Η
παραλία ήταν έρημη. Μόνο τις Κυριακές μάζευε λίγο κόσμο.
Πίσω
απ’ την παραλία απλώνονταν χωράφια με βούρλα και γούβες γεμάτες λάσπη. Πιο πίσω άρχιζαν τα
σπίτια του χωριού.
Κάθε
απομεσήμερο που γύριζε από τη θάλασσα και περίμενε το λεωφορείο στην πλατεία,
χάζευε τις κότες που σεργιάνιζαν τριγύρω και τσιμπολογούσαν το χώμα. Οι άνθρωποι άφαντοι. Σαν ακατοίκητο έδειχνε
το μέρος.
Και
στην παραλία το ίδιο, απόλυτη ερημιά. Της άρεσε να παίζει με το κύμα, έκανε
έπειτα βόλτες πάνω κάτω, χάραζε σχέδια στην άμμο, φράσεις. Κανείς δεν τα
έβλεπε. Την άλλη μέρα που ερχόταν, τα είχε σβήσει όλα το νερό.
Ήταν
ήσυχες καλοκαιρινές μέρες με γλυκά χρώματα. Η θάλασσα πράσινη και λίγο πιο μέσα
μπλε. Η άμμος ξανθιά. Πιο πίσω τα βούρλα, σκούρο λαδί πράσινο. Ο ουρανός
γαλανός. Στην αριστερή μεριά της παραλίας μια σειρά βράχια που χώνονταν στη
θάλασσα, γκρίζα αυτά. Εκεί ακριβώς που τέλειωναν, σ’ ένα πλάτωμα, κάποιοι είχαν χτίσει ένα ερημοκκλήσι.
Λευκό.
Της
άρεσε να περπατά πάνω στα γκρίζα βράχια. Προσεχτικά να μην πληγώσει τα γυμνά
της πέλματα. Έφτανε ως το ερημοκκλήσι και το έφερνε βόλτα. Από την πίσω του
μεριά έβλεπε τη θάλασσα, βαθιά και άγρια. Στεκόταν και την κοίταζε πολλή ώρα.
Τα κύματα έσπαγαν στα βράχια κι εκείνη κάπως περίεργα ένιωθε, όμορφα και
ανήσυχα μαζί.
Γύριζε
ύστερα μπροστά κι έμπαινε στο εκκλησάκι. Ήταν πολύ μικρό, ίσα που χώραγαν δυο
άνθρωποι. Δεν άναβε κερί ούτε προσκυνούσε. Ήθελε μόνο να μπει, να ξύσει λίγο
την πληγή της. Οι ζωγραφιές την έβλεπαν με αδιαφορία. Κι αυτή το ίδιο, αδιάφορη
έδειχνε. Σ’ ένα παγκάρι υπήρχαν πάντα κάποια κέρματα. Πότε-πότε ήταν αναμμένο
και κανένα κερί. Σε μιαν άκρη ένα μικρό κουτί με σχισμή και δίπλα η ταμπελίτσα:
«Υπέρ των φτωχών».
Τα
έβλεπε όλα αυτά, σκεφτόταν διάφορα σκοτεινά πράγματα και μετά έπαιρνε το δρόμο προς τα πίσω. Το μαγιό της είχε εν τω μεταξύ στεγνώσει. Κοίταζε το ρολόι της για να μη χάσει το
μεσημεριανό λεωφορείο, ντυνόταν και ανέβαινε στην πλατεία του χωριού. Όση ώρα
περίμενε στη στάση, χάζευε τις κότες. Το χωριό πάντα άδειο, σαν εκείνα τα
λατινοαμερικάνικα που οι άνθρωποί του χάνονται τις ώρες της σιέστας.
Ήσυχες
καλοκαιρινές μέρες.
Όμως
εκείνη ήταν θλιμμένη εκείνο τον καιρό, γιατί είχε χαλάσει ο αρραβώνας. Δεν
πρόσεχε το τοπίο και δεν τη συγκινούσαν
τα χρώματά του. Στην παραλία καθόταν συλλογισμένη και χάραζε σχέδια στην άμμο
που το νερό την άλλη μέρα τα είχε σβήσει. Καθόταν κι έβλεπε τη θάλασσα. Ύστερα
έβλεπε το εκκλησάκι και η διάθεσή της χειροτέρευε.
Ένιωθε
πως είχε εξαπατηθεί. Πως τόσα λόγια, τόσες αγάπες είχαν πάει στο βρόντο. Υπήρχε
μέσα της μια κακία που ζητούσε ανακούφιση. Σαν ένα δαχτυλίδι αρραβώνων τής
φαινόταν το εκκλησάκι, που είχε πεταχτεί
στη θάλασσα μετά από ένα μοιραίο τσακωμό.
Καμιά
φορά άνοιγε το βιβλίο που είχε μαζί της και διάβαζε μερικές αράδες. Όχι πολλές,
ένιωθε μια παράξενη κούραση και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Τσάκιζε τη σελίδα
για να θυμάται πού είχε σταματήσει και το άφηνε
δίπλα της.
Έπειτα
σηκωνόταν και πήγαινε στα βράχια. Περπατούσε
προσεχτικά μην πληγωθεί, έφτανε ως το ερημοκκλήσι. Πρώτα το τριγύριζε,
έβλεπε από πίσω τη θάλασσα που τη φούσκωνε ο αέρας, ύστερα έμπαινε μέσα και κοίταζε τις ζωγραφιές. Κάποιος
κάποτε είχε στερεώσει στην κορνίζα της εικόνας που παρίστανε τη βρεφοκρατούσα
Μαρία, μικρά τριαντάφυλλα που τώρα κρέμονταν κατάξερα. Από κάτω κολλημένο ένα
χαρτάκι έγραφε ανορθόγραφα: «Εβλογημένη η κοιλία που έφαιρε το Χριστό και το γάλα
που έθραιψε το Σωτήρα μας». Κοίταζε τη γραφή και χαμογελούσε με κακία. Χωνόταν μετά στο μικροσκοπικό ιερό και στεκόταν εκεί λίγη ώρα, το βεβήλωνε
με την ησυχία της.
Όταν
έφευγε, είχε μια αίσθηση ανικανοποίητου.
Δεν
είχε αρκετά εκδικηθεί.
Την
άλλη μέρα που ερχόταν, δεν είχε αλλάξει τίποτα. Ο αρραβώνας στεκόταν πάντα
εκεί, ήσυχος, μικρός και λευκός. Η βεβήλωσή της κανέναν δεν είχε ενοχλήσει, όλα
ήταν στη θέση τους.
Και
ξανά τα διφορούμενα σχέδια στην άμμο, η βόλτα πάνω στα μυτερά βράχια, η
επίσκεψη στο ερημοκκλήσι.
Ώσπου
μια μέρα μπήκε στο εκκλησάκι, στάθηκε πάνω από το παγκάρι και μέτρησε τα
κέρματα. Δεν ήταν πολλά, ίσα που έφταναν για δυο καφέδες. Τα κοίταξε για λίγη
ώρα. Ύστερα μπήκε στο ιερό κι έμεινε εκεί ένα δυο λεπτά. Μετά βγήκε και
ξανακοίταξε τα κέρματα. Κοίταξε και τις ζωγραφιές που στέκονταν ανήμπορες στον
τοίχο και την κοίταζαν κι αυτές. Μάζεψε τα χρήματα με την ησυχία της και τα έχωσε στο μαγιό της.
Βγήκε
και κοίταξε γύρω. Ερημιά, ούτε ένας άνθρωπος. Μόνο κάτι χελιδόνια έκοβαν βόλτες
στον ουρανό. Γύρισε στην παραλία και ντύθηκε χωρίς να βιάζεται. Διέσχισε μετά
τα βούρλα, τις λασπωμένες γούβες, προσπέρασε τις κότες. Τα χρώματα εκείνο το απομεσήμερο
της φάνηκαν λίγο θαμπά, αλλά μπορεί να ήταν η ιδέα της.
Στο
λεωφορείο ακούμπησε στο τζάμι το κεφάλι της κι έκλεισε τα μάτια. Επιτέλους ένιωθε λίγη ανακούφιση.
Ήταν
μια πράξη απελευθέρωσης αυτό που είχε κάνει. Επιβεβαίωνε τον καινούργιο παγερό
της κόσμο, τον χωρίς Αυτόν. Ο άλλος, ο παλιός της κόσμος με τις μονόδρομες αγάπες, βούλιαζε, χωνόταν
προς τα κάτω, θα τον κατάπινε σε λίγο καιρό η άμμος.
Άνοιξε
τα μάτια.
«Κι αν
έχω κάνει λάθος;» αναρωτήθηκε.
Ψαχούλεψε
με ενοχή τα κέρματα κάτω από το μαγιό της.
Αν
είχε κάνει λάθος, τότε, την ώρα της Μεγάλης Κρίσης, θα του έλεγε:
«Σ’
αγαπούσα τόσο κι εσύ μου είχες φύγει. Ήθελα να σε πονέσω, να σε κάνω να
φανερωθείς».
Ιαν.86
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ, ΡΕΜΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσες φορές στη διάρκεια της ζωής μας έχουμε αναρωτηθεί "κι'αν έχω κάνει λάθος"??????
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπάντηση δεν παίρνουμε, περνάει ο καιρός και εμείς πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε και τα λάθη μας......!
Αλοίμονο μας αν δεν το κάνουμε!!!!!
Και να τολμούμε να κάνουμε την υπέρβαση, Ξανθίππη, ακόμα κι αν έχουμε τις αμφιβολίες μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή