθερωτικών κινημάτων στα μέρη τους. Τα προσφυγικά αυτά ρεύματα δεν ήταν καθόλου αμελητέα. Ο πληθυσμός της ελεύθερης Ελλάδας διπλασιάστηκε από το 1840 ως το 1880 λόγω των προσφύγων.

Επρόκειτο για άμαχο πληθυσμό και για αντάρτες από τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Αλλά και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 έφερε πολλούς Έλληνες πρόσφυγες στην Ελλάδα. Τέλος οι περισσότεροι πρόσφυγες ήταν Κρητικοί που κατέφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα μετά από την αποτυχημένη Κρητική Επανάσταση του 1866-69.

Ποια ήταν η τύχη τους;

Το χρονογράφημα που παραθέσαμε δεν αφήνει καμιά αμφιβολία. Οι άνθρωποι αυτοί ερχόμενοι στην ελεύθερη Ελλάδα μεταβλήθηκαν σε ζητιάνους και παρίες. Εγκαταστάθηκαν σε παράγκες και λιμοκτονούσαν, διότι το ελληνικό κράτος εκείνα τα χρόνια ελάχιστα μπορούσε και ελάχιστα ήθελε να τους προσφέρει.


Και ο απλός λαός;

Χμ, οι πρόγονοί μας δεν ήταν φαίνεται τόσο ευαίσθητοι όσο σήμερα εμείς. Εξάλλου ήταν και οι ίδιοι φτωχοί. Ζώντας μέσα στη φτώχεια ήταν δύσκολο να συμπονέσουν άλλους φτωχότερους από αυτούς. Όχι μόνο δεν τους συμπονούσαν, αλλά και τους αντιμετώπιζαν με ελαφρά διάθεση, όπως διαπιστώνουμε από το χρονογράφημα.

Δείτε τη συνέχεια:

Ενώ εξέρχομαι της θύρας της Αστυκλινικής  βλέπω δύο ασθενείς  βαδίζοντας προ εμού με τα μπουκαλάκια γεμάτα από φάρμακα εις τα χέρια. Ευκόλως αναγνωρίζω την φασκομηλιάν  περί της οποίας μού έκαμε λόγον ο ιατρός. Εν τούτοις ακούω τον διάλογόν τους:
-Άκουσες λοιπόν; Δυο κουταλάκια την ημέραν θα πίνης απ’ αυτό. Ένα το πρωί και ένα το βράδυ.
-Λάθος έχεις. Ο γιατρός είπε τρία.
-Όχι, αδελφέ, δυο. Τ’ άκουσα καλά.
-Είσαι βέβαιος;
-Μα... έτσι μου φαίνεται.
-Α! Σου φαίνεται;... Εγώ λέω καλλίτερα να γυρίσουμε πίσω και να ρωτήσουμε για να μην πάθουμε καμμιά συμφορά!...

Και ο αναγνώστης του 1898 μειδιά με τη σκωπτική διάθεση του αρθρογράφου. Και κουρελήδες και πεινασμένοι και κουτοί...  τσ...τσ... τι να πει κανείς γι’ αυτούς τους κακομοίρηδες...

(Ψηφιακή Βιβλιοθήκη. Εφημερίδα «Σκριπ». Η ορθογραφία διατηρήθηκε).




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου