Κάθε πλάσμα που γεννιέται στον κόσμο μας μαζί
με την άλλη προίκα που παίρνει από τη φύση παίρνει και μια χρήσιμη ψευδαίσθηση:
ότι αυτό είναι το κέντρο του κόσμου.
Ψευδαίσθηση μεν, διότι είναι φανερό ότι κανένα πλάσμα δεν είναι το κέντρο του κόσμου, χρήσιμη δε, διότι με αυτή την ιδέα προστατεύει και υπερασπίζεται αυτό που του δόθηκε, δηλαδή την υπόστασή του.
Καθώς
η φύση είναι πολύ πρακτική και ρεαλιστική, φρόντισε να εφοδιάσει τα πλάσματά
της με αυτή την αγάπη προς τον εαυτό τους, ώστε να μην ασχολείται μαζί τους κάθε ώρα και στιγμή και να τα σώζει
από τους κινδύνους. «Αγάπα την υπόστασή σου και φρόντιζέ την», είναι σαν να τους
λέει.
Και
τα πλάσματα της φύσης υπάκουα – τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν; - αγαπούν την
υπόστασή τους, τη φροντίζουν, την προστατεύουν, τη συντηρούν. Γι αυτά η
υπόστασή τους είναι πράγματι το κέντρο του κόσμου. Έτσι,
με αυτή την απλή φυσική εντολή το κάθε πλάσμα είναι υπεύθυνο για τον εαυτό του
και η ζωή παρά τους πολλούς κινδύνους που την απειλούν κατορθώνει να
διατηρείται και να διαιωνίζεται.
Και
όσο μεν η ζωή παραμένει άγρια, όλα βαίνουν κατά την επιθυμία της φύσης. Τα ζώα
συντηρούν τον εαυτό τους, βρίσκουν την τροφή τους, φυλάγονται από τον εχθρό και
τον κάθε κίνδυνο. Μια μικρή εξαίρεση παρατηρείται στη συμπεριφορά τους, όταν
πρόκειται για τη διαιώνισή τους. Τότε μπορεί να κινδυνέψουν παράτολμα για να
ζευγαρώσουν και μετά, όσο καιρό ανατρέφουν τα μικρά τους, τα αγαπούν και τα
φροντίζουν περισσότερο από τον εαυτό τους. Εδώ βλέπουμε την πρακτική φύση να δίνει πάλι τις οδηγίες
της: «Προηγείται η διαιώνιση του είδους, άρα μέχρι να βρείτε το κατάλληλο ταίρι
και όσο καιρό μετά θα είστε υπεύθυνοι για τα μικρά σας, η προηγούμενη εντολή
ακυρώνεται».
Όταν
ένα μέρος της ζωής ξέφυγε από την άγρια κατάσταση και άρχισε να δημιουργεί
πολιτισμό, η εντολή αυτή της φύσης άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα.
Αν
κάποιος που ένιωθε ότι ήταν το κέντρο του κόσμου έμπαινε στο σπίτι του γείτονά
του και άρπαζε τα αγαθά του, τότε τι έπρεπε να κάνει ο γείτονας που επίσης
ένιωθε ότι ήταν το κέντρο του κόσμου; Αν
κάποιος που ένιωθε ότι ήταν το κέντρο του κόσμου περιγελούσε και πρόσβαλλε έναν άλλον, πώς έπρεπε να αντιδράσει
ο άλλος που επίσης ένιωθε ότι ήταν το κέντρο του κόσμου;
Για
να αποφευχθούν οι προστριβές και τα μαχαιρώματα οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να
βάλουν νερό στο κρασί τους.
Η
αίσθηση της δικαιοσύνης ξεκινά από αυτή την απλή φυσική εντολή, ότι ο καθένας
οφείλει να προστατεύει και να φροντίζει τον εαυτό του. Αν κάποιος πειράξει
άδικα κάποιον άλλον, αυτός πρέπει φυσικά να τιμωρηθεί. Εφόσον όμως μέσα στην
οργανωμένη κοινωνία δεν επιτρέπεται η χειροδικία, τότε ας αναλάβει την τιμωρία η
οργανωμένη δικαιοσύνη . Αλλά, αν τυχόν δεχτεί κανείς επίθεση και απειληθεί
σοβαρά η ζωή του, τότε επιτρέπεται να αφαιρέσει τη ζωή του άλλου για να
προστατέψει τη δική του. Το δικαστήριο θα τον αθωώσει, επειδή ο δράστης υπάκουσε
στη φυσική εντολή, να υπερασπίζει την υπόσταση που του δόθηκε.
Είναι
τόσο αυτονόητο αυτό, ώστε ακόμα και που το συζητούμε, φαίνεται περιττό.
Μια
όμως και βρεθήκαμε σε οργανωμένη κοινωνία και συλλάβαμε την ιδέα της
δικαιοσύνης, επιτρέπουμε (μολονότι δεν μας αρέσει καθόλου) μερικές φορές στο
κράτος να επέμβει στην υπόστασή μας και τότε, αν και νιώθουμε πάντα το κέντρο
του κόσμου, υφιστάμεθα διάφορες ταλαιπωρίες και παλιότερα χάναμε και τη ζωή μας
με τις θανατικές εκτελέσεις, δηλαδή χάναμε το φυσικό δικαίωμα να προστατέψουμε
την υπόσταση που μας δόθηκε.
Είμαστε
λοιπόν, ο καθένας από μας, το κέντρο του κόσμου. Όταν όλα χάνονται σε μια καταστροφή, σε ένα σεισμό, μια
πλημμύρα, ένα δυστύχημα, αυτό που μας νοιάζει είναι να σώσουμε την υπόσταση που
μας δόθηκε υπακούοντας στη φυσική εντολή. Δεκάρα δεν δίνουμε εκείνη τη στιγμή,
αν χαθούν σπίτια, περιουσίες, πολύτιμα αντικείμενα, η υπόστασή μας έχει μόνο
σημασία. Επίσης, μπορεί να κάνουμε παραχωρήσεις, να δεχόμαστε να είναι άλλοι
πλούσιοι και άλλοι φτωχοί, άλλοι δυνατοί και άλλοι αδύναμοι, δεν ανεχόμαστε
όμως να πειράζει κανείς την υπόστασή μας.
Την
υπόσταση των άλλων όμως μπορούμε να την πειράζουμε με όποιο τρόπο θέλουμε,
γιατί η φύση στο θέμα αυτό δεν μας έδωσε καμιά εντολή. Έτσι μέσα στον πολιτισμό
εμφανίστηκε ο φόνος, η ληστεία, η αιχμαλωσία, η δουλεία και η κάθε μορφής
καταπίεση των άλλων, καθώς ο άνθρωπος αγαπούσε την υπόστασή του και τη φρόντιζε
αρπάζοντας τα πλούτη των άλλων και υποδουλώνοντάς τους για να τον υπηρετούν.
Στην
προσπάθειά μας να προσφέρουμε στην υπόστασή μας, όπως έχουμε φυσικό καθήκον,
τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, φτάνουμε και σε άλλες ακρότητες και υπερβολές
που δεν υπάρχουν στην άγρια ζωή.
Πώς
μπορούμε να εξασφαλίσουμε στην υπόστασή μας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης μέσα
σε ένα οργανωμένο πολιτισμικά περιβάλλον;
Υπάρχουν πολλοί τρόποι, έντιμοι και ανέντιμοι. Ένας από αυτούς είναι να
διαθέσουμε ευνοϊκά το κοινωνικό περιβάλλον υπέρ ημών και αυτό θα γίνει
διαφημίζοντας τον εαυτό μας. Αν η διαφήμισή μας πετύχει και το κοινωνικό
περιβάλλον μάς αναγνωρίσει, τότε οι προοπτικές για καλύτερη διαβίωση είναι εξαιρετικά
αίσιες.
Η
πιο απλή περίπτωση είναι να πλασάρουμε τον εαυτό μας στον κοινωνικό περίγυρο με
τα καλύτερα λόγια. Όλο και κάτι θα έχουμε να πλασάρουμε, ομορφιά, πλούτο,
ευφυΐα, τη γενιά μας, τα ταλέντα μας, κάποια αρετή μας, κάποια επιδεξιότητά μας,
τη σωματική μας δύναμη, την κοινωνική μας θέση, όλο και κάτι θα μας βρίσκεται
να το επιδείξουμε στους άλλους.
Στις
συζητήσεις που κάνουμε ποτέ δεν θα
κακολογήσουμε τον εαυτό μας ούτε θα
αποκαλύψουμε τα ελαττώματά μας, δεν θα πούμε πχ ότι είμαστε φιλάργυροι, φθονεροί, ύπουλοι, πλεονέκτες, ψεύτες,
επίβουλοι, μοχθηροί, θα πούμε ότι είμαστε προσεχτικοί στις επιλογές μας,
φρόνιμοι, εγκρατείς, σοβαροί, αυστηροί, οικονόμοι.
Με
άλλα λόγια θα πλασάρουμε τον εαυτό μας, όπως ο έμπορος πλασάρει το εμπόρευμά
του. Έτσι ελπίζουμε ότι θα κερδίσουμε την εύνοια του περίγυρου, άρα η διαβίωσή
μας θα βελτιωθεί.
Είναι
πολύ σπάνιο και μάλλον ανήκει στις παθολογικές περιπτώσεις να ακούσουμε κάποιον
να μιλά άσχημα για τον εαυτό του. Με μια σιωπηρή συμφωνία όλοι έχουμε αποδεχτεί
ότι θα μιλάμε για τον εαυτό μας με τα καλύτερα λόγια ή έστω δεν θα τον
κακολογούμε. Το αφήνουμε αυτό στους άλλους, διότι η φυσική εντολή είναι σαφής:
είσαι υποχρεωμένος να υπερασπίζεις τη δική σου υπόσταση, για τους άλλους δεν
έχεις καμιά υποχρέωση.
Οι
περιπτώσεις δημόσιας αυτοκριτικής που κάποτε σε κάποια καθεστώτα ήταν πολύ
συνήθεις, αποτελούν κατάφωρη παραβίαση της εσώτερης φύσης μας, ήταν μια
τερατώδης πράξη που εξουθένωνε και διέλυε ψυχικά όποιον το έκανε.
Φυσικά
σε καιρούς ασφαλείς και ειρηνικούς, όταν η υπόστασή μας δεν κινδυνεύει, χαλαρώνουμε
κάπως και μπορούμε να μιλήσουμε για τον εαυτό μας στους άλλους με περισσότερη
ειλικρίνεια. Μπορούμε να αποκαλύψουμε κάποια ελαφρά ελαττώματά μας, όχι όμως
τίποτε βαριά και ταπεινωτικά βίτσια και χούγια, αυτά τα κρύβουμε επιμελώς,
επειδή μας ενδιαφέρει η έξωθεν καλή μαρτυρία, πράγμα που σημαίνει καλή
διαβίωση.
Καμιά
φορά η ψευδαίσθηση ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου παθαίνει μια παθολογική
υπερτροφία και τότε εμφανίζεται η αλαζονεία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για
μια υπερμεγέθυνση της φυσικής εντολής που απαιτεί από μας να αγαπούμε και να
φροντίζουμε την υπόσταση που αποχτήσαμε. Οι αλαζόνες πιστεύουν ότι αυτό που
πλασάρουν προς τα έξω, η υπόστασή τους δηλαδή, είναι κάτι μοναδικό και αγνοούν
τη λογική που λέει ότι όλοι έτσι αισθανόμαστε και δεν πρέπει να παρασυρόμαστε
από τέτοιες αυταπάτες.
Μια
και η αλαζονεία είναι ένα φαινόμενο που γεννήθηκε μέσα στον πολιτισμό, ο ίδιος
ο πολιτισμός προσπάθησε να το περιστείλει δημιουργώντας ως αντίδοτό του την
αρετή της ταπεινότητας.
Δύσκολη
αρετή που λίγοι την έχουν. Πώς να πείσει κανείς τον εαυτό του ότι δεν είναι
αυτός το κέντρο του κόσμου, εφόσον η φύση τον εφοδίασε με μια τέτοια
ψευδαίσθηση; Όσο κι αν η λογική του λέει ότι πρόκειται για ένα απλό μηχανισμό
που σκοπό έχει να διατηρηθεί η ύπαρξή του αλώβητη, όμως δεν μπορεί να το έχει
αυτό συνέχεια στο μυαλό του.
Μερικοί
ωστόσο καταφέρνουν και γίνονται ταπεινοί. Τόσο ταπεινοί που είναι να απορεί
κανείς. Αν αυτό δεν οφείλεται σε κάποιου είδους νοητική υστέρηση, τότε πρέπει
να υποπτευθούμε ότι εδώ έχουμε πάλι μια παθολογική κατάσταση, όπου η φυσική
εντολή «να αγαπάς και να φροντίζεις τον εαυτό σου» έχει υποστεί δραματική
αλλοίωση και διαστρέβλωση.
Θα
αναφέρω δύο ακόμα υπερβάσεις αυτής της φυσικής εντολής, μία αρνητική και μία
θετική.
Το
να θέτεις τέρμα στη ζωή σου, στη ζωή που έχεις μόνο εσύ την ευθύνη της, που η
φύση σε έκανε μοναδικό κηδεμόνα και φύλακα προστάτη της, είναι εκ πρώτης όψεως
υπέρβαση της εντολής που σου έχει δοθεί. Με μια βαθύτερη ματιά είναι η έσχατη
προστασία που μπορείς να προσφέρεις στην υπόστασή σου πιστεύοντας ότι έτσι τη
σώζεις από χειρότερους μελλοντικούς κινδύνους. Η εκτίμηση του αυτόχειρα μπορεί
να είναι λαθεμένη, η αντίδρασή του όμως αυτό υποκρύπτει.
Αφήνω
τελευταία την περίπτωση της αυτοθυσίας, επειδή εδώ η υπέρβαση της φυσικής
εντολής αποχτά ιδιαίτερο ηθικό βάρος. Αυτός που θυσιάζει την υπόστασή του για
να σώσει κάποιους άλλους ή για να προσφέρει σε άλλους τη δυνατότητα να ζήσουν
καλύτερα, μεταθέτει τη φυσική εντολή από το «εγώ» στο «εμείς». Το «να αγαπάς
και να φροντίζεις τον εαυτό σου» γίνεται: «να αγαπάς και να φροντίζεις την
ομάδα σου», κάτι που η φύση το προβλέπει, όταν η ομάδα βρίσκεται σε κίνδυνο.
Εξαιρετική η αποτύπωση του θέματός σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάλυψες το θέμα απ'όλες τις πλευρές.
Ευχαριστώ, Μαρίνα.
ΑπάντησηΔιαγραφή