«Μετακομίσαμε
Στην
πιο ψηλή κορφή του βουνού
Κάτω
η θάλασσα αγριεμένη».
Τη
«Σκοτεινή συγκατοίκηση», την τελευταία ποιητική συλλογή της Φροσούλας Κολοσιάτου,
θα είναι λάθος να τη διαβάσει κανείς
μόνο μια φορά.
Αν
με την πρώτη ανάγνωση η εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι η μελαγχολία
για ένα κόσμο που δείχνει να έχει καταρρεύσει, με τη δεύτερη και την τρίτη
ανάγνωση βυθίζεται σε έναν εφιάλτη: η «Σκοτεινή
συγκατοίκηση» είναι ένας κόσμος που έχει
αποσυντεθεί και έχει χάσει πια τα λογικά του.
Εδώ
κυρίαρχο τοπίο είναι η πόλη που έχει σωριαστεί σε σωρούς ερειπίων και ανάμεσά
τους οι άνθρωποι παραπαίουν ζαλισμένοι και χωρίς σκοπό. Μια συμφορά πέρα και πάνω από τις
δυνάμεις τους έχει επιβάλει την εξουσία της και οι άνθρωποι, αδύναμοι να την
αντιπαλέψουν, περιφέρονται εδώ κι εκεί σαν σπασμένες μαριονέτες. Οι επιθυμίες
τους αναδύονται λειψές, η σκέψη τους είναι θολή, τα λόγια τους κομματιασμένα.
Κινούνται μέσα στα χαλάσματα ενός μισοσκότεινου, ρημαγμένου τοπίου, σκιές χωρίς
χαρακτηριστικά, σιλουέτες που τρεκλίζουν μέσα σε ένα κόσμο που έγινε ξαφνικά
εχθρικός και ξένος, έγινε επικίνδυνος.
Μοναχικές
φιγούρες μονολογούν ανεβάζοντας από τη μνήμη τους μακρινές εικόνες μιας άλλης
ζωής, όταν ακόμα τα πράγματα ήταν στη θέση τους και ο κόσμος είχε χρώματα.
«Τρισδιάστατο
ταξίδι
Κόσμος
οικείος
Υπάρχει
το σπίτι που αγάπησα
Η
λαβή από το μπαστούνι
Της
μητέρας
Και
η φωνούλα από κουρδιστή κούκλα
Τραγουδά
ένα πλεόνασμα αγάπης».
Τώρα
αυτός κόσμος δεν υπάρχει πια:
«Σώματα
προσπερνούν βιαστικά
Ομίχλη
απλώνεται παντού
Γίναμε
παραλήπτες του κακού
Το
βάθος του δρόμου σκοτεινό
Στις
γέφυρες
Η
καταιγίδα εξαπλώνεται ραγδαία».
Σ’
αυτόν τον νέο, απειλητικό κόσμο υπάρχει μια συνεχής κίνηση, μια συνεχής
αναταραχή:
«Μια
αγέλη πεινασμένων ανθρώπων
Μεταμορφώθηκε
Και
εγκαταστάθηκε στην πόλη».
«Όπου
και να πας
Θα
βρεις ανθρώπους
Πάντα
να μετακινούνται».
Το
πλήθος είναι ένα κεντρικό σημείο στη «Σκοτεινή συγκατοίκηση». Ένα πλήθος
ανθρώπων που πάει κι έρχεται μέσα στην γκρεμισμένη πόλη με μια έντονη αίσθηση
μοναχικότητας. Κανείς δεν μπορεί να αγγίξει τον άλλον, να μιλήσει στον άλλον. Άνθρωποι
που υπνοβατούν, παιδιά που κλαίνε, ιαχές που έρχονται από κάπου μακριά, πλήθη
χωρίς πρόσωπο που συνωστίζονται στους δρόμους με ασυντόνιστο βηματισμό. Δεν
υπάρχει ο συνεκτικός δεσμός που θα ενώσει αυτό το ετερόκλιτο πλήθος, όλοι
κινούνται σαν αυτόματα, σαν μηχανικές, μισοσπασμένες κούκλες.
«Τους
πληθυσμούς σκιάζουν
Θλιβερά
γεγονότα»
«Άνθρωποι
φοβούνται τους ανθρώπους
Παραμένουν
στα όνειρα σκοτεινοί»
«Τυλιγμένα
στον ύπνο
Μυριάδες
χέρια
Υπνοβατούν...»
Αλλού
η πόλη φαντάζει έρημη, απογυμνωμένη από ανθρώπους, εγκαταλειμμένη:
«Αμετακίνητα
τραπέζια
Στον
πεζόδρομο
Τρέμουν
από το κρύο
Παρκαρισμένα
αυτοκίνητα
Φύλλα
πέφτουν
....
Ψυχή
στους δρόμους
Τρίζει
το ξεχασμένο πόμολο
Της
πόλης
...
Η
πόλη ολόκληρη
Χωρίς
αισθήσεις».
Με
διαλυμένο τον κοινωνικό ιστό οι άνθρωποι ξύνουν τις πληγές τους, ο καθένας
μόνος του. Κάθε τόσο μια γυναικεία
λυπημένη μορφή ξεπροβάλλει πίσω από ένα παράθυρο, στη γωνία ενός δρόμου και
παρατηρεί σιωπηλή αυτό τον κόσμο του παραλόγου.
«Μια
γυναίκα με μαύρα γυαλιά
Ταξιδεύει
στις άγονες γραμμές...»
Τα
πουλιά έχουν μια ιδιαίτερη θέση στον κόσμο αυτό που αποσυντίθεται. Κοιτάζουν
από ψηλά, σχεδόν αμέτοχα, σαν ένα σύμβολο μιας ελεύθερης ζωής που έχει
αποσυρθεί από τον κόσμο των ανθρώπων:
«Πετούσαν
τα πουλιά χαμηλά
Έσβηναν
την κίνησή τους κυκλικά...»
«Πουλιά
σε διάτρητο τοπίο...»
«Αετοί
μαζεύουν τα φτερά τους...»
Κάτω
όμως, στη γη, η ζωή έχει μεταλλαχθεί σε κάτι που μοιάζει με απουσία ζωής ή
ακόμα και με θάνατο:
«Κούκλες
και ξυλοπόδαροι
Παριστάνουν
πλήθος προσώπων...»
«Μεταμφιέζουν
Τους
νεκρούς σε ζωντανούς
Τους
περιφέρουν με άρματα
Μέσα
στην πόλη...»
Σ’
αυτόν εδώ τον κατακερματισμένο κόσμο όπου τα πλήθη περιφέρονται με σαλεμένα
λογικά, κάποιοι Αόρατοι κινούν τα νήματα και αποφασίζουν για τις τύχες των
άλλων:
«Νεογνά
οχιάς
Με
άκαμπτα μάτια
Τα
υψωμένα φρύδια
Της
πόλης»
«Κάπου
στο χάρτη
Με
νέες φυλές υπολογιστών
Καταστρέφουν
τον πολιτισμό...»
«Σαρώνει
τους ιστούς της ημέρας
Αράχνη
Παγιδευμένη
στο φως
Σφίγγα
Σε
περίπλοκες τελετουργίες
Συρρικνώνεται
Φορώντας
τα ματωμένα διαμάντια
Ενεδρεύει
στο κόκκινο»
«Χρηματολάτρες
Επέλεξαν
το διαχωρισμό
Σε
χρυσό και ασήμι
Πέτρες
να γίνονται κοσμήματα
Μετρήσιμης
αξίας».
Ελπίδα
δεν φαίνεται από πουθενά. Σε κάποια αισιόδοξη στιγμή μπορεί να διαβάσει κανείς
ένα στίχο:
«Ωστόσο
Όλα
μπορεί να συμβούν
Αν
τα πεις δυνατά»
«Γι’
αυτό θυμήσου
Όταν
αφηγείσαι
Αντιστέκεσαι».
Όμως
αυτό είναι η εξαίρεση. Το μέλλον δεν προοιωνίζεται όμορφο:
«Ολόκληρη
η γεωγραφία
Η
δική μας αλλάζει
Μόνο
η σιωπή του ανθρώπου
Και
ο πόνος».
Η «Σκοτεινή
συγκατοίκηση» δεν είναι αισιόδοξη ποίηση. Είναι ποίηση που περιγράφει μια
ανεπανόρθωτη καταστροφή. Όλα έχουν χαθεί και η ύπαρξη βασανίζεται ζώντας μια
ζωή χωρίς ελπίδα.
«Απλώνω
το χέρι μου
Μια
σπιθαμή από την άβυσσο».
Είναι
ποίηση που κοιτάζει τον κόσμο και τον φωτογραφίζει, όπως ακριβώς είναι μετά την
έκπτωσή του: σκοτεινός.
Δημοσιεύτηκε στο Homo Universalis:
Δημοσιεύτηκε στο Homo Universalis:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου