Από
την εφημερίδα «Ακρόπολις» της 25/1/1884 μαθαίνουμε ότι οι δρόμοι της Αθήνας
απέχτησαν ονόματα μόλις εκείνη τη χρονιά.
Μέχρι τότε οι Αθηναίοι περνούσαν πολλές ταλαιπωρίες, ώσπου να βρουν το
κτήριο που έψαχναν:
«Μετ’
άκρας ευχαριστήσεως έμαθον οι κάτοικοι των Αθηνών (...) την βάπτισιν των αθηναϊκών οδών. Τέλος πάντων
θα ηδυνάμεθα τώρα να ερωτώμεν πού είναι η οδός και να οδηγώμεν τους ερωτώντας
αντί με το: πήγαινε δεξιά, κατέβα αριστερά, στρέψε προς τα επάνω, σημάδεψε τον Λυκαβηττόν
και την Ακρόπολιν και άλλα αοριστότερα και μηδένα νουν έχοντα (...).
Ανάγκη
να αρθή πλέον η σύγχυσις και η αμηχανία περί την αναζήτησιν των κατοικιών
(...). Πρέπει να γυρίσεις όλα τα μπακάλικα, όλα τα χασάπηκα και τα ψωμάδηκα, ν’
ακούσης ως γνωρίσματα αλάνθαστα: το σπίτι με τα παντσούρια, με την μεγάλη την
πόρτα, το σπίτι με το ψηλό ή το χαμηλό μπαλκονάκι, με τα πράσινα ντουβάρια και
άλλα βλακωδέστατα, να στρέφεις περί σεαυτόν ιδρώτι περιρρεόμενος εξ αμηχανίας
(...), να ανοίγης ξένας θύρας και να εκδιώκησαι πότε μεν με οργίλον και πότε με
εμπαικτικόν βλέμμα και ν’ απέρχησαι βλασφημών και κακολογών (...) την τύχην σου
ότι εν τοιαύτη ζης κοινωνική διακοσμήσει.
Αντί
δε τίνων μεγάλων και φοβερών απαιτήσεων και δαπανών ανέχονται νομίζετε αι της
πόλεως αρχαί την ακοσμίαν ταύτην; Αντί
ολίγων τεμαχίων τενεκέδων. Αλλά και ταύτην την δαπάνην ηδύναντο να αποφύγωσιν
οι περί τα δημόσια πασίγνωστην φειδώ ασκούντες
άρχοντές μας, αν έδιδον ολίγας δραχμάς εις κανένα μπογιατσή δια να
εγκολάψη με την βούρτσαν του επί του ανωφλίου εκάστης θύρας ένα αριθμόν ή εν
σημείον οιονδήποτε δια να μη μας αφήνουν όλως ασήμους και αφανείς».
Το
1896, δώδεκα χρόνια αργότερα δηλαδή, η Αθήνα μπορεί να είχε ονοματοδοτήσει τους δρόμους της, παρέμενε όμως μια πόλη εξαιρετικά
προβληματική ως προς την καθαριότητα. Όπως μας περιγράφει ο Εμμανουήλ Ροΐδης, στις
παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων οι εφημερίδες της εποχής έκαναν συστάσεις στην
αστυνομία και τους Αθηναίους
«…νὰ ἐπιμεληθοῦν πρὸς χάριν τῶν ξένων τὴν
καθαριότητα τῶν δρόμων καὶ νὰ φροντίσουν νὰ μὴ βρωμοῦν αἱ μάνδραι καὶ νὰ μὴν εἶναι
τὰ πεζοδρόμια παραρτήματα μακελλείων καὶ λαχανοπωλείων…Τί ἄλλο δύναταί τις ἐκ τῶν
συστάσεων τούτων νὰ συμπεράνη παρὰ μόνον ὅτι… οἱ κάτοικοι τῶν Ἀθηνῶν μόνον εἰς ἐκτάκτους
περιστάσεις πρέπει ν᾿ ἀναπνέουν ἄοσμον ἀέρα, νὰ μὴ γλιστροῦν εἰς αἵματα καὶ νὰ
μὴ σκοντάπτουν εἰς σάπια πορτοκάλια καὶ λείψανα γάτων καὶ ὀρνίθων;… ἀφοῦ ἀπὸ τόσα ἔτη
βοᾷ ὅλος ὁ κόσμος κατὰ τοῦ κονιορτοῦ, τῆς λάσπης, τῶν λάκκων καὶ τῆς δυσωδίας
καὶ ματαίως ἀγωνίζεται ὅλος ὁ τύπος νὰ φέρῃ εἰς θεογνωσίαν τοὺς δημοτικούς μας ἄρχοντας
καὶ τὴν ἀστυνομίαν».
Και
παρακάτω:
«...
δὲν ἀρκεῖ μόνον νὰ τοὺς πείσετε, ἀλλὰ πρέπει καὶ τὴν ὀργὴν των νὰ ἐξεγείρετε
κατὰ τῶν πρωταιτίων τοῦ μολυσμοῦ, κατὰ παντὸς ὑπὲρ τὸ μέτρον ρυπαροῦ μπακάλη,
χασάπη, μανάβη καὶ μαγείρου, κατὰ τῶν ὑπαιθρίων κοπριστῶν, κατὰ τῶν δειλιώντων
νὰ ἐκτελέσουν τὸ καθῆκον των ἀστυφυλάκων, πρὸ πάντων ὅμως κατὰ τοῦ βουλευτοῦ,
τοῦ δένοντος τὰς χεῖρας τῆς ἀστυνομίας καὶ παρέχοντος, ὡς βδελυρὸν ρουσφέτι εἰς
τοὺς προστατευομένους του, ἀπεριόριστον ἄδειαν δηλητηριάσεως τῆς ἀθηναϊκῆς ἀτμοσφαίρας».
Από
εκείνη την Αθήνα απέχουμε σήμερα ένα και πλέον αιώνα και τα προβλήματα της
εποχής μας είναι διαφορετικά. Κάνουμε
προσπάθειες να μοιάσουμε λίγο στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά το μέτρο
για να καταλάβουμε σε ποιο σημείο βρισκόμαστε είναι ένα: Πώς νιώθουμε, όταν
επιστρέφουμε στην πρωτεύουσα μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη ή στο Παρίσι και πώς
νιώθουμε, όταν επιστρέφουμε από ένα ταξίδι στο Κάιρο ή στο Αμμάν.
Δημοσιεύτηκε στην Ελεύθερη Ζώνη:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου