Η πόλη ήταν χωρισμένη σε τέσσερις συνοικίες κατά τα σημεία το ορίζοντα.
Νότια ήταν οι παράγκες με τη φτωχολογιά. Οι εικόνες είναι γνωστές:
Λάσπη, κότες, σκυλιά και παιδιά όλα μαζί στα σοκάκια, γέροι σαπισμένοι στις
πόρτες, μεθυσμένοι και χοντρές γυναίκες. Ήταν η πιο μεγάλη συνοικία της πόλης,
μια και οι φτωχοί γεννοβολούσαν συνέχεια. Τα πρωινά, όσοι ήθελαν να δουλέψουν,
έψαχναν για το μεροκάματο στις άλλες συνοικίες.
Τα βράδια μεθοκοπούσαν και ρήμαζαν στο ξύλο τις γυναίκες τους. Γραφική και γνήσια λαϊκή συνοικία, καθώς
λέγανε οι γείτονές τους, αν και κανείς απ’ αυτούς δεν πήγε να εγκατασταθεί
εκεί.
Στη βόρεια συνοικία κατοικούσαν οι αριστοκράτες. Ήταν ταχτοποιημένοι,
οργανωμένοι και ήσυχοι. Μιλούσαν σιγανά,
δεν χειρονομούσαν και αγαπούσαν τα θαμπά χρώματα. Ήταν όμως οι λιγότεροι και
λιγόστευαν διαρκώς. Διότι όχι μόνο απέφευγαν να κάνουν παιδιά, είχαν αρχίσει επί
πλέον και να αυτοχειριάζονται. Κάθε δύο- τρεις μέρες έβρισκαν κι από ένα
νεκρό. Προτιμούσαν τα υπνωτικά χάπια αλλά
και τα δηλητήρια, έκοβαν τις φλέβες τους, μερικοί έδιναν βουτιές από τις
στέγες. Άγνωστο γιατί το έκαναν, μια και
είχαν λύσει τα προβλήματά τους.
Οι ανατολικοί ήταν οι μικρονοικοκυραίοι. Δούλευαν σκληρά και είχαν όλες
τις αδυναμίες της τάξης τους. Αγαπούσαν δηλαδή με πάθος την καθαριότητα και το
καλό όνομα και ήταν βέβαιοι πως όλοι οι άλλοι ήθελαν το κακό τους. Περιφρονούσαν τις υπόλοιπες συνοικίες και
ζούσαν απομονωμένοι στη δική τους. Απ΄
την αγωνία τους να δείχνουν καθώς πρέπει, κατάντησαν υποχονδριακοί με την
καθαριότητα και είναι αλήθεια ότι διατηρούσαν πεντακάθαρη τη συνοικία τους. Επί
πλέον ήταν και θρησκόληπτοι. Δεν γνωρίζουμε τι γινόταν μέσα στα σπίτια τους.
Τέλος στη δυτική συνοικία ζούσε ο υπόκοσμος. Είχαν μαζευτεί εκεί όλα τα
κακοποιά στοιχεία, άνθρωποι που είχαν πλουτίσει ύποπτα, πόρνες, ανώμαλοι,
ναρκομανείς και φονιάδες. Εκεί μπορούσες
να τα δοκιμάσεις όλα και να βρεθείς ένα πρωί ανεξήγητα μαχαιρωμένος. Καθώς εκτός από κακοποιοί ήταν και πλούσιοι,
δεν λογάριαζαν κανέναν. Η δυτική συνοικία ήταν,
εννοείται, κάρφος στους οφθαλμούς των ανατολικών που έφτυναν με ιερή σιχασιά,
όποτε τους ανέφεραν. Οι άλλες συνοικίες ήταν πιο
ψύχραιμες.
Καθώς οι τέσσερις συνοικίες ήταν τόσο ανόμοιες μεταξύ τους, δεν είχαν
πολλά πάρε – δώσε. Περισσότερο οι νότιοι
τριγύριζαν στην πόλη προσφέροντας τα εργατικά τους χέρια για ένα κομμάτι ψωμί. Οι άλλοι ήταν λίγο – πολύ αυτάρκεις. Παρά τις αντιθέσεις πάντως η πόλη
εξακολουθούσε να ζει σχετικά ήσυχα, ώσπου κάποτε – κανείς δεν ξέρει ακριβώς
πότε – οι δυτικοί αρπάχτηκαν άσχημα με τους ανατολικούς.
Στα πρώτα κρούσματα κανείς δεν έδωσε προσοχή, φαίνονταν ανώδυνα. Κάποιοι
μεθυσμένοι δυτικοί που τους άρεσε να ερεθίζουν τους ανατολικούς, πήγαν ένα
βράδυ στη συνοικία τους και πέταξαν σκουπίδια. Οι ανατολικοί την άλλη μέρα
μάζεψαν τα σκουπίδια με εκδηλώσεις ελαφράς υστερίας κι από τότε, όποτε έβλεπαν
δυτικό, έφτυναν επιδεικτικά κάτω. Αυτό
δεν άρεσε καθόλου στους δυτικούς.
Οργανώθηκαν καλύτερα και στήνανε καρτέρι στους ανατολικούς. Όποτε πετύχαιναν κανένα, τον παίρνανε στο
κυνήγι και του πετούσαν άδεια μπουκάλια και κονσερβοκούτια.
Οι ανατολικοί άρχισαν να έχουν εφιάλτες. Τους καρφώθηκε η έμμονη ιδέα
ότι οι έκφυλοι δυτικοί ήθελαν να τους καταστρέψουν και μια Κυριακή στην
εκκλησία ο ιεροκήρυκας έβγαλε ένα πολύ επιθετικό λόγο εναντίον τους. Είπε φράσεις ακραίες που από στόμα σε στόμα
έφτασαν παραμορφωμένες στ’ αφτιά των δυτικών.
Δεν είναι σίγουρο δηλαδή, αν είπε επί λέξει : «να ισοπεδώσουμε τη δυτική
συνοικία και να καρατομήσουμε τους φονιάδες της». Όπως και νάχει, οι δυτικοί
έβγαλαν αφρούς από τη λύσσα. Μαζεύτηκαν ένα βράδυ στο μπαρ της κεντρικής πλατείας
τους, ήταν κιόλας μισομεθυσμένοι, και κάποιος πρότεινε να πάνε και να κάψουν το
σπίτι του ιεροκήρυκα. Αυτό το σχέδιο δεν είχε τελικά επιτυχία – ήπιαν εν τω μεταξύ τόσο πολύ
που έμειναν στο δρόμο – αλλά το κακό είχε γίνει. Οι δύο συνοικίες διέκοψαν οριστικά τις
σχέσεις τους και μεταξύ τους ανοίχτηκε ένας ύπουλος πόλεμος.
Οι βόρειοι συνέχιζαν να αυτοκτονούν.
Οι έκφυλοι δυτικοί έγιναν απ’ το κακό τους πιο έκφυλοι. Άνοιξαν άλλα
τόσα μπαρ και μπορντέλα στη συνοικία τους, μεθοκοπούσαν και προκαλούσαν συνεχώς
επεισόδια. Έβαζαν τις ωραιότερες πόρνες
τους να σουλατσάρουν προκλητικά γύρω-γύρω από την ανατολική συνοικία,
κυκλοφορούσαν με αστραφτερά αυτοκίνητα κορνάροντας επίμονα και πέταγαν άδεια
μπουκάλια, σάπια φρούτα και ψόφια σκυλιά στις αυλές των ανατολικών.
Οι ανατολικοί περνούσαν μαύρες μέρες. Σηκώνονταν απ’ τα χαράματα και
περιέτρεχαν τη συνοικία τους κρατώντας απορρυπαντικά, βούρτσες, σκούπες και
κουβάδες. Με το παραμικρό σκουπιδάκι ούρλιαζαν υστερικά και τις Κυριακές το
περιέφεραν με θεατρική αγανάκτηση στο εκκλησίασμα. Μόνο τους ψόφιους σκύλους
άφηναν απέξω για ευνόητους λόγους. Οι ιεροκήρυκες ανεβοκατέβαιναν στον άμβωνα
εκφωνώντας πύρινους λόγους. Στο τέλος κατάντησαν όλοι φανατικοί θρησκόληπτοι.
Τις νύχτες σέρνονταν εξουθενωμένοι στα κρεβάτια τους και βλέπανε σταθερά στα
όνειρά τους τους δυτικούς : πότε τους έγδερναν, πότε τους αποκεφάλιζαν. Μερικές φορές ονειρεύονταν ότι τους είχαν
όλους εξοντώσει και ότι ζούσαν αυτοί στη δυτική συνοικία κάνοντας τα ίδια κακά
πράγματα που έκαναν οι δυτικοί. Αυτά τα όνειρα βέβαια δεν τα ανακοίνωναν
πουθενά. Δεν τολμούσαν όμως ακόμα να
κάνουν αντίποινα. Γιατί η δυτική
συνοικία ήταν φωλεά κακοποιών.
Εν τω μεταξύ οι βόρειοι συνέχιζαν να αυτοκτονούν. Όσο για τους νότιους,
ποιος τους λογάριαζε αυτούς.
Αυτά ως ένα σημείο.
Διότι ξαφνικά ένα πρωινό τρεις
ανατολικοί εμφανίστηκαν στη συνοικία των νότιων. Τους μάζεψαν όλους στην
κεντρική τους πλατεία, τους μοίρασαν καραμέλες και τους ανακοίνωσαν περίεργα
πράγματα.
-
Η συνοικία σας είναι βρώμικη, είπαν. Θα σας βοηθήσουμε να την καθαρίσετε.
-
Καθαρή είναι, είπε ένας γέρος πνιγμένος στην ψείρα.
Ο ανατολικός που μιλούσε
ανεβασμένος σ’ ένα σκαμνί, κατάπιε την αηδία του.
-
Θα την κάνουμε καθαρότερη, χαμογέλασε.
Κατόπιν έβγαλε ένα μακρύ,
ανιαρό λόγο διώχνοντας πού και πού τις μύγες από πάνω του.
-
Αυτό που ζητάμε από σας, είπε τελειώνοντας, είναι η
φιλία σας. Ζήτω οι ενωμένες αδελφές συνοικίες ανατολικών και νότιων.
-
Ζήτω, φώναξαν από κάτω οι νότιοι πιπιλίζοντας τις
καραμέλες.
Ο γέρος με τις ψείρες δεν
είπε τίποτα.
Ύστερα η συγκέντρωση διαλύθηκε και οι νότιοι πήγαν να ξυλοκοπήσουν τις
γυναίκες τους.
Η επίσκεψη των ανατολικών είχε κακή συνέχεια. Την άλλη μέρα κατέφθασαν
τρεις δυτικοί μισομεθυσμένοι. Ανέβηκαν κι αυτοί στα σκαμνιά στην πλατεία και
είπαν άλλα περίεργα πράγματα.
-
Μια και πολλοί από σας δουλεύετε στη συνοικία μας,
είπε ένας δυτικός με θολό απ’ το αλκοόλ μάτι, αποφασίσαμε ν’ ανοίξουμε στη γειτονιά σας μερικά καλά μπαρ. Θ’
ανοίξουμε επίσης ένα μπορντέλο με πρώτης ποιότητας πόρνες, νάχετε να διασκεδάζετε.
-
Έχουμε τις δικές μας, είπε πάλι ο πνιγμένος στην
ψείρα γέρος.
-
Μιλάμε για πόρνες, όχι για γουρούνες, είπε ο
δυτικός και χαχάνισε.
Οι νότιοι χαχάνισαν κι αυτοί. Ο γέρος δεν είπε τίποτα. Έβγαλε μια ψείρα από πάνω του και την έλιωσε
με το νύχι. Κατόπιν μοιράστηκαν μπουκάλια με ουίσκι και μέθυσαν όλοι, δυτικοί
και νότιοι.
Κάπως έτσι μπλέχτηκαν οι νότιοι
στον καυγά δυτικών και ανατολικών.
Εννοείται ότι ανάλογες αντιπροσωπείες πήγαν και στους βόρειους. Είχαν
όμως παταγώδη αποτυχία. Οι βόρειοι το μόνο που ήθελαν να μάθουν ήταν, αν υπήρχε
καμιά νέα μέθοδος αυτοκτονίας. Οι ανατολικοί δεν καταδέχτηκαν ούτε ν’
απαντήσουν. Οι δυτικοί ανέφεραν μια ένεση που παραλύει το θύμα για μια δυο ώρες
και μετά το θανατώνει. Ελάχιστοι βόρειοι ικανοποιήθηκαν
με τη νέα μέθοδο.
Αλλά οι νότιοι μπερδεύτηκαν για τα καλά. Οι καραμέλες και το αλκοόλ πλημμύρισαν
τη συνοικία τους. Όσοι πιπίλιζαν τις
καραμέλες, αφιονίστηκαν λίγο λίγο και δεν έκαναν χωρίς αυτές. Αυτοί φώναζαν πως η κατάσταση είχε φτάσει
πλέον στο απροχώρητο και πως είναι μεγάλο όνειδος να ζουν ακόμα μέσα στην
κοπριά. Επισκεύασαν όπως-όπως και μια ερειπωμένη εκκλησία κι εκεί ιερουργούσαν
παρέα με φανατικούς ανατολικούς. Όσοι πάλι προτιμούσαν το ουίσκι από τις
καραμέλες, δεν έψαχναν για προφάσεις.
Για το αλκολίκι τους, δήλωναν ορθά-κοφτά, ήταν έτοιμοι και για φόνο. Οι
νότιοι χωρίστηκαν στα δυο, οι μισοί κυνηγούσαν τους άλλους μισούς και η
συνοικία τους βουτήχτηκε στο αίμα. Πρώτος-πρώτος ξεπαστρεύτηκε ο
ψειριάρης γέρος, επειδή δεν ήταν με το μέρος κανενός. Ακολούθησαν κι άλλοι πολλοί. Κάθε μέρα μάζευαν τα πτώματα από τα σοκάκια
και τα καπηλειά. Η μεγάλη νότια συνοικία άρχισε βαθμιαία να συρρικνώνεται, αν
και οι γυναίκες της γεννοβολούσαν συνεχώς.
Οι βόρειοι αυτοκτονούσαν αδιάφοροι.
Δυτικοί κι ανατολικοί είχαν φρενιάσει. Είχαν ξεχάσει πια για ποιο πράγμα
ακριβώς είχαν αρπαχτεί. Τώρα ήταν θέμα γοήτρου.
Η εποχή που οι ανατολικοί
εξυμνούσαν την εγκράτεια και την καθαριότητα, ήταν ήδη πολύ μακρινή. Οι ψαλμοί
τους άλλαξαν προοδευτικά περιεχόμενο.
Πρώτα υπαινικτικά και μετά όλο και πιο τολμηρά έψαλλαν για σφαγές και
τιμημένο θάνατο. Οι ιεροσυνθέτες
έφτιαχναν νέους ύμνους σε ρυθμό μαρς, όπου η αρετή συγχεόταν περίεργα με την
εκδίκηση. Το εκκλησίασμα παραληρούσε και η καθαριότητα της συνοικίας θεωρήθηκε
δευτερεύον ζήτημα και παραμελήθηκε.
Στους δυτικούς τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα από την αρχή. Μιλούσαν
απροκάλυπτα για φόνο και τα τραγούδια τους ήταν αιμοσταγή από την πρώτη ως την
τελευταία νότα. Εν τούτοις υπήρχαν ακόμα μερικοί έκφυλοι ανάμεσά τους που
συγκρατούσαν τους πιο τρελούς.
Η ένοπλη σύρραξη αναβαλλόταν
συνεχώς και οι φανατικοί εκτονώνονταν με μυστικές αποστολές στους νότιους.
Δυτικοί και ανατολικοί εθεώντο κατά καιρούς στη νότια συνοικία, όπου
μαίνονταν οι συμπλοκές. Αρκετοί από
αυτούς άφησαν τα κουφάρια τους εκεί, πτώματα καθαρά και καλοταϊσμένα δίπλα στα ρακένδυτα
και τα ψειριάρικα. Κατόπιν ακολουθούσαν
λαμπρές κηδείες στη συνοικία, από την οποία προέρχονταν, καθώς και
επιτάφιοι όλο θηριωδία. Τα πτώματα των νότιων, επειδή ήταν πάρα πολλά, τα παραχώνανε βιαστικά έξω
από την πόλη. Μερικά τα πέταγαν
αντιστοίχως στη δυτική και ανατολική συνοικία με την ελπίδα να μεταδώσουν
χολέρα.
Οι βόρειοι αυτοκτονούσαν ανενόχλητοι.
Φτάσαμε λοιπόν στην πιο κρίσιμη φάση.
Ο ανοιχτός πόλεμος δυτικών και ανατολικών ήταν πλέον θέμα χρόνου.
Σας αφήνουμε τώρα, αγαπητοί αναγνώστες, να τελειώσετε μόνοι σας την
ιστορία διαλέγοντας μια από τις τέσσερις εκδοχές που ακολουθούν.
ΕΚΔΟΧΗ ΠΡΩΤΗ
:
Πρόλαβαν οι δυτικοί και κατακρεούργησαν τους ανατολικούς με μια
αποστολή-αστραπή από έμπειρους φονιάδες.
Όσοι ανατολικοί επέζησαν,
κλείστηκαν στο φρενοκομείο, επειδή παρεφρόνησαν.
Οι βόρειοι είχαν εξολοθρευθεί από
μόνοι τους.
Οι νότιοι- όσοι απέμειναν – στρώθηκαν σε σκληρή δουλειά.
Η πόλη ισοπεδώθηκε και
ανοικοδομήθηκε εξαρχής. Έγινε μια τεράστια δυτική συνοικία και έζησε μια
περίοδο σχετικής ησυχίας.
Ακολούθησε η Μεγάλη Επανάσταση των Δούλων.
ΕΚΔΟΧΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
:
Πρόλαβαν οι ανατολικοί και καπάκωσαν τους δυτικούς πριν το
καλοκαταλάβουν λόγω μέθης.
Οι βόρειοι είχαν εκλείψει από μόνοι τους.
Οι νότιοι – όσοι απέμειναν –
εντάχθηκαν στο αυστηρό πρόγραμμα καθαριότητας.
Η ίδια τύχη περίμενε και τους
δυτικούς, όσοι δεν είχαν χάσει το κεφάλι τους.
Η πόλη γκρεμίστηκε και
ανοικοδομήθηκε εξαρχής. Όλοι οι επιζώντες στρώθηκαν σε σκληρή δουλειά και νηστεία,
η πόλη νοικοκυρεύτηκε, έγινε ασκητική και μονόχνωτη και έζησε μια περίοδο
υποχρεωτικής ησυχίας.
Ακολούθησε η Μεγάλη Επανάσταση των Διαμαρτυρομένων.
ΕΚΔΟΧΗ ΤΡΙΤΗ
:
Οι νότιοι έπεσαν μέχρις ενός.
Οι βόρειοι είχαν εξαλειφθεί από
μόνοι τους.
Δυτικοί και ανατολικοί μοίρασαν
μεταξύ τους τις άδειες συνοικίες κι έκλεισαν ειρήνη. Ευπόρησαν αμφότεροι και
ηρέμησαν. Πολλαπλασιάστηκαν γρήγορα, η πόλη ξαναγέμισε κατοίκους κι έζησε μια
περίοδο ευχάριστης ησυχίας.
Ακολούθησε η Μεγάλη Επανάσταση των Ακτημόνων.
ΕΚΔΟΧΗ ΤΕΤΑΡΤΗ :
Δυτικοί και ανατολικοί ήρθαν συγχρόνως σε ένοπλη σύρραξη.
Κάψανε τις συνοικίες τους.
Σφάξανε τους αντιπάλους τους.
Εξόντωσαν επί τέλους τους
νότιους.
Οι βόρειοι είχαν εξοντωθεί από μόνοι τους.
Η πόλη καταστράφηκε.
Δεν σώθηκε απολύτως κανείς.
Ακολούθησε η περίοδος της Μεγάλης Ησυχίας.
(Από τη συλλογή διηγημάτων μου "Οι πόρτες", εκδ. Ιωλκός).
(Από τη συλλογή διηγημάτων μου "Οι πόρτες", εκδ. Ιωλκός).
Εδώ η κριτική του Κώστα Τσιαχρή για το διήγημα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου