Στο μνημειώδες έργο του «Βυζαντινών βίος και
πολιτισμός» ο Φαίδων Κουκουλές μάς παρουσιάζει αναλυτικότατα όλες τις όψεις της
καθημερινής ζωής των Βυζαντινών. Είναι τόσο σχολαστικός στο θέμα αυτό, ώστε
θεώρησε καθήκον του να μας διαφωτίσει και για την ερωτική τους ζωή με πάσα
λεπτομέρεια, ακόμα κι όταν αυτή η ερωτική ζωή παρεξέκλινε σε συνήθειες που την
εποχή που εκδόθηκε το έργο του κανείς δεν ήθελε να αναφέρει. Γράφει στον
πρόλογο του συγκεκριμένου κεφαλαίου:
«Εις
την δημοσίευσιν της παρούσης μελέτης με ώθησεν ουχί βεβαίως η πρόθεσις να
σκανδαλίσω τους αναγνώστας μου αναπτύσσων θέματα τας ταπεινοτέρας ορμάς
υποδαυλίζοντα, αλλ’ η επιθυμία μου να γνωσθή μία ακόμη, ελάχιστα γνωστή, πλευρά
του βίου των Βυζαντινών προγόνων μας εις τα ήθη και τον πολιτισμόν αυτών
αναφερομένη».
Καλού κακού, για να μην ξεσηκώσει και τη μήνη της
Εκκλησίας που έχει οικειοποιηθεί την Βυζαντινή Ιστορία ως δικό της αποκλειστικό
κτήμα και πεδίο γνώσης, προσθέτει:
«Επιθυμώ να τονίσω ότι, όσα κατωτέρω θα είπω,
αποτελούσιν εκτροπάς διεστραμμένων ατόμων σφόδρα ψεγομένας, επ’ ουδενί δε λόγω
ανταποκρίνονται προς τας συνηθείας της μεγίστης πλειονότητος του εγκρατούς
Βυζαντινού λαού».
Περί του εγκρατούς Βυζαντινού λαού δεν μας πείθει ο
Φαίδων Κουκουλές, διότι σε άλλα κεφάλαια του έργου του αναλυτικότατα μάς
περιγράφει πώς απολάμβαναν παντοιοτρόπως το σεξ οι Βυζαντινοί μας πρόγονοι και
απλώς το καταδίκαζαν δημόσια, ως σεμνότυφη κοινωνία που ήταν.
Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, «Τα ου φωνητά των
Βυζαντινών», ο συγγραφέας καταπιάνεται με τις ομοφυλοφιλικές δραστηριότητές
τους που, ως φαίνεται, δεν ήταν καθόλου αμελητέες.
Gay
δεν τους λέει βέβαια ούτε ομοφυλόφιλους. Επίσης δεν κάνει τη διάκριση μεταξύ
ομοφυλόφιλων και παιδεραστών, καθώς τέτοια διάκριση δεν υπήρχε στην αρχαιότητα,
το μεσαίωνα και μέχρι πριν μερικές δεκαετίες ούτε και στη δική μας σύγχρονη
κοινωνία.
Οι ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις χαρακτηρίζονται ως
πάθος:
«Οι
Βυζαντινοί δεν ήσαν απηλλαγμένοι του πάθους της παιδεραστίας και της
ανδρομανίας», μας λέει.
Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούν τη δική τους ορολογία.
Οι ομοφυλόφιλοι είναι κατ’ αυτούς «οι νοσούντες την θήλειαν νόσον».
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς απέτρεπε τους συγχρόνους του
από την «αρρενομιξίαν» και την «άκαρπον σποράν» λέγοντας ότι συχνά οι άνδρες
«έπασχον τα γυναικών».
Ο Μακάριος ο Αιγύπτιος καταριέται «την των Σοδόμων
ασθένειαν ή Σοδομικήν αμαρτίαν».
Ο Χρυσόστομος μιλά περί «μαλακών νέων» και αναφέρει
ότι κάποιοι σκόρπιζαν την περιουσία τους «παισί πεπορνευμένοις» ή ότι ανάγκαζαν
τους νεαρούς υπηρέτες τους «υπηρετείν διακονίαις ατόποις και έρωτι μιαρώ»,
προσθέτοντας ότι αυτό ήταν πια καθημερινή συνήθεια, όπως καθημερινή συνήθεια
ήταν και η παιδεραστία. Λέει μάλιστα απογοητευμένος ότι καταντά περιττό το
γένος των γυναικών «αφού πάντα τα εκείνων πράττουσιν οι άνδρες».
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρεται σε ένα «ασελγές
μειράκιον ώσπερ αι πόρναι αισχρά λυγιζόμενον και καμπτόμενον» και μιλά για
«θηλυδρίας άρρενας, οίτινες ούτε άνδρες ήσαν ούτε γυναίκες».
Παρόμοιες
αναφορές κάνουν και ο Μ. Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Νύσσης, ο Αμασείας
Αστέριος, ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης και ο ασκητής Νείλος.
Οι Διαταγές των Αγίων Αποστόλων συνιστούν: «Ου
παιδοφθορήσεις, παρά φύσιν γαρ το κακόν».
Ο Ιουστινιανός αναφέρει στις Νεαρές του ότι μερικοί
από τους συγχρόνους του χωρίς φόβο τολμούσαν «άρρενες άρρεσι την ασχημοσύνην
εργαζόμενοι».
Τον 13ο αιώνα ο πατριάρχης Αθανάσιος ζητά
από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Παλαιολόγο
να μη μένουν ατιμώρητοι οι αρρενομανούντες.
Ο δε Ιωσήφ Βρυέννιος στα τελευταία χρόνια της
αυτοκρατορίας πιστεύει ότι οι συμφορές πλήττουν το κράτος, επειδή οι άνθρωποι είναι
«αρρενομανίας εγκείμενοι».
Ομοίως ο Γεωργιλάς θεωρεί ότι την υποδούλωση στους
Τούρκους την προκάλεσαν μεταξύ άλλων και οι «ανδρομανιές». Και ο Μανόλης
Σκλάβος συνιστά στους συγχρόνους του να αφήσουν την αρσενοκοιτία.
Τον 15ο αιώνα ο Κύπριος χρονογράφος
Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει ότι την αρσενοκοιτία τη συνήθιζαν πολύ οι κάτοικοι
της Αμμοχώστου.
Οι ευνούχοι και οι νεαροί δούλοι στο Βυζάντιο ήθελαν
δεν ήθελαν πλάγιαζαν με τα αφεντικά τους. Ο Αλεξανδρείας Κύριλλος λέει ότι: «τα
των γυναικών έπασχον μετ’ ανδρών ως γυναίκες μαλακώς ευναζόμενοι».
Ο Ιωάννης ο Νηστευτής απαιτούσε να ρωτούν τον
εξομολογούμενο «περί συνουσίας ευνούχου», πράγμα που σημαίνει ότι αυτό
συνηθιζόταν ευρέως.
Επί Ιουστινιανού ο ύπαρχος Ιωάννης Καππαδόκης
«ετρύφα μειρακίοις ψιλοίς και μήπω λείω του σώματος αρρενοφανέσι». Εκτός από
τον Ιωάννη Καππαδόκη και πολλοί άλλοι άρχοντες και αρχιερείς βρέθηκαν να είναι «αρρενοφθόροι»
στα χρόνια του Ιουστινιανού.
Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μικρός «εφίλει έρωτι
Χρυσάφιον κουβικουλάριον ως πάνυ ευπρεπή όντα». Το ίδιο και ο Κωνσταντίνος ο Ε΄
που είχε αδυναμία στους όμορφους. Επί Λέοντος του Α΄ η συνήθεια αυτή
επικρατούσε «ου μόνο παρά τοις τυχούσι, αλλά και μέχρι των αρχικωτάτων τούτων
και περιβλέπτων ανδρών», όπως μας βεβαιώνει ο Νεόφυτος ο Έγκλειστος.
Γράφει ο Φαίδων Κουκουλές:
Παιδάρια βινούμενα ή και νέους ηδύνατό τις να
συναντήσει είτε εις των πλουσίων τα συμπόσια, ένθα μνημονεύονται «αβρών κλάσεις
παίδων κινουμένων ανάνδρως» ή «καθ’ εκάστην ημέραν κυμβαλίζοντες πεπορνευμένοι»
ή εις διάφορα εργαστήρια και καπηλεία, είτε εις πορνεία είτε και εις τα θέατρα,
όπου ορχησταί ήσκουν και αθεμίτους έρωτας. Τα άθλια ταύτα υποκείμενα, ίνα τους
εραστάς προσελκύσωσι, διάφορα μετεχειρίζοντο μέσα ή δηλαδή κύπτοντες έκαμνον
απρεπείς κινήσεις, απογυμνούντα τα της φύσεως απόρρητα ή απρεπώς τα χείρας
εκίνουν ή την κεφαλήν εδώ και εκεί έκλινον, ακρατώς και αναιδώς γελώντα. Προς
τούτοις εκοσμούντο καθ’ υπερβολήν. Ο Αλεξανδρεύς Κλήμης ομιλεί περί καλλωπισμού
των προϊσταμένων παιδαρίων, τα οποία προς τούτο οι ανδραποδοκάπηλοι εβίαζον...
ετόνισε δε και ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης ότι επί της εποχής του οι ανδρόγυνοι
εθήρευον τους άνδρας διά του καλλωπισμού.
Μέρος του καλλωπισμού τους ήταν να μαζεύουν τα
μαλλιά τους ψηλά σε κότσο, να αλείφονται με μύρα και να φοράνε χρυσά
περιδέραια.
Το πάθος της αρσενοκοιτίας, συνεχίζει
ο Φαίδων Κουκουλές, εχαρακτηρίζετο από τους Βυζαντινούς ως η των Σοδόμων ασθένεια ή
Σοδομιτισμός, οι δ’ εις τούτο δουλεύοντες Σοδομίται ή Σοδομηνοί. Απέναντι της
τοιαύτης εκτροπής ο Χριστιανισμός έλαβε στάσιν διδάσκων ότι η παρά φύσιν
εργασία εξοργίζει τον Θεόν, όστις, πλην άλλων δεινών, και σεισμούς πέμπει και
άλλα σημεία και τέρατα ποιεί.
Η Πολιτεία έλαβε μέτρα εναντίον τους. Ο αυτοκράτωρ
Κώνστας όρισε την ποινή του θανάτου για τους «αρσενοκοίτες» (αν και ο ίδιος
αργότερα έγινε παθιασμένος «αρσενοκοίτης»). Ο Ιουστινιανός το ίδιο. Ο Λέων ο Α΄ τούς φυλάκιζε, τους εξόριζε ή τους έριχνε στη θάλασσα. Επί Κωνσταντίνου
του Πορφυρογέννητου «οι ασελγείς, ο τε ποιών και ο υπομένων ξίφει τιμωρήσθωσαν.
Ει δε ο υπομένων ήττων των δώδεκα ετών ευρεθή, συγχωρείσθω ως της ηλικίας
δηλούσης μη ειδέναι αυτόν (δηλαδή δεν καταλάβαινε) το τι υπομένει». Όποιος ήταν μικρότερος από
δώδεκα χρονών, πρώτα τον έδερναν και μετά τον έκλειναν σε μοναστήρι.
Αργότερα οι ποινές μετριάστηκαν. Όσους «ανδρομανείς»
έπιαναν, τους έδερναν, τους κούρευαν και τους εξόριζαν.
Σύμφωνα με τις Ασίζες της Κύπρου «οι Σοδομίται
εντέχουνται να αποθάνουν κακόν θάνατον, άσχημον».
Ο Φαίδων Κουκουλές αναφέρει «και την καυλοκόπησιν του αθεμιτουργούντος και είτα την
διαπόμπευσιν αυτού».
Η Εκκλησία είχε τις δικές της ποινές.
Γράφει ο Φαίδων Κουκουλές:
Κατά τον Μ. Βασίλειο «ο την ασχημοσύνην εις τους άρρενας
διαπράξας, μετανοήσας και εξομολογηθείς, επί δέκα και πέντε έτη έπρεπε να
κωλύεται των αγιασμάτων, νηστεύων και προσκλαίων». Ο δε Γρηγόριος ο Νύσσης «επί δέκα και οκτώ
έτη εκώλυε της μεταλήψεως τον αρσενοκοιτούντα». Την ποινή κατέβασε ο Θεόδωρος Στουδίτης στα δύο έτη, «αφού ελεγχθή ότι πράγματι μετενόησεν, εν
τω μεταξύ ξηροφαγών και κάμνων ημερησίως διακοσίας μετανοίας».
Τέλος «ο δια
νηπιότητα ή πτωχείαν ή βίαν ή καθ’ όλου βινηθείς δεν επιτρεπόταν να γίνει διάκονος
ή ιερέας, αν δε κάποιος γενόμενος κληρικός, εξηκολούθει να βινήται, τότε, κατά
τον Ιωάννην τον Νηστευτήν, απηγορεύετο να ιερουργή. Σύμφωνα με τον ίδιο, «ηδύνατο να ιερωθεί παιδίον ουχί φθαρέν,
αλλά ει εις τους μηρούς την ροήν εδέξατο».
Η βυζαντινή κοινωνία ήταν αυστηρή περί τα σεξουαλικά
ήθη, αυτό είναι γνωστό. Παρ’ όλα αυτά οι Βυζαντινοί, ως κανονικοί άνθρωποι με
ορμές, απολάμβαναν την ερωτική ευχαρίστηση με τον τρόπο που ήθελαν, με τη διαφορά
ότι μετά οι περισσότεροι ένιωθαν ένοχοι και αμαρτωλοί.
Αν κάτι καλό έχει η εποχή μας, είναι ότι προσπαθεί
να απεμπλέξει την ερωτική ευχαρίστηση από την ενοχή και την αίσθηση της
αμαρτίας.
Χρειάστηκαν πάντως αρκετοί αιώνες για να
μεταμορφωθούν οι αρσενοκοίτες, οι ανδρομανείς, οι νοσούντες την θήλειαν νόσον,
οι αρρενομίκτες, οι πάσχοντες τα των γυναικών, οι θηλυδρίες άνδρες, οι άρρενες
άρρεσι την ασχημοσύνην εργαζόμενοι, οι αρρενοφθόροι, οι ανδραποδοκάπηλοι, οι
Σοδομίτες, οι την ασχημοσύνην εις τους άρρενας διαπράξαντες, οι αρρενομανούντες
σε ομοφυλόφιλους και μετά σε gay που μπορούν να παντρεύονται μεταξύ τους
και να κάνουν και οικογένεια.
Η παιδεραστία ωστόσο παραμένει ταμπού, εφόσον έχει
να κάνει με παιδιά που υποχρεώνονται με τη βία ή την πειθώ να κάνουν κάτι που
δεν θέλουν, δεν τους αρέσει και τους προκαλεί ψυχικό τραύμα.
Και στο θέμα αυτό η εποχή μας διακρίνεται από τις
περασμένες εποχές και έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο, εφόσον στο παρελθόν τα
παιδιά αντιμετωπίζονταν με ωμότητα και κυνισμό, όχι μόνο όταν επρόκειτο για σεξ,
αλλά σε όλους τους τομείς της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου