Ο κόσμος στεκόταν απέναντι.
Ήταν ένας αντι/κείμενος κόσμος σε
σχέση με αυτόν, μ’ όλο που, αν αντιστρέφονταν οι όροι, αυτός θα γινόταν αμέσως
αντι/κείμενος σε σχέση με τον κόσμο.
Αλλά
δεν είχε σημασία. Από κάπου έπρεπε να ξεκινήσει και αυτός ήταν ήδη κάτι που, αν
και δεν μπορούσε να το προσδιορίσει ακριβώς, όμως καταλάβαινε ότι ήταν κάτι
διαφορετικό από τον αντι/κείμενο κόσμο.
-Πού
είμαι; αναρωτήθηκε επιχειρώντας να προσδιορίσει τουλάχιστον το χώρο του,
θεωρώντας ήδη δεδομένο ότι με τη λέξη «είμαι» εννοούσε ρητά και μόνο τον εαυτό
του.
Αλλά
κάνοντας αυτή την ερώτηση έδινε παράλληλα στον εαυτό του την πληροφορία ότι δεν
ήξερε πού ήταν. Φτιάχνοντας ένα δεύτερο καλύτερο στήριγμα για να μπορεί να
συνεχίσει, έδωσε μόνος του την απάντηση:
-Είμαι απέναντι από τον κόσμο.
Αυτή
η πληροφορία τον ικανοποίησε ελάχιστα, διότι ήταν εξαιρετικά ελλιπής, εφόσον
δεν ξεκαθάριζε τι ήταν αυτό το «απέναντι», αν
ήταν δηλαδή ένας άλλος διαφορετικός χώρος από αυτόν του αντι/κείμενου
κόσμου και, αν συνέβαινε έτσι, τι ποιότητας και τι υφής χώρος ήταν.
Με
αυτήν την ελλιπή πληροφόρηση μπόρεσε ωστόσο να κατασκευάσει στη συνέχεια μικρές
ολοκληρωμένες προτάσεις κρίσης που αφορούσαν τον κόσμο απέναντι, όπως π.χ. "Αυτό είναι ένα δέντρο", "το
νερό τρέχει στο ρυάκι", "ο
ουρανός είναι γαλανός".
Τις
προτάσεις αυτές τις ένιωσε εξαρχής αυτόνομες, δηλαδή εντελώς ανεξάρτητες από
αυτόν τον ίδιο, ενώ αντίθετα εκείνες μεταξύ τους έδειχναν να έχουν μια ισχυρή,
εσωτερική σύνδεση. Διότι οι προτάσεις αυτές ήταν φανερό ότι αφορούσαν τον αντι/κείμενο
κόσμο και καθόλου δεν αφορούσαν αυτόν που τις είχε κατασκευάσει. Γι’ αυτό βρέθηκε σε μεγάλη δυσκολία πώς να
τοποθετήσει τον εαυτό του σε σχέση μ’ αυτές, αγνοούσε μάλιστα, αν έπρεπε να
επιχειρήσει κάτι τέτοιο ή αν ήταν καλύτερο να τις αφήσει να πάρουν το φυσικό
τους δρόμο, δηλαδή να περάσουν στον αντι/κείμενο κόσμο όπου φαινόταν ότι
ανήκουν.
Δεν
χρειάστηκε όμως να πάρει καμιά απόφαση, διότι οι προτάσεις του είχαν ήδη αποκολληθεί
από αυτόν και είχαν περάσει στον αντι/κείμενο κόσμο. Ήταν φανερό επομένως ότι
δεν του ανήκαν και ότι ο ίδιος είχε λειτουργήσει σαν ένα είδος μηχανής που της
ρίχνουν ανάκατα υλικά κι αυτή τα ξεχωρίζει και τα ταξινομεί αυτόματα.
Μετά από αυτή τη διαπίστωση άρχισε να παρατηρεί
αρκετά ψύχραιμα τον αντι/κείμενο κόσμο, μέσα στον οποίο έπλεαν οι προτάσεις
κρίσης του, και συνέχισε να κατασκευάζει παρόμοιες προτάσεις, οι οποίες, μόλις
ολοκληρώνονταν, ξεκολλούσαν από πάνω του και ταξίδευαν αργά μέχρι που έμπαιναν
στον αντι/κείμενο κόσμο
Δεν
άργησε να καταλάβει ότι μ’ αυτό το παιχνίδι τίποτα δεν άλλαζε, ότι δηλαδή
υπήρχε πάντα μια απόσταση σταθερή ανάμεσα σ’ αυτόν και τον αντι/κείμενο κόσμο.
Ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει την
προσπάθεια, όταν κατασκεύασε μια νέα πρόταση κρίσης που διέφερε όμως από τις
προηγούμενες :
«Ο ήλιος ζεσταίνει».
Μέσα
σ’ αυτήν υπήρχε διαχυμένο ένα μικρό κομμάτι του εαυτού του, εφόσον η θέρμη του
ήλιου μετατρεπόταν εντός του σε συγκεκριμένο αίσθημα, και επομένως αυτή η
πρόταση κρίσης δεν μπορούσε να αυτονομηθεί εντελώς από αυτόν. Γι’ αυτό στάθηκε
μετέωρη ανάμεσα σ’ αυτόν και τον αντι/κείμενο κόσμο μη ανήκοντας απόλυτα σε
κανέναν από τους δύο.
Παίρνοντας θάρρος από αυτή την
απρόσμενη επιτυχία του αποτόλμησε ένα νέο είδος πρότασης που διέφερε σαφώς από
τις προηγούμενες :
«Είναι όμορφα !».
Εδώ
ο αντι/κείμενος κόσμος καθώς και ο εαυτός του συνυπήρχαν χωρίς ξεκαθαρισμένα
όρια, εφόσον δεν ήταν δυνατό να αποδειχθεί κατά πόσο ο αντι/κείμενος κόσμος
ήταν όμορφος ή κατά πόσο αυτός τον έβλεπε έτσι.
Αυτή η πρόταση επομένως περιείχε μέσα της ένα μικρό θαύμα, γιατί έδειχνε
να εκμηδενίζει την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτόν και τον κόσμο απέναντι και άρα,
κατά τη λογική αυτής της πρότασης, αυτός είχε ήδη μπει μέσα στον αντι/κείμενο
κόσμο ή έστω τον είχε λίγο αγγίξει.
Ωστόσο
κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε.
Ο αντι/κείμενος κόσμος έμοιαζε να θέλει να
διατηρήσει την αυτονομία του και αδιαφορούσε τελείως για τις προτάσεις που εκείνος
κατασκεύαζε . Η ένωση που υπήρχε μέσα
στην πρόταση «Είναι όμορφα!», ήταν μια πλαστή ένωση. Το αποδείκνυε εξάλλου η ίδια η πρόταση που
δεν ξεκόλλησε από πάνω του.
Αυτή
η διαπίστωση τον πείσμωσε αρκετά και κατασκεύασε αμέσως μια νέα πρόταση με
ξεκάθαρα επιθετικό περιεχόμενο:
«Θέλω να μπω στον αντι/κείμενο
κόσμο».
Εδώ
οι όροι «θέλω» και «αντι/κείμενος κόσμος» έχασαν εντελώς την ισόρροπη σχέση
τους, διότι ο αντι/κείμενος κόσμος φάνηκε να υφίσταται μια ανεπαίσθητη – προς
το παρόν – συρρίκνωση, ενώ αντίθετα αυτός φάνηκε ενισχυμένος με ένα στοιχείο
που έλειπε από τον αντι/κείμενο κόσμο, ένα στοιχείο που το εμπεριείχε σε ισχυρή
δόση η λέξη «θέλω».
Από
το σημείο αυτό και μετά η αντιπαράθεση φάνηκε να χάνει την αρχική της ένταση,
διότι αυτός άρχισε να κατασκευάζει σωρηδόν προτάσεις που ξεκινούσαν με τη λέξη
«θέλω» και κατέληγαν στον αντι/κείμενο κόσμο. Το αποτέλεσμα αυτών των προτάσεων
ήταν να συρρικνώνεται ολοένα ο κόσμος απέναντι, ενώ αυτός αποχτούσε μια
παράδοξη ισχύ που με κάθε «θέλω» γινόταν μεγαλύτερη.
Παρ’
όλα αυτά εξακολουθούσε να βρίσκεται
απέναντι. Οι προτάσεις του που λειτουργούσαν ως
ένα είδος γέφυρας ανάμεσα σ’ αυτόν και τον αντι/κείμενο κόσμο, δεν ήταν ικανές
να σηκώσουν το βάρος του και κάθε φορά που επιχειρούσε να πατήσει πάνω τους για
να περάσει απέναντι, εκείνες κατέρρεαν στην άβυσσο.
Μετά από επανειλημμένες αποτυχημένες
προσπάθειες αναγκάστηκε να αλλάξει τη μέθοδο προσέγγισης και τότε ανακάλυψε ένα
νέο είδος προτάσεων που ξεκινούσαν με το «εάν».
Μόλις κατασκεύασε την πρώτη υποθετική του
πρόταση, έμεινε εμβρόντητος, γιατί είδε ότι μια δυνατότητα μπορούσε ταυτόχρονα
να υπάρχει και να μην υπάρχει. Αυτή η νέα διάσταση που ανοίχτηκε μπροστά του,
τον μπέρδεψε αρκετά, γιατί τον ανάγκασε να δει τον αντι/κείμενο κόσμο μέσα σε
μια τρομαχτική ρευστότητα που ως τότε δεν φανταζόταν.
Δεν παραιτήθηκε όμως.
Προχώρησε ψηλαφητά μέσα στη νέα διάσταση ελπίζοντας ότι κάποια
στιγμή θα εύρισκε το μονοπάτι που θα τον έφερνε απέναντι. Έτσι άρχισε να κατασκευάζει υποθετικούς
λόγους τον ένα πίσω από τον άλλο. Είδε τότε με τρόμο ότι οι υποθετικοί λόγοι
ήταν άπειροι σε αριθμό και ότι ήταν ικανοί να μεταμορφώνουν τον αντι/κείμενο
κόσμο σε άπειρες μορφές και σχήματα.
Μετά
από αυτή την τελευταία αποτυχία του κατάλαβε ότι ο αντι/κείμενος κόσμος ήταν
κάτι ασύλληπτο και ότι η συρρίκνωσή του ήταν καθαρή αυταπάτη. Κατάλαβε επίσης ότι αυτός θα βρισκόταν σταθερά
και αμετάκλητα στον απροσδιόριστο και ασαφή χώρο που ο ίδιος είχε ονομάσει
«απέναντι», ένα χώρο που ο ίδιος είχε διευρύνει με τις προτάσεις του, αλλά που
με κανένα τρόπο δεν ήταν ο απέναντι κόσμος.
Αφού
εξέλιπε και η τελευταία του ελπίδα να ενωθεί με τον αντι/κείμενο κόσμο,
επέστρεψε στην αφετηρία του, δηλαδή στον εαυτό του, και προσπάθησε να
προσδιορίσει τουλάχιστον αυτόν στηριζόμενος στην επίσης ασαφή λέξη «εγώ». Αλλά κάθε πρόταση που κατασκεύαζε για να
αυτοπροσδιοριστεί ήταν κατώτερης ποιότητας από την προηγούμενη, γιατί
περιόριζαν την υπόστασή του σε ασφυκτικά στενά όρια και κατά κανόνα η μία
αναιρούσε την άλλη.
Ευρισκόμενος λοιπόν σε πλήρη απορία
αναγκάστηκε να αυτοπροσδιοριστεί με μια επίσης ασαφή λέξη και κατασκεύασε την
εξής πρόταση:
«Εγώ είμαι το υποκείμενο».
Όμως αυτή η πρόταση δεν σήμαινε
απολύτως τίποτα.
Διότι ο μεν αντι/κείμενος κόσμος εξακολουθούσε
να είναι απρόσιτος, ο δικός του χώρος εξακολουθούσε να είναι ένα ασαφές
«απέναντι», ο δε εαυτός του οριοθετημένος ανάμεσα στο «εγώ» και το «υποκείμενο»
παρέμενε ουσιαστικά διάχυτος και χωρίς όρια.
Για ένα πράγμα όμως μπορούσε να είναι
βέβαιος: Ότι ήταν ικανός να κατασκευάζει προτάσεις.
Από τη συλλογή διηγημάτων "Οι πόρτες", εκδ. Ιωλκός.
Συγχαρητήρια!Πολύ όμορφο το διήγημα και ιδιαίτερα ενδιαφέρον το παιχνίδι με τον αντι-κείμενο κόσμο (ιδίως για το υποκείμενο-εγώ)!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα, Βούλα.
ΑπάντησηΔιαγραφή