Αν εξαιρέσουμε κάποιους ιδιόρρυθμους ανθρώπους που για τους δικούς τους λόγους την απορρίπτουν, οι υπόλοιποι τη θεωρούμε ως το ευγενέστερο συναίσθημα που μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους μεταξύ τους και να εκταθεί και πιο πέρα από αυτούς, σε όλα τα ζωντανά πλάσματα του κόσμου τούτου.
Είναι απίστευτο πόσα μυθιστορήματα, ποιήματα, τραγούδια έχουν γραφτεί ανά τους αιώνες για την αγάπη. Θα έλεγε κανείς πως με τόσα εγκώμια, με τόσους επαίνους, με τόσα τσιτάτα που επαναλαμβάνουμε όλοι μας καθημερινά, είμαστε κυριολεκτικά κατακλυσμένοι από αγάπη για τους γύρω μας και φυσικά ο κόσμος μας είναι ένας παράδεισος αγάπης. Δεν είναι όμως. Μιλάμε πολύ για την αγάπη, επειδή ακριβώς δεν την έχουμε, όπως μιλούν για την ελευθερία οι σκλαβωμένοι, για τη δικαιοσύνη οι αδικημένοι, για την ισότητα οι απορριγμένοι.
Η αγάπη δεν είναι ένα εύκολο συναίσθημα, όπως είναι το μίσος, η οργή ή η εχθρότητα. Δεν χρειάζεται να μας τα διδάξει κανείς αυτά, γεννιούνται αυτόματα μέσα μας, μόλις κάποιος μάς πειράξει, μας αδικήσει, μας πονέσει. Επίσης, όταν μιλάμε για αγάπη, εννοούμε την αγάπη που πρέπει να νιώθουν οι άλλοι, γιατί εμείς υποτίθεται ότι την έχουμε ήδη μέσα στην καρδιά μας. Με μια τέτοια παρανόηση και με δεδομένο το γεγονός ότι η αγάπη δεν είναι αγριολούλουδο του κάμπου αλλά πολύ ντελικάτο άνθος που καλλιεργείται με μεγάλη φροντίδα στα θερμοκήπια, δεν είναι παράξενο που ακόμα σπανίζει στις μέρες μας και είναι και τόσο ακριβή.
Η αγάπη ως ανθρώπινο συναίσθημα αναδύθηκε από τα σκοτάδια της ψυχής μας, όταν ακόμα ήμασταν πρωτόγονοι, και ήταν κι αυτή τότε πρωτόγονη. Όσο προχωρούσαμε στον πολιτισμό, τόσο εξελισσόταν ο συναισθηματικός μας κόσμος και πλουτιζόταν με νέα θετικά συναισθήματα εκτός από την πρωτόγονη αγάπη: με φιλία, συμπάθεια, οίκτο, τρυφερότητα, ευγένεια, ευαισθησία, καλοσύνη.
Μερικά από αυτά τα συναισθήματα, όπως τη φιλία, τη συμπάθεια, την τρυφερότητα, μπορούμε να τα παρατηρήσουμε και στα ζώα κι αυτό σημαίνει ότι η φύση τα εφηύρε για τους δικούς της πρακτικούς λόγους. Στον πολιτισμό όμως τα θετικά συναισθήματα αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν, ξεπέρασαν τα όρια του ιδιοτελούς εαυτού και έγιναν αξίες. Ως αξίες τα αποδεχόμαστε πλέον αξιωματικά, από την άλλη όμως, συνεχίζουμε να υπηρετούμε τις απαξίες, απλώς αποφεύγουμε να το ομολογήσουμε.
Αλλά η αγάπη, για να επιστρέψουμε στη μεγαλύτερη αξία του πολιτισμού μας, εξακολουθεί να μας δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε. Είναι εκεί, αμετακίνητη και ασυμβίβαστη. Αν δεν μπορούμε να την υλοποιήσουμε, δεν φταίει εκείνη.
Πρώτη μορφή αγάπης, εντελώς ζωική και ενστικτώδης, ήταν αυτή που ένιωθε η πρωτόγονη μητέρα για τα μικρά της. Είναι η αγάπη που συναντούμε σήμερα στο ζωικό βασίλειο. Δυνατή, ανιδιοτελής και με ημερομηνία λήξης. Όταν το μικρό είναι ικανό να φροντίσει μόνο του τον εαυτό του, η αγάπη αυτή παύει, γιατί κατά τη λογική της φύσης δεν έχει νόημα. Παρακολουθώντας διάφορα σχετικά ντοκιμαντέρ με ζώα που δείχνουν τη στιγμή του απογαλακτισμού, μένω κάθε φορά μετέωρη, όταν βλέπω τη ζωική μητέρα να διώχνει τα παιδιά της που έχουν πια μεγαλώσει και κυρίως, όταν βλέπω την απορία των παιδιών που προσπαθούν να πλησιάσουν τη μητέρα τους κι εκείνη τα διώχνει. Με όρους της ψυχολογίας θα λέγαμε ότι τα μικρά αυτά αποχτούν εκείνη τη στιγμή το πρώτο τους βαθύ ψυχολογικό τραύμα, αλλά η φύση έχει προνοήσει να επουλωθεί αυτό τραύμα πολύ γρήγορα, όταν το νεαρό ζώο, μόνο του πια στον κόσμο, θα νιώσει να το θερίζει η πείνα και θα αρχίσει να ψάχνει την τροφή του.
Η αγάπη λοιπόν είναι ένας μηχανισμός της φύσης που σκοπό έχει να προστατέψει τα μικρά, όσο ακόμα αυτά είναι αδύναμα και ανίκανα να επιβιώσουν μόνα τους. Μετά η φύση φροντίζει να την καταργήσει, ίσως γιατί τη θεωρεί σπατάλη ενέργειας.
Από μια τέτοια ανάλγητη, ψυχρή και υπολογιστική φύση προέρχεται το ευγενέστερο ανθρώπινο συναίσθημα, αυτό που κάνει τον άνθρωπο πραγματικά άνθρωπο. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι υπέστη πολλές και διάφορες μεταλλάξεις μέχρι να φτάσει στη μορφή που σήμερα γνωρίζουμε και ασφαλώς θα μεταλλαχθεί ακόμα πολλές φορές, μέχρι να γίνει πραγματική αγάπη προς όλα τα ζωντανά πλάσματα, ανθρώπινα και μη.
Αλλά παρά τον αρχικό, μηχανιστικό της χαρακτήρα η αγάπη εν σπέρματι βρίσκεται πάντα μέσα στα ζωντανά πλάσματα, τουλάχιστον στα ανώτερα στην πυραμίδα της ζωής, και, αν παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία, τότε εκδηλώνεται. Είναι εκδήλωση αγάπης, όταν το λιοντάρι μετά από καιρό αναγνωρίζει και αγκαλιάζει τη γυναίκα που το είχε βρει τραυματισμένο και το είχε σώσει. Θυμάστε το σχετικό βίντεο; Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά, άνθρωποι που έχουν αγαπήσει ζώα κι εκείνα ανταποδίδουν την αγάπη που τους προσφέρεται. Μοιάζει ίσως αυτή η εκδήλωση της αγάπης με ευγνωμοσύνη ή με ένα είδος ιδιοτέλειας, εφόσον τα ζώα αυτά έχουν ωφεληθεί από τον άνθρωπο. Αλλά παρ’ όλα αυτά κάτι μέσα στο μυαλό τους λειτουργεί προς την κατεύθυνση της αγάπης. Με άλλα λόγια υπάρχουν μέσα στον εγκέφαλό τους οι υποδοχείς της αγάπης. Στην κατάλληλη ευκαιρία ενεργοποιούνται ξανά.
Μπορεί δηλαδή η φύση με την εφήμερη και ενστικτώδη αγάπη να θέλει απλώς να κάνει σωστά τη δουλειά της, όμως το συναίσθημα αυτό βρίσκεται «εν υπνώσει» μέσα στα πλάσματά της συνεχώς και όσον αφορά στις ανθρώπινες κοινωνίες, έχει ξεφύγει από τον αρχικό προορισμό του και έχει γίνει αυτοσκοπός.
Τις σκέψεις αυτές τις έκανα προ ημερών, όταν έτυχε να διαβάσω ένα πολύ τρυφερό ποίημα των Ίνκας. Δείτε το:
Πού είσαι εσύ που μου έχεις κλέψει την ψυχή,
Πού είσαι, κύριε της καρδιάς μου;
Ποιος χωρίς οίκτο έσβησε το μονοπάτι σου;
Μήπως στο χώμα το ελαφρύ έχεις θαφτεί;
Ούτε ένα δάκρυ δεν υπάρχει πια στα μάτια μου.
Εξαντλήθηκαν.
Μονάχα η ηχώ στον πόνο μου αποκρίνεται
Και το αίμα μου σταλαγματιά-σταλαγματιά στερεύει.
Έλα, ας τρέξουμε κι οι δυο μαζί χέρι με χέρι
Ξοπίσω απ’ τη ζωή την ευτυχία ακολουθώντας
Κι ας επιστρέψουμε στη γη νεκροί.
(«Ανθολογία ποίησης των Ίνκας», μετάφραση Ηλία Ταμπουράκη, επιμέλεια Παυλίνας Παμπούδη, εκδ. Ροές).
Είναι ολοφάνερη η ευαισθησία αυτών των στίχων και η αγάπη που ξεχειλίζει από μέσα τους. Θα μπορούσε να το είχε γράψει ένας σύγχρονός μας ποιητής , θα μπορούσαμε να το είχαμε βρει σε μια ανθολογία σύγχρονης ποίησης και σίγουρα δεν θα το προσπερνούσαμε αδιάφοροι. Αλλά το έγραψε πριν από πολλούς αιώνες ένας ποιητής που ανήκε στους Ίνκας.
Οι Ίνκας δεν είχαν γραφή και αυτοί οι στίχοι σώθηκαν με την προφορική παράδοση. Μπορούμε να υποθέσουμε πως μέσα στην πορεία του χρόνου αλλοιώθηκαν, πως ίσως εδώ δεν διαβάζουμε αυθεντική ποίηση εκείνου του χαμένου πολιτισμού. Ωστόσο εμείς θα δεχτούμε ότι ναι, εδώ πρόκειται για ένα ποίημα που ψιθύρισε κάποτε ένας ευαίσθητος άνθρωπος που ζούσε στην απέραντη αυτοκρατορία των Ίνκας.
Αλλά ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι;
Οι Ίνκας, λίγο πριν καταστραφούν από τους διακόσιους άντρες του Francisco Pizarro το 1532, είχαν εξαπλώσει την κυριαρχία τους σε μια τεράστια έκταση από το σημερινό Εκουαδόρ μέχρι τη Χιλή και την Αργεντινή. Πάνω από διακόσια έθνη ζούσαν στην αυτοκρατορία τους. Ο πολιτισμός τους στηριζόταν στη γεωργία. Γνώριζαν την κατεργασία του χαλκού, του κασσίτερου και του χρυσού και είχαν αναπτύξει την αρχιτεκτονική, την κεραμική, την υφαντουργία και το εμπόριο. Όπως είπαμε δεν είχαν γραφή.
Πολιτισμός προϊστορικός λοιπόν. Ανώτατος θεός ο Ήλιος. Σ’ αυτό το θεό οι Ίνκας έκαναν ανθρωποθυσίες -καθόλου πρωτότυπο, όλοι οι λαοί στο ξεκίνημα της Ιστορίας τους έκαναν το ίδιο. Διαβάζω στο διαδίκτυο ότι οι Ίνκας θυσίαζαν παιδιά, αφού πρώτα και για πολύ καιρό τα έτρεφαν με ειδικές θρεπτικές τροφές. Όταν ερχόταν η ώρα της θυσίας, τα ανέβαζαν στις κορυφές των Άνδεων, σε ειδικούς λατρευτικούς χώρους, τους έδιναν ναρκωτικά – φύλλα κόκας- και τα άφηναν να υποκύψουν στο περιβάλλον. (Κάπου εδώ διαισθάνομαι και ένα προϊστορικό οικολογικό μήνυμα).
Όπως είπαμε, οι ανθρωποθυσίες σε αυτό το στάδιο του ανθρώπινου πολιτισμού δεν είναι κάτι πρωτότυπο. Αυτό που θεωρώ πρωτότυπο είναι η ποίηση που συνοδεύει ένα τέτοιο πολιτισμό. Το να ζει κανείς σε μια κοινωνία που θυσιάζει στο θεό παιδιά και παράλληλα ψιθυρίζει τόσο αισθαντικούς και τρυφερούς στίχους, αυτός ο συνδυασμός είναι που μου προκαλεί τη μεγάλη έκπληξη. Κι αν αφήσουμε τη φαντασία μας ελεύθερη να φτιάξει τις δικές της ιστορίες, ο ποιητής εκείνος ο μακρινός και άγνωστος που κλαίει για τον αγαπημένο του, είναι κάποιος που είδε το παιδί που αγαπούσε να το παίρνουν οι ιερείς για να το προσφέρουν θυσία στο θεό Ήλιο. Διαβάστε πάλι τους στίχους. Θα δείτε πόσο πολύ ταιριάζουν σε μια τέτοια εκδοχή.
Η αγάπη λοιπόν βρίσκεται εν σπέρματι παντού. Ανθίζει και στο πιο σκληρό περιβάλλον, αρκεί να δονηθεί η ανθρώπινη ψυχή. Δίπλα στο αίμα και το θάνατο βλέπουμε να ξεπετάγεται πότε-πότε ένα λουλουδάκι που ζει για λίγο και έπειτα μαραίνεται. Γιατί αυτό το λουλούδι, το είπαμε, είναι πολύ ντελικάτο, δεν αντέχει στο φυσικό περιβάλλον. Πρέπει να το καλλιεργούμε στα θερμοκήπια. Και κυρίως να το προστατεύουμε από τις ξαφνικές κακοκαιρίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου