Στην
εποχή μας η επιδίωξη της ατομικής ευτυχίας δεν είναι απλώς θεμιτή, είναι και
κοινωνική επιταγή: όλοι έχουμε το δικαίωμα να είμαστε ευτυχισμένοι και μπορούμε
να το επιδιώξουμε αυτό με κάθε τρόπο, χωρίς εννοείται να αδικήσουμε ή να
ζημιώσουμε τον άλλον. Αν καταφέρουμε να είμαστε ευτυχείς μέσα στα πλαίσια που
ορίζει ο νόμος και η κοινωνία, τότε έχουμε ολοκληρώσει το σκοπό, για τον οποίο –
κατά πολλούς - έχουμε έρθει σ’ αυτόν τον κόσμο.
Βέβαια,
για να γίνουμε ευτυχείς, θα πρέπει μερικές φορές να κλείσουμε τα μάτια σε ό,τι
συμβαίνει γύρω μας και να κάνουμε κάποιες εκπτώσεις στη συνείδησή μας, επειδή ο
κόσμος που ζούμε δεν είναι ο παράδεισος. Αν μπορέσουμε να αγνοήσουμε τα βάσανα
των άλλων, αν μάλιστα καταφέρουμε να αναπτύξουμε και μια φιλοσοφία πάνω στο
θέμα (δεν φταίω εγώ για ό,τι συμβαίνει γύρω μου, δεν μπορώ να διορθώσω τίποτα,
άλλοι είναι αυτοί που κινούν τα νήματα), τότε ο δρόμος μας προς την ευτυχία
είναι ακόμα πιο βατός. Ούτε και κανείς θα μας κατηγορήσει για αμοραλιστές.
Είμαστε απλώς ρεαλιστές, όχι κακοί άνθρωποι. Δεν πειράζουμε κανέναν, δεν
αδικούμε κανέναν. Στόχος μας είναι απλώς η ατομική ευτυχία μας, αλλά αυτό πια
σήμερα όλοι το υποστηρίζουν με θέρμη από τους ψυχολόγους και τους
κοινωνιολόγους μας ως τους στοχαστές και τους νομοθέτες μας.
Τι
γίνεται όμως, όταν, αφού καταφέρουμε να φτάσουμε σε κάποιο επίπεδο ανεμελιάς
που μοιάζει πολύ με την ευτυχία, έρχεται ξαφνικά και μας χτυπά την πόρτα το
Χρέος; Όταν μέσα στην ξέγνοιαστη ζωή μας –που κανέναν δεν πειράζουμε, κανέναν
δεν ενοχλούμε – εισβάλλει μια μαυροφορεμένη γυναίκα για να μας υποδείξει ότι
υπάρχει και ένας άλλος τρόπος ζωής, δύσκολος και επώδυνος, που δεν έχει ευτυχία,
έχει όμως αρχές και αξία;
Στους
Αγνοούμενους του Βασίλη Κατσικονούρη ένα νεαρό ζευγάρι, ο Πέτρος και η Μίνα, χαίρεται
τη ζωή του, περνά καλά: χρήματα υπάρχουν, έρωτας μεταξύ τους υπάρχει, άρα όλα
καλά. Η ζωή περνά ευχάριστα με ταξιδάκια κάθε τόσο και με διασκέδαση, με φιλιά
και αγκαλιές. Κανέναν δεν ενοχλούν, επομένως έχουν κάθε δικαίωμα να είναι
ευτυχείς.
Μέχρι
που έρχεται στο σπίτι η αδελφή από την Κύπρο κουβαλώντας το βαρύ φορτίο της
ευθύνης. Εκεί στο νησί, κάποιοι ακόμα πενθούν τους αγνοούμενους της εισβολής
του Αττίλα, κάποιοι δεν μπορούν να ξεχάσουν την τραγωδία. Ανάμεσα σε αυτούς και
η Δέσποινα, μια γυναίκα ταγμένη στο Χρέος που ακόμα θρηνεί την απώλεια του
νεαρού αδελφού.
Με
αυτή την απρόσμενη επίσκεψη η προ-κατ ευτυχία του ζευγαριού κλονίζεται. Επειδή
είναι μια δήθεν ευτυχία, στην ουσία είναι μια απόλυτη αδιαφορία για ό,τι
συμβαίνει έξω από αυτούς. Τώρα όμως αυτό που συμβαίνει έξω από αυτούς έχει
εγκατασταθεί μέσα στο σπίτι τους. Δεν μπορούν να το αγνοήσουν. Αν μέχρι εκείνη
τη στιγμή ήταν οι ανέμελοι αγνοούντες, τώρα πρέπει να αποφασίσουν: ή θα
συνεχίσουν να είναι αγνοούντες, αμοραλιστές αγνοούντες πλέον αναλαμβάνοντας την
ευθύνη της επιλογής τους ή θα ακολουθήσουν κι εκείνοι το δρόμο του Χρέους, όπως
κάνει η αδελφή από την Κύπρο.
Ο
έρωτας που φαινόταν να τους κρατά ενωμένους αποδεικνύεται τώρα μια απλή
συμβιωτική συνήθεια. Αλήθειες που κράταγε το ζευγάρι μέσα του σαν αιματώματα
του παρελθόντος βγαίνουν στο φως και η σχέση δεν αντέχει στον κλονισμό και
διαλύεται.
Ο
Πέτρος που ως εκείνη τη στιγμή φαίνεται σίγουρος για ό,τι πρεσβεύει - μολονότι ένας αδιάγνωστος πόνος στα σωθικά του και κάποιες στιγμές συγκεχυμένων ενοχών
ταράζουν αυτό το προσωπείο της αυτοπεποίθησης που βγάζει προς τα έξω- αποχωρεί συντριμμένος. Αγνοούμε – και αγνοεί
και ο ίδιος – τι θα κάνει στη μετέπειτα ζωή του.
Η
Μίνα απεκδύεται το ρόλο της χαριτωμένης, ερωτευμένης συζύγου και επιστρέφει
στις ρίζες της. Το χαϊδευτικό «Μίνα» αποβάλλεται ως δηλωτικό μιας ανεύθυνης
ζωής. Δεν είναι τυχαίο που ο Κατσικονούρης έχει ονοματίσει αυτό τον χαρακτήρα
Ισμήνη-Αντιγόνη: Η Μίνα-Ισμήνη που συμβολίζει την ήσυχη, καλόβολη γυναίκα που
ζει ευχαριστημένη στη σκιά του συζύγου υιοθετεί τώρα το δεύτερο όνομά της,
γίνεται Αντιγόνη. Που σημαίνει ότι αναλαμβάνει συνειδητά τις ευθύνες της. Κάνει
την επιλογή της με ένα γενναίο άλμα πάνω από τη καθημερινότητα και αναλαμβάνει
το Χρέος που της κληροδότησε η μαυροφορεμένη αδελφή.
Το
δίλημμα που μάς θέτει το έργο είναι σαφές: τι επιλέγουμε στη ζωή μας; Ποιες
είναι οι προτεραιότητές μας; Η ατομική ευτυχία μας μπορεί να στηριχθεί στον
απλό ευδαιμονισμό; Αν ο κόσμος ακόμα τυραννιέται από κάθε λογής βάσανα, έχουμε
το δικαίωμα να αδιαφορούμε; Τι προέχει τελικά, η προσωπική μας καλοπέραση ή η
αίσθηση του Χρέους απέναντι στον άλλον που υποφέρει;
Σε
μια εποχή όπου όλοι μάς προτρέπουν να κυνηγήσουμε την προσωπική μας ευτυχία και
τονίζουν το δικαίωμά μας σ’ αυτήν, το Χρέος έρχεται μερικές φορές να μας
υποδείξει ότι ίσως έχουμε πάρει λάθος δρόμο.
Μια
πολύ καλή παράσταση. Οι ηθοποιοί ζουν το ρόλο τους –τους είδα μάλιστα να
δακρύζουν στην αιχμή του έργου. Η Αιμιλία Υψηλάντη λιτή και απόλυτα κυρίαρχη στο
δικό της ξεχωριστό ρόλο μάς δίνει μια «Δέσποινα» με μεγάλο εκτόπισμα.
Στο
θέατρο «Αργώ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου