Σελίδες

10/3/12

Οι δίκες μαγείας


Απόσπασμα από την ανέκδοτη νουβέλα μου «Οι Αποκλίνοντες».
Οι δίκες μαγείας είναι ιστορικό γεγονός που συνέβη επί αυτοκράτορα Βάλη στην Αντιόχεια της Συρίας το χειμώνα του 372-71 μΧ. Όσα αναφέρονται στο πρώτο μέρος του αποσπάσματος είναι αληθινά..

Έτσι πέρασαν αδιάφορα τρία ολόκληρα χρόνια.
Μετά ξέσπασε το σκάνδαλο με τη μαγεία. Ήμουν  σχεδόν τριάντα χρονών, όταν συνέβησαν εκείνα  τα φοβερά γεγονότα στην Αντιόχεια και σε όλη την αυτοκρατορία. Ακόμα ο κόσμος τα θυμάται με φρίκη.
Ο αυτοκράτορας Βάλης είχε έρθει εκείνο τον καιρό στα μέρη μας και πολεμούσε κι αυτός τους Πέρσες. Όταν μπήκε ο χειμώνας, γύρισε να ξεχειμωνιάσει στην Αντιόχεια, στα ανάκτορά του. Βγήκε τότε στη φόρα ένα τρομερό σκάνδαλο που δεν αφορούσε εμάς τους ταπεινούς αλλά τους αριστοκράτες. Εμένα όμως παραλίγο  να μου στοιχίσει τη ζωή.

 

Η φήμη κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα και κανείς δεν είναι σίγουρος πώς ακριβώς έγιναν τα γεγονότα. Φαίνεται πως κάποιοι ανώτεροι αξιωματούχοι εδώ στην Αντιόχεια που είχαν γνώσεις μαντικής, έκαναν ένα βράδυ μια τελετή μαγείας. Έφτιαξαν ένα τρίποδα από κλαδιά δάφνης, όπως κάνουν οι εθνικοί, και πάνω του τοποθέτησαν ένα μεταλλικό δίσκο με τα γράμματα του αλφαβήτου. Αυτό το μαγικό δίσκο τον πήγαν κατόπιν σ’ ένα σπίτι που το είχαν  εξαγνίσει με καθαρμούς. Μαζεύτηκαν εκεί πολλοί αριστοκράτες και αξιωματούχοι, κάθισαν κυκλικά γύρω απ’ το δίσκο κι ένας ιεροφάντης σηκώθηκε κι έκανε επίκληση στα πνεύματα. Πήρε μετά μια λινή κλωστή που στην άκρη της ήταν δεμένο ένα δαχτυλίδι, στάθηκε πάνω από τον τρίποδα κι άρχισε να το περιστρέφει. Ένας-ένας οι αξιωματούχοι έκαναν την ερώτησή τους στα πνεύματα και το νήμα με το δαχτυλίδι περιστρεφόταν πάνω από το δίσκο με τα γράμματα .Δεν περιστρεφόταν όμως κυκλικά. Σταματούσε μόνο του πάνω από συγκεκριμένα γράμματα και σχηματιζόταν έτσι σιγά-σιγά μια λέξη που ήταν η απάντηση στην ερώτηση που είχε τεθεί.
Κάποιος τότε  ρώτησε τα πνεύματα ποιος θα ήταν αυτός που θα διαδεχόταν τον αυτοκράτορα. Το νήμα άρχισε να περιστρέφεται και το δαχτυλίδι σταματούσε πάνω στα γράμματα. Μόλις έδειξε τα πρώτα τέσσερα, Θ-Ε-Ο-Δ, πετάχτηκε ένας και φώναξε:
-Θεόδωρος!
Ο Θεόδωρος ήταν ένας υψηλός αξιωματούχος που ζούσε στη Βασιλεύουσα.  Η τελετή σταμάτησε αμέσως και κάποιοι ξεκίνησαν  την άλλη μέρα για τη Βασιλεύουσα, να πάνε τα καλά νέα στο Θεόδωρο. Σήμερα βέβαια όλοι ξέρουμε πως το όνομα που ήθελαν να δώσουν τα πνεύματα  δεν ήταν Θεόδωρος αλλά Θεοδόσιος, γιατί αυτός ήταν που διαδέχθηκε το Βάλη. Αλλά τότε δεν το υποψιάστηκε κανείς.  Αν και δεν νομίζω ότι αυτή η λεπτομέρεια θα άλλαζε την πορεία των πραγμάτων.

Ο αυτοκράτορας έμαθε για τη μαγική τελετή. Λένε πως πανικοβλήθηκε, γιατί φοβήθηκε μην πάθει τα ίδια, όπως τότε με τον Προκόπιο. Ο Προκόπιος είχε κηρύξει επανάσταση στη Βασιλεύουσα και είχε καταλάβει τη Θράκη και τη Βιθυνία,  ενώ ο Βάλης ερχόταν στα μέρη μας για να πολεμήσει τους Πέρσες. Τόσο πολύ είχε φοβηθεί τότε ο αυτοκράτορας που σκέφτηκε να παραιτηθεί. Τα πράγματα όμως άλλαξαν κάποια στιγμή και ο σφετεριστής αποκεφαλίστηκε. Τώρα, μόλις έμαθε για το Θεόδωρο, πανικοβλήθηκε πάλι και έχασε κάθε έλεγχο.
Έγιναν τότε ανήκουστα πράγματα στην Αντιόχεια. Μεταμορφώθηκε η πόλη μας  σε ένα τεράστιο σφαγείο. Συλλάβανε οι μαγιστριανοί εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες, κόσμο απ’ όλη την αυτοκρατορία και τους έφεραν εδώ και τους ανέκριναν στα δεσμωτήρια με φριχτά βασανιστήρια.  Κάθε μέρα τους περνούσαν μέσα από τους κεντρικούς δρόμους. Τους είχαν πάνω σε φορεία, γιατί από τα βασανιστήρια δεν μπορούσαν πια να περπατήσουν. Τους πήγαιναν  στον Ιππόδρομο και τους εκτελούσαν. Εκεί μπροστά σε χιλιάδες θεατές τους στραγγάλιζαν ή τους έκαιγαν ζωντανούς. Ολόκληρη η Αντιόχεια είχε παγώσει  και κανείς αριστοκράτης δεν ένιωθε ασφαλής.
Μετά τους αριστοκράτες ήρθε η σειρά των μορφωμένων. Όποιος ήταν μορφωμένος κινδύνευε, γιατί τις μαγείες τις έκαναν αυτοί. Έτσι έλεγαν δηλαδή, αλλά μαγείες έκαναν όλοι, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, πλούσιοι και φτωχοί.
Άρχισαν να καίνε τα βιβλία. Όχι μόνο όσα έγραφαν για μαγείες, όλα τα βιβλία τα έκαιγαν. Σε δρόμους και σε πλατείες, άναβαν τεράστιες πυρές και έριχναν μέσα ό,τι χειρόγραφο έβρισκαν. Και το κάψιμο των βιβλίων ήταν επίσημη πράξη της πολιτείας, γι αυτό ήταν παρόντες και επέβλεπαν οι δικαστές, όπως όριζε ο νόμος. Ολόκληρες βιβλιοθήκες έγιναν στάχτη τότε και πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων έχασαν τη ζωή τους όχι γι άλλο λόγο, παρά μόνο επειδή αγαπούσαν τα γράμματα.
Ήταν τότε ανθύπατος της Ασίας ο Φήστος, ένας άγριος άνθρωπος, έμπιστος του αυτοκράτορα.  Αυτός κυνήγησε έως θανάτου όλους τους μορφωμένους. Πολλές χιλιάδες  έχασαν  τη ζωή τους όχι μόνο εδώ  στην Αντιόχεια αλλά  σ’ ολόκληρη  την Ανατολή. Κι ο  κόσμος είχε τόσο πολύ φοβηθεί που όσοι είχαν βιβλιοθήκες, τις έκαιγαν μόνοι τους, μήπως κι έτσι γλιτώσουν τη ζωή τους.

Τότε ήταν που έκαψα κι εγώ τη δική μου μικρή βιβλιοθήκη.
Ανέβηκε πάνω η Σαβίνα έντρομη ένα πρωί και μου έφερε τα νέα:
-Αφέντη, οι μαγιστριανοί ερευνούν τα σπίτια, ψάχνουν για χειρόγραφα που δεν είναι χριστιανικά!
Κρύος ιδρώτας με περιέλουσε. Όρμησα στη βιβλιοθήκη κι άρχισα να ξεψαχνίζω τα χειρόγραφά μου  και τις παραγγελίες των πελατών μου. Τα χέρια μου έτρεμαν, τα είχα τόσο πολύ χαμένα που δεν μπορούσα να διαβάσω τους τίτλους.
-Κάνε γρήγορα, αφέντη, φώναξε ανυπόμονα η Σαβίνα. Μπορεί από στιγμή σε στιγμή να μπουκάρουν κι εδώ.
Ο Μπααράμ ανέβηκε λαχανιασμένος τη σκάλα:
-Γιατί αργείτε; Οι μαγιστριανοί είναι δυο δρόμους πιο πάνω, όπου νάναι έρχονται!
Από τον πανικό μου δεν ήξερα τι έκανα. Πέταγα κάτω τα χειρόγραφα και μετά τα ξαναμάζευα. Αρκετά με μπέρδευαν. Ήταν χριστιανικά ή δεν ήταν; Πώς θα τα ξεχώριζαν οι μαγιστριανοί; Στο τέλος παρέλυσα ολόκληρος, έπιασα το  κεφάλι μου και κοίταξα απελπισμένος τη Σαβίνα. Εκείνη τότε μ’ έσπρωξε στην άκρη κι άρπαξε όσα χειρόγραφα μπορούσε.
-Φέρ’ τα όλα κάτω, αφέντη!
Τα κατεβάσαμε στο πλυσταριό και η Σαβίνα τα στοίβαξε στο τζάκι. Ύστερα άναψε μια μεγάλη φωτιά, τάχα για να ζεστάνει νερό στο καζάνι και τα έκαψε. Τα έκαψε όλα, δεν έμεινε τίποτε.
Όμως οι μαγιστριανοί δεν ήρθαν τελικά στο σπίτι μου. Ούτε εκείνη την ημέρα ούτε καμιά άλλη. Ήταν πολύ ταπεινό το καπηλειό μου για να είναι ύποπτο. Κι έτσι δεν ήρθαν ποτέ.
Όταν πέρασε ο καιρός και κάπως καταλάγιασε ο θόρυβος και κατακάθισε ο τρόμος μας, τότε  ξύπνησα επί τέλους από το λήθαργο και είδα καθαρά τα πράγματα. Ο Θεός που είχα ξεχάσει, αυτός με είχε σώσει. Ο ίδιος εκείνος Θεός που πριν τρία χρόνια είχε ζητήσει τη βοήθειά μου, με είχε τώρα σώσει. Επειδή με χρειαζόταν, του ήμουν απαραίτητος για να σωθεί κι εκείνος. Αλλά εγώ τον είχα ξεχάσει. Το όραμα του σταυρωμένου Θεού που βυθιζόταν στη γη κοιτάζοντάς με με αγωνία, αναδύθηκε στη μνήμη μου και τα μάτια μου πλημμύρισαν  δάκρυα ενοχής και μετάνοιας.
Έκλαιγα βουβά επί μέρες.
Ύστερα πήρα την απόφαση και εγκατέλειψα την Αντιόχεια για δεύτερη φορά.

Τα ψηφιδωτά είναι από την Αντιόχεια των ελληνορωμαϊκών και πρωτοχριστιανικών χρόνων.

5 σχόλια:

  1. Αυτή όλη η φρικαλεότητα για το επέκεινα του διποδισμού, είτε λέγεται πολιτική είτε μεταφυσική, παραμένει σα στίγμα αγριότητας στις συναλλαγές μας με τους συνανθρώπους μας, αλλά και στις πεποιθήσεις μας για το θείο.
    Ωστόσο, Καίτη, στο τέλος του αποσπάσματός σου ο άνθρωπος των βιβλίων κλαίει. Η ιστορία απρόσωπα δεν μπορεί να το κάνει αυτό.
    Σαν οι απρόσωπες αλλαγές της ιστορίας να κυλούν με τα προσωπικά δάκρυα της γνώσης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΑΚG, αν καθόταν η Ιστορία να περιγράψει τα δάκρυα και τον πόνο των ανθρώπων, θα βρισκόταν ακόμα στο πρώτο κεφάλαιο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. έτσι είναι Καίτη, η , δεν έρχεται εύκολα σε οργασμό με τους "πελάτες" της..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ..πόρνη η Ιστορία ξεσκίζει μάλλον οράματα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. CS, δεν θα ονόμαζα ποτέ την Ιστορία έτσι. Ορισμένους ιστορικούς, ναι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή